Further tags

Αυτός που είναι ονειροπόλος, βασικά επειδή σκέφτεται, αναπολεί ή θεάται ωραίους κώλους. Εναλλακτικώς, ο ίδιος ο κώλος ονείρωξη, ο κώλος αναφοράς, ή ο εύκωλος που τον φέρει.

  1. Είναι και ονειροκώλοι -είχα γνωρίσει έναν ιχθύ πέρυσι το καλοκαίρι, με έναν κώλο όνειρο! (Εδώ).
  2. Γιατρέ βλέπω συνέχεια όνειρα με γυναικείους πισινούς, τι έχω; - Ησυχάστε, είστε απλά ονειροκώλος. (Από ανέκδοτο βαϊραλιά).
  3. Ονειροκώλοι, κάντε κλικ εδώ για να δείτε τους ωραιότερους κώλους! (Από σάιτ για ενήλικες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας που το ότι συχνάζει σε κωλόμπαρα έχει καταστεί ένα σημαντικό μέρος της ζωής του. Ο κωλομπαρόβιος ψάχνει στα κωλόμπαρα σεχ, έστω υπό τη μορφή φραπέ ή χουρού, ή και ως φουλ μπριζόλα (στην καυλύτερη περίπτωση), ψάχνει όμως και γυναικεία συντροφικότητα υπό τη μορφή πουτού. Αυτοί που είναι πραγματικά κωλομπαρόβιοι (εκτός αν έχουμε να κάνουμε με γεροντόπαιδα με χαμηλή αυτοεκτίμηση) συνήθως είναι μεγαλύτερης ηλικίας αντάρηδες θαμώνες ζαχοπουλάδικων που λόγω μοναξιάς ή αποξένωσης στη συζυγική ζωή ξεβράζονται στο vivere periκωλομπαροsamente.

  1. Ως πεπειραμένος μακροχρόνια κωλομπαρόβιος έχω να πω άπειρα: Μου έχουν πάρει πίπες, έχω πηδήξει, έχουν παίξει ισπανικά cumshots, facials, ανατάξεις πέους από βίαιες παλινδρομήσεις, αλληλοαυνανισμοί δικοί μου και κωλομπαρούς ταυτόχρονα και γενικά τα πάντα!! Σε πρωτάρα (πρώτη μέρα στη δουλειά) έχω τύχει που της εξηγούσα τι κάνουν στα prive και γενικά τον έρωτα, τηλέφωνο έχω πάρει κι έχω βγει για καφέ με κωλομπαρού και μια φίλη της (!!) και γενικά όλα είναι πιθανότητες... Από την άλλη μεριά, σε ποσοστό πλέον γύρω στο 40%, γιατί όσο περνάνε τα χρόνια αποκτάει κανείς πείρα φυσιογνωμιστική, οι prive χοροί είναι ένα άνευρο κρυανάλατο νερομπούλι χωρίς πολλές φορές το ματζαφλάρι να σηκώνεται καν. Οι δε απλοί χοροί δεν αξίζουν καν τον κόπο, εκτός αν είσαι παρθένος αφγανός απ'το βουνό και δεν έχεις πιάσει ποτέ γυναικείο κώλο. (Από το Μπου).
  2. Να σου κάνει ανάλυση ο μέσος Έλλην μπορδελάκιας/ κωλομπαρόβιος για τα πόδια των Ουκρανάιζερ, τα γλυκόλογα των Ρωσίδων, το ξελόγιασμα της Ρουμάνας, την αλαβάστρινη επιδερμίδα και τα μάτια της Λευκορωσίδας, να πάθεις την πλάκα της ζωής σου. Ακούς εκεί λέει δεν έχουμε δουλέψει με ξένους (Εδώ).
  3. Ο Τεστοστερόνης μπουρτζόβλαχος κωλομπαρόβιος, με το που βλέπει την "Μ" και καταλαβαίνει ότι είναι γυναίκα απομακρύνεται. Δεν του αρέσουν μάλλον οι γυναίκες. (Από το Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κωλοτρυπίδα, η κωλότρυπα. Λέγεται κι έτσι για να εξαρθεί το αυτονόητο που παραλείπουν οι άλλες εκφράσεις, ότι δηλαδή είναι μια τρύπα (δυνητικά) γεμάτη σκατά. Νήντλες του σέι ότι όταν χρησιμοποιείται με αυτή τη συγκριτικά κυριολεκτική σημασία σε σεξουαλικά συμφραζόμενα, συνήθως δεν εκφράζει αποκλειστικά και μόνο αηδία, αλλά κυρίως μεράκια, γούστα, μπιντιεσεμικές καταστάσεις και άλλα ξεκωλαριλίκια, όπου οι μερακλήδες μάλλον φτιάχνονται στην ιδέα της μερέντας και των διαφόρων μεζέδων.

  1. -Κοίτα πόσο ανοιχτή είναι η σκατότρυπά της φίλε...κοίτα... Μας χωράει και τους δύο...
    - Όχι...μη!!! Σας παρακαλώ νιώθω ήδη ξεσκισμένη...!, παρακάλεσα. (Από ερωτική ιστορία στο Φλοκ τζι αρ).
  2. Η Φωφώ μη έχοντας τι άλλο να κάνει άρχισε να γλείφει τη σκατότρυπα της Σοφίας, που είχε κολλήσει πάνω στα χείλια της.
  3. Ε? Ε? μέχρι και την σκατότρυπά μου σου αρέσει να καθαρίζεις βρωμοπουστράκι μου! Λατρεμένο σιχαμένο κωλογλειφτράκι μου?» (Από το Μπουντουσουμού).

Κατ' επέκταση, έχει και τις διάφορες μεταφορικές σημασίες της κωλοτρυπίδας, όπως έναν βρωμερό τόπο ή ένα άθλιο σπίτι (βλ. και κωλοτρυπίδα). Ενίοτε σημαίνει ότι οι εν λόγω τόποι είναι και μικροί και μηδαμινοί, εκτός από άθλιοι.

  1. Αλβανια- μια σκατότρυπα στα βαλκάνια. (Εδώ).
  2. Μια σκατότρυπα είναι η Αθήνα, όπου οι άνθρωποι αγωνίζονται να επιβιώσουν, με τα νεύρα τους μονίμως σπασμένα. (Εδώ).
  3. Αξίζει κανένας από εμάς τους υπόλοιπους να παλεύει σε αυτή την άθλια χώρα; Καλύτερα να φεύγουμε από την σκατότρυπα όσο είναι ακόμα καιρὀς (Εδώ).
  4. ΤΟ ΣΑΙΤ ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΝΤΗΣΕΙ ΜΙΑ ΣΚΑΤΟΤΡΥΠΑ ΓΕΜΑΤΗ ΤΡΟΛΛ ΚΑΙ ΝΟΜΙΖΕΤΕ ΟΤΙ ΘΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΚΑΤΙ ΑΞΙΟΠΙΣΤΟ? ΕΛΕΟΣ! (Εδώ).
  5. Με αυτό τον τρόπο θα εξασφαλίζεις λεφτά και μια σκατότρυπα για να μεγαλώσεις τα βρωμοπαιδά σου. (Εδώ).

Συχνά χρησιμοποιείται για να δηλώσει ένα μέρος όπου υποτίθεται ότι κρύβεται ο υβριζόμενος, που θεωρείται ως βρωμερός, σιχαμένος και άξιος να λουφάζει σε μια κωλοτρυπίδα μέχρι να αναλάβει και πάλι δράση.

  1. Είμαι πραγματικά περίεργος σε ποια σκατοτρυπα θα κρυβόταν ο Πάγκαλος αν κάποιος απ τους συγγενείς των νεκρών του ζητούσε αποδείξεις. (Από Τουίτερ).
  2. Μαλακάκο δεξιούλη πατριωτάκο πίσω στη σκατότρυπά σου, παίξε και καμιά μαλακία και άσε μας εμάς να κάνουμε ό,τι μας καυλώσει.. (Τρομπαχτικό).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βουτυρομπεμπές, το βουτυρόπαιδο, ο φλώρος. Υπάρχουν μερικές εκφράσεις όπου ο κώλος θεωρείται ως η έδρα (pun intended) της σκληράδας/ εμπειρίας/ ψησίματος στη ζωή ή αντιθέτως της φλωριάς. Λ.χ. ο κωλοπετσωμένος έναντι του τρυφερόκωλου, τρυφεροκώλη και του ευαισθητόκωλου. Συναντάται σπανιότερα και ως βουτυροκώλης.

Πάσα (Δ.Π.): Δεινόσαυρος.

1. Ο βουτυρόκωλος κουνελογαμίκος με τα πατομπούκαλα και το χαμόγελο της σαύρας που της τρέχουν τα σάλια, ήρθε να εκτελέσει διατεταγμένη υπηρεσία για λογαριασμό του λόμπι της αλλαξοκωλιάς και της αιώνιας φοροδιαφυγής. Μια από τα ίδια ψωλίδια δηλαδή.

2. - Δασκάλα χαστούκισε οκτάχρονο μαθητή στην Ηλεία
- ΣΙΓΑ ΜΗΝ ΚΛΑΨΕΙ Ο ΒΟΥΤΥΡΟΚΩΛΟΣ ΜΠΟΥΛΗΣ ΤΗΣ ΜΑΜΑΣ. ΕΦΑΓΑ ΧΑΣΤΟΥΚΙΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΧΑΡΑΚΑ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ ΕΜΑΘΑ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΑ.!!

3. «Δε μιλώ με τεντιμπόιδες αγαπητέ», το ξέκοψε αποφασιστικά ο ευγενικός κύριος και γύρισε αλλού το κεφάλι.
«Δεν είναι τεντιμπόις, βουτυρόκωλος είναι, χειρότερος και από σένα», αντιγύρισε η γνωστή μου κυρία, «γιατί μπορεί να λέει πως δεν χωνεύει τάχα τους γραβατωμένους χοντρομπαλάδες αλλά κατά βάθος είναι μαζί τους«.

4. Οσο για εκπαιδευση θα επρεπε το στρατοπεδο να το βλεπουν μονο οταν πανε για υπνο και φαγητο. Στιβος μαχης για ολους καθε μερα ,απειρες βολες σε ολα τα φορητα οπλα τουλαχιστον 1-2 φορες την εβδομαδα και ασκησεις πολεμικων παιγνιων καθημερινα. Δηλαδη σεναρια πολεμικα με οπλα paintball σε ειδικα διαμορφωμενες εκτασεις οπως αστικο περιβαλλον, πεδινο,ορεινο εδαφος και ενα σωρο αλλα οπως μαχη σωμα με σωμα, λαβες μαχης, πολεμικες τεχνες. Ουτε μαζεμα γοπας, ουτε καθαρισμα χεστρας ,ουτε σκουπισμα λες και ειναι φιλιππινεζες. Για αγγαρειες καθαριστριες. Αυτο πως θα σου φαινοταν; Θα το αντεχες για να νιωσεις πραγματικος στρατιωτης με πραγματικη εκπαιδευση η' ο καθε βουτυροκωλος θα εβαζε λυτους και δεμενους να τον γλυτωσουν απο τους βαρβαρους καραβαναδες που τον βασανιζουν ;

Εμένα πάντως ο νους μου πήγε αλλού (από σφυρίζων, 02/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτολεξεί, «προφυλακτικό μέσα στον κώλο».

Το λογοπαίγνιο αυτό χρησιμοποιείται ευρύτατα από αγγλοσάξονες επιχειρηματίες που συνδιαλέγονται με τον άλλοτε πρόεδρο της Interamerican και μέχρι πρόσφατα δερβέναγα του τηλεοπτικού σταθμού ALPHA.

- Beware of Greek businessmen bearing a condom in ass!

Condom in ass - το μυστικό της επιτυχίας; (από Vrastaman, 03/09/08)Condom in ass - το μυστικό της επιτυχίας; (από Vrastaman, 03/09/08)Οι Σκοπιανοί προκαλούν. (από Khan, 25/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρατσούκλι που κόλλησε στους Αρτινούς, εικάζεται λόγω της ''διαμάχης'' των γειτονικών περιοχών Άρτας - Ιωαννίνων, μια απ' τις πάμπολλες -στα όρια της πλάκας- ανά την Ελλάδα.

Ο χαρακτηρισμός οφείλεται στην ύπαρξη πολλών νεραντζιών στην Άρτα, εξού και ο κώλος των Αρτινών που έχει πάρει πια το σχήμα του νεραντζιού...

- Από πού είσαι;
- Άρτα.
- Α! νεραντζόκωλος.
- Εσύ;
- Ιωάννινα.
- Α! παγουράς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δέον να συσχετισθεί με δύο άλλα λήμματα του σλανγκρ.

  1. Ο πρωκτικάντζας. Είναι αυτός που έχει φάει καθήλωση στο πρωκτικό στάδιο ανάπτυξης και αντλεί ηδονjή από το να είναι τσιγκούνης, σπασαρχίδης, δυσκοίλιος, να κάνει παίγνjια εξουσίας, να φέρεται ως ο κακός πούστης που είναι. Συχνά είναι οπαδός του πολιτικά ορθού (παν Νιντέντο) και σε φλομώνει στην κορεκτίλα. Κατά τον ατσεγκέ λέγεται και σφιχτοκουράδας, βλ. σφιχτοκωλικό.

  2. Το αντίθετο του ανοιχτοκώλης. Εξηγούμαι αμέσως. Και τα δύο, και το ανοιχτοκώλης και το σφιχτοκώλης χρησιμοποιούνται ως ύβρεις. Αλλά όταν βρίζουμε κάποιον ως ανοιχτοκώλη εννοούμε ότι έχει πάρει όλο τον ντουνιά, οπότε θα τον γαμήσουμε για να τον γαμήσουμε, αλλά χωρίς αυτό να παρουσιάζει κάποια πρόκληση, ο κώλος του θα μας δεχτεί πολύ χαλαρά, εξάλλου ο ανοιχτοκώλης είναι κατά βάση ένας καλός πούστης, που σπάνια έχουμε κάτι να χωρίσουμε μαζί του. Όταν βρίζουμε κάποιον ως σφιχτοκώλη εννοούμε ότι για τους λόγους που ανέφερα στο 1, θα τον γαμήσουμε ευχαρίστως χάριν εκδικήσεως και νουθεσίας, όμως με ένα αίσθημα χαρμολύπης γιατί φοβόμαστε μήπως στραβοψωλιάσουμε. Βέβαια ο σφιχτός κώλος προσφέρει ηδονjικότερο γαμήσι και αποτελεί μεγαλύτερη πρόκληση, ωστόσο δεδομένου ότι γενικά ο τοιούτος είναι ξινόπουστας, εντέλει μάλλον θα μας την σπάσει την πούτσα ακόμη κι όταν θα τον γαμήσουμε. Δεν υπάρχει, λοιπόν, τρόπος να τη βγάλεις καθαρή μαζί του. Η βρισιά συνήθως σε εκφράσεις: Θα τον γαμήσω αυτόνα... Αλλά είναι και σφιχτοκώλης ο πούστης / ο άτιμος .

  1. α. Στην τελική μια πλάκα έκανα, όποιος έχει χιούμορ την έπιασε και γέλασε. Όποιος αντίστοιχα είναι πιο δυσκοίλιος και σφιχτοκώλης κι από τη μητέρα Τερέζα, αρχίζει τις βολές και τους «καλοπροαίρετους» χαρακτηρισμούς. (Δες).

β. Από τη μία στέκεται ο σφιχτοκώλης υπουργός με τις καβάτζες δήθεν κοινωνικά φιλελεύθερης πολιτικής της Ε.Ε. Όταν τα πράγματα στενεύουν χαλαρώνει με ντεμέκ μεγαλοσύνη το χαλινάρι της αποφατικής πολιτικής. Το μαντείο χαρίζεται ακόμα και στους πούστηδες. Λάου Λάου. Από την άλλη νεκρικές εικόνες από λεσβίες και πούστηδες ακτιβιστές που μειδιούν στο εκράν απέναντι σε γραφικούς του ancien regime, εγκαθιδρύοντας τη νέα γραφικότητα. Σαν κάτοικοι του South Park, μένουν ο περίγελως εν μέσω της εκζήτησης για μια πολιτική ορθότητα του ανορθόδοξου. (Δες).

γ. Η τσούλα παράγει κοινωνικό έργο. Ο σφιχτοκώλης άντρας (και η πολιτικώς ορθή γκόμενα) όχι. Συνεπώς, στην κλίμακα των αξιών ΔΕΝ είναι πάτος! Προσωπικά, ουδέποτε ξεχώρισα τις τσούλες από τις άλλες γυναίκες: τις αγαπώ εξίσου. Και πάντοτε είχα σε εκτίμηση τις αθλήτριες του έρωτα! (Δες).

δ. Ο Λίνεκερ απλά συμπαθής, αλλά σφιχτοκώλης φλεγματικός Άγγλος πως να το κάνουμε…Ο Ντιέγκο είναι αλήτης. Αλλά είναι αλήτης γιατί έτσι απλά είναι… Δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο. (Δες).

ε. Ο Σωκράτης φέτος (ειδικά) είναι σφιχτοκώλης με τις μεταγραφές. (Δες).

  1. α. einai poli sfixtokolis o poustis... (Δες).

β. Καλά άσε με να κοιμηθώ, γιατί το πρωί πρέπει να ξυπνήσω να γαμήσω τον Στηβ. Κι είναι και σφιχτοκώλης ο γαμιόλης. (Δες μήδι).

Στο 1.00 (από Khan, 26/11/10)Ο φιλόσοφος της υπευθυνότητας και του σφιχτοκωλισμού. (από Khan, 22/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωλάκιας είναι ο άντρας που γουστάρει περισσότερο τον κώλο στη γυναίκα, ενώ βυζάκιας αυτός που γουστάρει περισσότερο τα βυζάκια (ε ναι, αυτό το υποκοριστικό με έδωσε ήδη στεγνά, το ξέρω, αλλά δε μπορούσ' αλλιώς).

Λέγεται προφανώς για ετεροφυλόφιλους (ή άντε, αμφιφυλόφιλους) άντρες, αλλά ίσως και για ομοφυλόφιλες γυναίκες (δεν το ξέρω, ούτε και αν υπάρχει θηλυκός τύπος σ' αυτήν την περίπτωση).

Ο μέγας κοινωνιολογικός νόμος της διχοτόμησης εφαρμόζεται λοιπόν εδώ στο υπερπανίσχυρο φύλο. Και δεν πρόκειται βέβαια απλά για διάκριση σε τουρκόφιλους και ισπανόφιλους, αλλά για ζήτημα μεγάλου βάθους (ή όγκου, ανάλογα) που μπορεί να παρασύρει τον πιο πολλά βαρύ και όχι άντρα σε λυρικές ποιητικές εξάρσεις που θα ζήλευε κι' ο Λουντέμης, ή τον πιο σμπόκο κάγκουρα σε εμβριθείς αναλυτικές επιχειρηματολογίες που θα ζήλευε κι' ο Καστοριάδης, και όλα αυτά στα πλαίσια ενός αρχικού αντρικού δεσίματος ή ενός κατοπινού, με αμείωτη ένταση επανερχόμενου λάιτ μοτίφ, απ' αυτά που συχνά χαρακτηρίζουν τις αντρικές φιλίες.

Κάποιες αλήθειες για τους κωλάκηδες και τους βυζάκηδες:

  • Μπορεί να μην είσαι ούτε Πάοκ ούτε Άρης, ούτε Νουδού ούτε Πασόκ, ούτε κιθαρίστας ούτε ντράμερ, ούτε Μαντόνα ούτε Μάικολ Τζάκσον· αλλά είσαι είτε κωλάκιας είτε βυζάκιας.
  • Ο κολλητός σου ξέρει αν είσαι κωλάκιας ή βυζάκιας· η γκόμενά σου όχι απαραίτητα.
  • Ο σωστός κωλάκιας ξέρει τον καλό κώλο ακόμα κι' αν η γκόμενα στήνεται στα τέσσερα· ο σωστός βυζάκιας ξέρει τα καλά βυζάκια ακόμα κι' αν η γκόμενα ξαπλώνει τ' ανάσκελα.
  • Αν δεν είσαι ούτε κωλάκιας ούτε βυζάκιας είσαι αδερφή· αλλά όχι και αντίστροφα.
  1. Βυζάκηδες VS Κωλάκηδες...: Λοιπόν το προαιώνιο δίλημμα έρχεται να χτυπήσει την πόρτα και του αγαπητού μας φόρουμ! Το πράγμα είναι απλό. Ψηφίστε τι προτιμάτε περισσότερο, στήθος ή οπίσθια ΚΑΙ αιτιολογήστε! Χαζές επιλογές τύπου «και τα δύο» η «εγώ κοιτάω τον εσωτερικό της κόσμο» δεν υπάρχουν, κρίνονται απαράδεκτες και γενικά δεν μας απασχολούν. Γράψτε τις αλλού. Εδώ είναι καθαρά σαρκικού περιεχομένου θρεντ. (από φόρουμ)

  2. — Ποιά είναι η στάση που προτιμάτε στο σεξ;
    — Έχω την εντύπωση ότι για τους άντρες ισχύει το εξής: Αν είσαι βυζάκιας, από πάνω η γυναίκα. Αν είσαι κωλάκιας, στα 4. Αν είσαι μαλάκας, ιεραποστολικό.
    (από το μπουρδέλα τι βι)

(από patsis, 06/06/13)

Δες και Βυζιγότθοι και Οστρογόφοι. Ακόμη: μουνάκιας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη παραπέμπει σε κάποιον που, προσπαθώντας να κάτσει πάνω σε βελόνες, ανασηκώνεται συνέχεια, γιατί τον τσιμπούν και δεν μπορεί να καθίσει ήσυχα στη θέση του.

Άρα αποκαλώντας κάποιον κωλοβελόνη, αναφερόμαστε σε κάποιον:

  • Τσιγκούνη, σε κάποιον τσίπη που ανησυχεί συνεχώς και διακαώς για τη διαχείριση των εξόδων του. Αυτός είναι μόνιμα σφιγμένος και μαζεμένος, λες και τα νώτα του βάλλονται συνεχώς από βελόνες που τον τσιμπάνε θέλοντας να ανοίξουν τρύπες από τις οποίες θα αποδράσει το χρήμα του. Αισθάνεται πως τον κυνηγάει μονίμως το τέρας της σπατάλης, γι' αυτό κι αυτός δεν χαλαρώνει ποτέ, προσπαθώντας σε μόνιμη βάση να βρίσκει νέους τρόπους οικονομικής διαχείρισης. Κάνει το σκατό του παξιμάδι, αλλά όπου βρεθεί κι όπου σταθεί κοιτάει να μην πάει ούτε ένα λεπτό τού ευρώ ανεκμετάλλευτο. Έτσι ζει μιζερομίζερα και στερημένα, φυλακίζοντας τα θέλω του σε ακραίο βαθμό (βλ. παρ. 1).Σχετικά λήμματα: καβούρια έχει στις τσέπες - καβουράκιας, Σπαγκάϊ Λάμα, σπαγγοράμα, πυρετό να 'χει, δεν σου δίνει, μαντζίρης, καρφώνω τη δεκάρα στον τοίχο.
  • Πολύ νευρικό και τσιτωμένο άνθρωπο που μη μπορώντας να ηρεμήσει και να χαλαρώσει με τίποτα λόγω εσωτερικής αναστάτωσης, πετάγεται συχνά από τη θέση του, τρέχοντας πάνω κάτω, λες και χίλιες βελόνες τον τρυπούν, ωθώντας τον σε διαρκή κινητικότητα. Μπορεί να μιλάμε είτε για μόνιμη, είτε για συγκυριακή κατάσταση (π.χ: ένα πρόβλημα που έχει πάρει γιγάντιες διαστάσεις στο μυαλό του) (βλ. παρ. 2).

    Σημείωση: Για την ιστορία αξίζει να αναφερθεί πως η ονομασία Κωλοβελόνης αποδίδεται επίσης και σε τύπο καλικαντζάρου. Αυτός ο τύπος καλικάντζαρου είναι λεπτός, σουβλερός και ψηλός σα μακαρόνι και μπορεί να τρυπώνει απ’ τις κλειδαριές, αλλά κι απ’ τις τρύπες του κόσκινου... Λέμε τώρα Δες εδώ

  1. - Ρε τι κωλοβελόνης είναι αυτός;
    - Γιατί το λες;
    - Πήγε και έβγαλε από τον ηλεκτρικό πίνακα, άκουσον άκουσον, τα ενδεικτικά λαμπάκια, για να καταναλώνει λέει... λιγότερη ενέργεια. Τώρα σκέπτεται τι πατέντα να κάνει, ώστε τα νερά του μπάνιου να τροφοδοτούν το καζανάκι της τουαλέτας...
    - Μαζεύτε τον βρεεε!

  2. Στη δουλειά:
    - Ωπ... Πάλι έφυγε ο Πέτρου; Καλά τι κωλοβελόνης είναι ρε συ αυτός; Μα να μη μπορεί να κάτσει ήσυχος σε ένα σημείο; Λες και του βάζουν νέφτι στον κώλο... χα χα χα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχαίες φυλές, συγγενείς των Βησιγότθων και των Οστρογότθων αντίστοιχα, που αποσχίστηκαν από τις φυλές τους λόγω της αδιαφορίας τους για τα τσεκούρια και τους πολέμους και της παράφορης εμμονής τους για τα βυζιά και τους γοφούς (κώλους-μπούτια τα πάντα όλα) αντίστοιχα.

Έπειτα από την απόσχισή τους, καταλαβαίνετε ότι, λόγω της πολυγαμικότατης ζωής τους, αφιερώθηκαν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη στο αχαλίνωτο πήδημα και σαν φυλή αναμίχθηκε και χάθηκε. Τα γονίδιά τους όμως τα κληρονομήσαμε όλοι και σώζονται μέχρι σήμερα.

Για αυτό και χαρακτηρίζουμε σήμερα σαν Οστρογόφο κάποιον που αδιαφορεί γενικά για το μπούστο και τρελαίνεται με τις απανταχού μπουτοκωλάρες και, ανάλογα, Βυζιγότθο αυτόν που ξεφεύγει με τη θέα των βυζιών και συνήθως δεν μπορεί να κοιτάξει ποτέ μια βυζαρού στα μάτια όταν του μιλάει.

  1. - Τι θα έλεγες για μια ισπανική αγόραρέ μου;
    - Μπα είμαι ξερός Οστρογόφος, οπότε σκύψε και αρχίζω τη λίπανση.

  2. - Γεια τι κάνεις Μπάμπη;
    - Εεε, γνωριζόμαστε;
    - Ε, που να με θυμάσαι φατσικά, προχθές που μου μίλαγες για την ορειβασία μόνο τα βυζιά μου κοίταζες..
    - Σόρρυ, αλλά μπέρδευα τα όρη!

Δες και κωλάκιας, βυζάκιας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified