Further tags

Η αμοιβαία χειροκίνητη ευχαρίστηση μεταξύ αντρών με τα χέρια τους σε στάση χιαστί. Πιο απλά: τα παλικάρια βρίσκονται δίπλα καθιστοί και τα χέρια τους διασταυρώνονται κατά την χειράντληση σπέρματος που κάνει ο ένας στον άλλο.

Προφανώς από τις λέξεις σταυρός + μινάρω (μαλακίζω). Από Πατρινό την άκουσα.

- Νικολάκη, μιας και περιμένουμε εδώ τόση ώρα δίπλα, δεν αφήνουμε τα τυπικά να κάνουμε καμιά σταυρομιναριά, να γουστάρουμε, να περάσει και η ώρα;

(από Vrastaman, 29/01/10)ordo ad fratres faciendum - παρ\' ημίν αδελφοποίησις και πιο πρόσφατα μπρατίμια ή βλάμηδες. Οι Αρβανίτες εν Αχαΐα δεν σπανίζουν... (από HODJAS, 29/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  • [i]Ψωλή μου που 'σουν όμορφη κι' ήφτανες στο φεγγάρι και 'δα θωρώ τ'αρχίδια σου κ' ήκαμες μαξιλάρι.[/i]
  • [i]Ψωλή μου που 'σουν όμορφη και 'ποκαμάρωνα σε και 'δα στην τρύπα του μουνιού θωρώ σε και κοιμάσαι.[/i]
  • [i]Ψωλή μου που 'κανες τσαντίρι το σεντόνι και 'δα που σε χρειάζομαι σε πήραν οι δαιμόνοι.

[/i] Κρητικές χαρακτηριστικότατες μαντινάδες που αφιερώνονται σε όσους έχουν παροπλίσει το πέος τους και δεν μπορούν να εκτελέσουν τα σεξουαλικά τους καθήκοντα.

Δεν χρειάζεται, οι μαντινάδες μιλάνε από μόνες τους.

(από kounelos66, 12/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Γκάζι, γνωστό και ως Γκαζοχώρι, υπήρξε μια από τις πρώτες μπουδελογειτονιές στην Αθήνα της Μπελ Επόκ. Ωσεκτουτού, γκαζοχωρίτισσες αποκαλούσαν τις πουτάνες στην αθηνέζικη αργκό της εποχής.

- Το 1910 εγκαταστάθηκε εκεί η πλειονότητα των οίκων ανοχής με αποτέλεσμα η Γκαζοχωρίτισσα να καταστεί συνώνυμο της ιερόδουλης. Αν και κακόφημη συνοικία όμως, δεν παρουσίασε ποτέ υψηλά ποσοστά εγκληματικότητας.
(Αυγή)

- Με το όνομα «γκαζοχωρίτης» αποκαλείτο ο τακτικός θαμώνας των οίκων αυτών, ενώ «γκαζοχωρήτισσα» η κάθε ιερόδουλος που δούλευε εκεί.
(Βικούλα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρητικός ιδιωματισμός για τα κορίτσια της τρυφερής ηλικίας των 12-16. Στην ηλικία αυτή οι δροσερές νεαρές δεν έχουν αναπτύξει ακόμα τα δευτερογενή χαρακτηριστικά του φύλου (δηλαδή τα στήθη δεν έχουν αναπτυχθεί ακόμα σε μπαλκόνια και η λεκάνη διατηρεί ακόμα μία ίσια γραμμή) και ο σωματότυπός τους δεν διαφέρει και πολύ από τα αγόρια (κοπέλια) της ίδιας ηλικίας. Παρόλα ταύτα τα «τουρναράκια» αποτελούν μια ιδιαίτερα δημοφιλή κατηγορία στις «ατζέντες» των καμακιών, ιδιαίτερα αυτών που ακολουθούν το μότο: «Αν η γυναίκα βγάλει δόντια...».

Τα τουρναράκια έχουν επηρεάσει και τον κρητικό πολιτισμό, αφού έχουν γραφτεί τραγούδια -όπως το ομώνυμο «Τουρναράκια»- που εκθειάζουν το μεγαλείο τους...

[I]Τα κορίτσα σερνικά τα λένε τουρναράκια
και χορό τον είχανε τα ντελικανιδάκια
τουρναράκια τουρναράκια ντου και παλαμάκια...[/I]
(εδώ).

Ο Σήφης με τον Μανωλιό πίνουνε ρακές...
Σήφης: - Πάμε τ' απόγεμα για τουρναράκια;
Μανωλιός: - Κουζουλάθηκες μωρέ;; 30 χρονών μαντράχαλοι τουρναράκια θα κυνηγάμε; Θες να μας κλείσουν μέσα;; Και δεν πάμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μουνί, το μπουγαδοκόφινο. Κυρίως στη φράση «της μάνας σου ο μπουγαδοτρίφτης» (στην πυργιώτικη slang).

- Τι μουνάρα είσαι εσύ, μάνα μου!
- Της μάνας σου ο μπουγαδοτρίφτης, παλαιόπουστα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα καμπανοαπίδια είναι μια ποικιλία αχλαδιών που συναντά κανείς κυρίως στην Αρκαδία και στην Κυνουρία. Πρόκειται για μεγάλα σε μέγεθος αχλάδια, τα οποία σε πολλές περιοχές της Ελλάδος τα λένε και απίδια. Λόγω του σχήματός τους θυμίζουν καμπάνα.

Στις περιοχές αυτές ο όρος καμπανοαπίδια χρησιμοποιείται πολύ συχνά για να υπογραμμίσει το μέγεθος των αρχιδιών που διαθέτει κάποιος, το οποίο μέγεθος προκύπτει συνήθως όχι από την γνώση του από πρώτο χέρι, αλλά από τις πράξεις του του κατόχου των ...καμπανοαπιδιών.

- Ο Νώντας έχει κάτι καμπανοαπίδια ως απέναντι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πόρνη στα μικρασιάτικα. Από το τουρκικό fahişe, αραβικής ή περσικής προέλευσης.

- Αρίσταρχε, να σου εξηγήσω... δεν είναι αυτό που νομίζεις...
- Άι σικτίρ μωρή φαχισέ, που μου κάμνεις και τη μπιλμέμ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βιζιτού που θα σε επισκεφθεί στο ξενοδοχείο και θα σε τυλίξει ζεστά ζεστά σαν την κουβερτούλα.

Υπηρεσία που παρέχεται σε ξενοδοχεία γενικώς μεν, αλλά η Λαμία μάλλον έχει κοπυράι για την έκφραση.

- Έχει δωμάτιο για απόψε το βράδυ;
- Βεβαίως. Θα σας δώσω το 214, στον β' όροφο.
- Α πολύ καλά, ευχαριστώ.
- Θα χρειαστείτε μήπως κουβερτούλα;

Holiday Inn, Λονδίνο (από Vrastaman, 28/05/10)

βλ. και ξανθό παλτό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Πρόελευσις
Τοιαύτο ρήμα αποτελεί άλλη μία συνεισφοράν του ομολογουμένως θαυμαστού λεξιλογικού πλούτου της καθ' ημάς ωχράς φυλής, κοινώς των ταξιτζίδων (γνωστών και ως ταρίφων, ταξίστας, κτλ). Θεωρείται δε ότι η πρώτη χρήση υπήρξε από την πλέον συμπαθή τάξη των περιοδικώς μετακινούμενων κτηνοτρόφων, κοινώς βοσκών.

2. Ερμηνεία
Ρητώς τε και κατηγορηματικώς, όσον και απερίφραστως, ανασκέλωνω σημαίνει προβαίνω σε ερωτική συνεύρεσιν μετά συντρόφου, ήτοι πηδάω, μαμάω κτλ. Προέρχεται δε παρά των λέξεων «ανά», επίρρημα που δηλοί την έναρξιν ισχύος ή την επανάληψιν του ρήματος το οποίο αποτελεί δεύτερο συνθετικό της λέξεως, και το ρήμα «σκελώνω», ήτοι το άνοιγμα εν γωνία άνωθεν των 60 μοιρών αμφοτέρων των ποδών, ίνα ισχωρήσει πέοντας ετοιμοπόλεμος εν τω... «στόχο» (εάν και εφόσον με εννοείται, αγγλιστί if you know what I mean!). Το ρήμα ούτο, δίδει ιδιαίτερη σημασία εις το ενεργητικό μέρος της ερωτικής πράξεως καθώς δε και εις την... πολλαπλή προσβολή του «στόχου» παρά του πέοντος (η πολύτιμη συμβολή του επιρρήματος «ανά»). Σημασία δε δίδεται εις την συναινετική φύση του «σκελώματος», εν αρχικώ τουλάχιστον στάδιω. Ως ελέχθη, επαρατηρήθη και συστάθη εις λέξιν παρά την κάστα των βοσκών...

3. Χρήσεις-Εφαρμογαί εν τω Πεδίω
Χρησιμεύει δια την περιγραφήν ερωτικής πράξεως, παρελθούσης ή μελλοντικής (στα πλαίσια επιθυμίας), και σπανίως αναφέρεται εις έτερο άτομο εν είδη προσβολής ή απαιτήσεως. Επίσης, δεν χρησιμοποιείται εις ερώτηση σχετικά με το αν αρέσκεται έτερο άτομο εις ερωτικαί συνευρέσεις διότι η ανασκέλωσις πράττεται, ουχί λέγεται.

4. Μετά-έρευνα
Προτείνεται έρευνα σχετικά με τις χρήσεις του ρήματος από έτεραι κοινωνικαί τάξεις εκτός των προαναφερθεισών, στα πλαίσια περαιτέρω τεκμηριώσεως και η συλλογή αποτελεσμάτων.

5. Βιβλιογραφικαί Αναφοραί
Hyper Super Duper Καρά Specs εις ταρίφα αγνώστον λοιπών στοιχείων με προφορά Χατζηχρήστου. Οπότε, ούτω λήμμα αποτελεί ύμνο τω αγνώστω ταρίφα.

Μήτρουλας, εν καφενείω: «... και που λεsh τάshο μ', μι ρουτάει η άλλιε η γκουόμενα στου κλάμπι, τι κάνω τις ελεύθερες οώρεsh!»

Τάσους: «Ουιιιιιιιι!!!! Κι της απήντησ' ουρέεε;»

Μήτρουλας: «Άκου τι κάνω! Ανασκελώνω τιsh περίεργεsh, αυτό κάνουω!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξελιξίδι και κυρίως ξελιξίδια, στον πληθυντικό, είναι στην Κρήτη ένας μειωτικός γιαγιαδίστικος όρος για τα «σνακ» που λέγαμε παλιά, τα όσα τσιμπολογάμε εκτός κυρίων γευμάτων, αλμυρά (γαριδάκια, πατατάκια κ.λπ.) και ζαχαρώδη. Ξελιξίδια είναι αυτά που δεν πρέπει να τρως γιατί δεν θα φας το φαΐ σου.

Όμως η λέξη δεν πρέπει να είχε πάντα αυτόν τον μειωτικό τόνο, και λεγόταν γενικά τα σπιτικά κεράσματα και ειδικά τα κεράσματα της ρακής: γλυκά παξιμαδάκια, αστραγάλια, χλωρά ροβύθια, μη σας πω και χαρούπια. Οι γιαγιάδες μάλλον προσάρμοσαν τον όρο αυτό στα όσα καταστροφικά για την υγεία των εγγονιών και την τσέπη των ιδίων σκατολοΐδια άρχισαν να γίνονται αργά αλλά σταθερά διαθέσιμα και προσιτά τις μεταπολεμικές δεκαετίες.

Τα τελευταία χρόνια ο όρος γνωρίζει μια ακόμα σχετική διολίσθηση στην έννοιά του (και ένα ψιλοrevival με την απενοχοποίηση της χρήσης διαλεκτικών λέξεων): όσοι ακούγαμε μικροί να μας μαλώνουν γιατί τρώμε ούλη την ώρα ξελιξίδια, πλέον ονομάζουμε ξελιξίδια τα ψιψιψόνια, κυρίως τα συνοδευτικά του πχιοτού.

Ακόμα πιο πολύ διολισθαίνει η έννοια όταν αποκαλούμε ξελιξίδι τον πουτσομεζέ.

Ετυμολογία: από το «λιγώνομαι» = λαχταρώ κάτι μέχρι λιποθυμίας.

  1. Μπα, πράμα δε κάνει. Σα' τ'αχυρά 'ναι. Δε βρήκες άλλο πράμα να φας και 'συ; Μόνο ξελιξίδια τρως!

(από σχόλιο μιας γιαγιάς που δοκίμασε τη μηλόπιτα του εμπορίου που έτρωγε η εγγονή της).

  1. Άμε να του πεις να βάλει άλλο ένα ντίμπλι και να μας-ε γεμώσει ξελιξίδια... κι όι καρότα πε του, απού να μην του πω πράμα του ατζίγγανου.

  2. - Πάρε μου ρε τσιγάρα. Και πάρε και κανά ξελιξίδι...
    - Θα πάρω εκείνα τα πορτοκαλί τα τίμια...
    - Στο μυαλό μου είσαι...

  3. - Φίλε, η παγωτατζού είναι πολύ σωστή...
    - Έλα μωρέ με τα ξελιξίδια.. όσος είναι ο γρόθος μου είναι ο κώλος της. Δε βλέπεις τι κυκλοφορά ναούμ'...

βλ. και φαγουλάτα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified