Further tags

Ο χρωματισμός - κόκκινο εξωτερικώς προς μαύρο αφότου ανοίξει η τρύπα - που αποκτάει ο πρωκτός μετά βάρβαρου πρωκτικού σεξ.

-Για έλα ρε μάγκα με την όπισθεν να σου κάνω τον κώλο παπαρούνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα καλοσχηματισμένα και σχετικά ευμεγέθη γυναικεία οπίσθια.

- Πωωωω! Κοίτα μια κωλάθρα που ανέβηκε στο στεπ!
- Πςςςςς! Πάνε κι έρχονται τα κωλομάγουλα!
- Ωραίο πράμα το γυμναστήριο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

α. Κωλοτρυπίδα, σούφρα, ροδέλα, σφιγκτήρας.

β. Η σφιχτή συγκεκριμένα κωλοτρυπίδα που ανοίγει δύσκολα.

Προέλευση:

Αναφέρεται στην ομοιότητα της πρωκτικής οπής με την αστεροειδή (συνήθως) ροδέλα τύπου γκρόβερ που δεν αφήνει τη βίδα να ξεσφίξει.

- Σώπα ρε μπήχτη, βρήκες κιόλας πίσω πόρτα;
- Μαλάκα μου, η γκόμενα είχε ένα γκρόβερ άλλο πράμα. Μου τον έπιασε απ' το λαιμό και κόντεψε να μου τον πνίξει.

(από leouras, 15/01/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωλοτρυπίδα, σούφρα, γκρόβερ, ροδέλα, σφιγκτήρας κλπ.

Προέλευση:

Απο την προφανή ομοιότητα με τον ρόζο ενός δέντρου.

- Πολύ χαρούμενο σε βλέπω.
- Πώς να μην είμαι. Χτες βράδυ η Σούλα μου 'δωσε ρόζο!
- Σέβομαι...

(από leouras, 20/01/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατηγορία γυναικών που συγκεντρώνει μία χαρακτηριστικών φορ τύπου μπουκαδόρου και ασφαλώς δεν συμπεριλαμβανεται η φαλάκρα του Σαλπιγγίδη. Οι μπουκαδόροι είναι κοπελίτσες μέχρι 1.65 που κερδίζουν εύκολα την κερκίδα (καλές χρυσές γλυκές γουτσου γουτσου) που είναι γυμνασμένες σχετικά γιατί έκαναν από μικρές κάτι (μπαλέτο χορό τέννις)... Συνήθως το μπούστο τους με λίγο κλεραζίλ εξαφανίζεται εντελώς, αλλά μας αποζημιώνουν με τον κώλο τους που βρίσκεται πάντα σε άριστη κατάσταση. Σήμα κατατεθέν μια διακριτική στρογγυλάδα στη γάμπα που πρέπει να διαχωριστεί απ' την γυναικεία ποντιακή σχεδόν παλαιστή γάμπα.

-Τι ωραία κοπελίτσα ρε μαλάκα; Την άβυζη την τάπα;
-Μπορεί να μην έχει βυζιά, αλλά ο κώλος κατηγορία νανοσεκόντ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ιδιαίτερη κατηγορία γυναικών με ιδιαιτέρως μικρό στήθος (το επονομαζόμενο και «πλάκα») και με οπίσθια που δεν γεμίζουν ακριβώς το παντελόνι.

- Το είδες το Τζενάκι; Κουκλί μονάχο!
- Καλή φάτσα, δε λέω, αλλά αβύζου και ακώλου γωνία ρε παιδάκι μου.

Βλ. και κόντρα πλακέ, αβυζαλέο, το.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει το απύθμενο βάθος αιδοίου γυναικείου ή κώλου unisex, και λέγεται πάντοτε με μπάσα βραχνή φωνή, μιμούμενη αυτή των πρωταγωνιστών στις καλτ ελληνικές τσόντες. Πολλές φορές χρησιμοποιείται στην τύχη, κατά την θέαση π.χ. καλλίγραμμων γυναικείων οπισθίων. Έχει και παραπλανητικό τύπο άπαράτατα!

  1. - Τι έγινε με την Κική βρε μαλάκα, τη γάμησες;
    - Τη γάμησα...
    - Πώς ήταν;
    - Άπατα...

  2. - Πώω ρε, τι άλογο είναι αυτό;
    - Άααπαράτατα!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτολεξεί, «προφυλακτικό μέσα στον κώλο».

Το λογοπαίγνιο αυτό χρησιμοποιείται ευρύτατα από αγγλοσάξονες επιχειρηματίες που συνδιαλέγονται με τον άλλοτε πρόεδρο της Interamerican και μέχρι πρόσφατα δερβέναγα του τηλεοπτικού σταθμού ALPHA.

- Beware of Greek businessmen bearing a condom in ass!

Condom in ass - το μυστικό της επιτυχίας; (από Vrastaman, 03/09/08)Condom in ass - το μυστικό της επιτυχίας; (από Vrastaman, 03/09/08)Οι Σκοπιανοί προκαλούν. (από Khan, 25/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ανδρικό πέος, κατόπιν παρά φύσιν συνουσίας, συμπαρασύρον κατά την έξοδο αδρανή υλικά.

Αηδιαστικό μεν, ευρηματικό δε!

Τον βγάζω και τον βλέπω καφετζόπουλο, αλλά αφού πληρώσαμε μπροστά, λέω δε γαμεί!

(από Khan, 09/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αιδοίο.

1) Επειδή ρίχνεις ψήφο. 2) Επειδή κανείς δεν ξέρει τι θα βγει από την κάλπη. Το δεύτερο παίζεται στην εποχή των έξιτ poll, αλλά και των υπερηχογραφημάτων.

Με λίγη φαντασία παραπάνω και για τον κώλο για δύο παρόμοιους λόγους.

Ρίξ' την ψήφο αγόρι μου στην κάλπη! Ριξ' τη δαγκωτή, να βγάλεις αυτοδυναμία, να ολοκληρώσεις την τετραετία.

Όταν ο Σταύρος Θεοδωράκης εμπνέεται από το σλανγκρ. (από Khan, 20/05/14)Στο 0.55. (από Khan, 26/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified