Further tags

Η αμοιβαία χειροκίνητη ευχαρίστηση μεταξύ αντρών με τα χέρια τους σε στάση χιαστί. Πιο απλά: τα παλικάρια βρίσκονται δίπλα καθιστοί και τα χέρια τους διασταυρώνονται κατά την χειράντληση σπέρματος που κάνει ο ένας στον άλλο.

Προφανώς από τις λέξεις σταυρός + μινάρω (μαλακίζω). Από Πατρινό την άκουσα.

- Νικολάκη, μιας και περιμένουμε εδώ τόση ώρα δίπλα, δεν αφήνουμε τα τυπικά να κάνουμε καμιά σταυρομιναριά, να γουστάρουμε, να περάσει και η ώρα;

(από Vrastaman, 29/01/10)ordo ad fratres faciendum - παρ\' ημίν αδελφοποίησις και πιο πρόσφατα μπρατίμια ή βλάμηδες. Οι Αρβανίτες εν Αχαΐα δεν σπανίζουν... (από HODJAS, 29/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιωματικό συνώνυμο της κρεατόβεργας, απαντώμενο σχεδόν αποκλειστικά στην Κρήτη (προφανώς λόγω της παραδοσιακής μανιώδους ενασχόλησης με τα όπλα).

Αυτουσια χρήση του λημματος σε κρητική μαντινάδα:

Αφού δεν τη γουστάριζες την κρεατομπιστόλα,
γιάντα την εκανάκευες και την εφίληες κιόλα;

(από ΛυσίζωνΛαισποδίας, 29/01/10)(από ΛυσίζωνΛαισποδίας, 29/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταξάς: ο δικτάτωρ.
Μεταξά: το κονιάκ.
Με τα ξας; μού τα ξένεις; (Λαρισαϊκή έκφραση)

- Μη τα ξας, Μήτσομ’;
- Ναις, τούρας Γιάννομ’, τούρας! (βλαχοπουστηρλέδικος διάλογος)

Αποφοίτησε από τη στρατιωτική σχολή του Βερολίνου πρώτος στην κλάση του. (από allivegp, 04/01/10)Με τα ξας? (από Vrastaman, 05/01/10)Μεταξο-σκωληκας (από MXΣ, 07/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aν βγείτε έξω και περάσετε ένα δεκάλεπτο παρέα με Αλβανούς ή άτομα που κάνουν παρέα με Αλβανούς θα ακούσετε περίεργες λέξεις όπως «ταβέ» «πίδι» «κουρβ» και άλλα πολλά. Επειδή λοιπόν οι Ελληνικές βρισιές δε μας αρκούν είπαμε σαν λαός να κάνουμε λίγο τούτι-φρούτι το υβρεολόγιο μας προσθέτοντας βρισιές της γειτονικής χώρας. Παρακάτω αναγράφω τις ποιό δημοφιλείς βρισιές:

Ταβέ: Στο(ν) ακουμπάω (πολύ συχνά λέγεται ως απάντηση στο ναι, ε;, και;, ρε)
(Τε) Κίφσα: (Σου) γαμώ
Ροπ: Οικογένεια, το σόι
Μπιθ: ο κώλος
Κούρβ: η πουτάνα
Μότρεν: η αδερφή (προσοχή! όχι ο ομοφυλόφιλος!)
Πίτσκ(α): το μουνί
Πίδ(ι): και πάλι το μουνί
Λόκε: η πούτσα
Κοκ(ε): το κεφάλι (και οι δυο σημασίες)
Τόπε: το αρχίδι (τόπε τόπε ο παπαγάλος)
Κάρι: ο πούτσος (βάρι κάρι: κρέμασε το στο πούτσο σου: μη δίνεις σημασία)
Ταφούτ κόχι: δεν είμαι σίγουρος για την ακριβή σημασία της, πρέπει να έχει σχέση με το ταβε. Κλασσική απάντηση στο όχι (μάλλον όχι αυτό του Μεταξά.)
Μπόλε: η μπάλα, το αρχίδι
Τε ραφτ πίκα: να πέσει πάνω σου κατάρα
Τε ραφτ κανσέρι: να πάθεις καρκίνο (και όχι κασέρι)

[I]ΣΥΝΤΑΞΗ[/i]
(αφορά το τε κίφσα)
Η σύνταξη είναι πολύ απλή:
Τε κίφσα + (οτι θέλουμε να γαμήσουμε εκείνη τη στιγμή)
π.χ. - Τε κίφσα ροπ: γαμώ το σόι σου
- Τε κίφσα μπίθεν: γαμώ τον κώλο σου, κ.ο.κ

Αυτά είναι τα βασικά. Ενδέχεται να έχω κάνει αρκετά λάθη καθώς δε την ομιλώ την γλώσσα. Διορθώσεις δεκτές.

Δε χρειάζονται...

(από HODJAS, 09/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μουνὶ ποὺ χάσκει, στὴν Πατρινὴ διάλεκτο.

Κατὰ κυριολεξίαν, χάβαρα λέγονται οἱ ἀχιβάδες, γυαλιστερές, χτένια κλπ. Ὅταν τὰ χάβαρα εἶναι μισάνοικτα, προκαλοῦν πονηροὺς συνειρμοὺς εἰς τοὺς Πατρινούς.

Οἱ ἀξιολογικὲς καὶ ἠθικολογικὲς προεκτάσεις ποὺ δίδονται, λόγῳ τοῦ χαίνοντος, εἶναι προφανεῖς.

Ἡ λέξις, μὲ τὴ σλαγκική της ἔννοια, ἀπαντᾶται μόνο στὴ φρᾶσι τοῦ παραδείγματος. Τὸ μόνο στοιχεῖο ποὺ μπορεῖ νὰ ποικίλῃ εἶναι ὁ βαθμὸς συγγενείας αὐτοῦ, τοῦ ὁποίου τὸ χάβαρον ἐπικαλούμεθα. Ἄρρενες συγγενεῖς ἀποκλείονται· ἐξ ἀγχιστείας ἐπίσης.

- Πῶς πᾶς ἔτσι ρὲ μινάρα, θὰ μᾶς σκοτώσῃς;
- Τῆς μάνας σου τὸ χάβαρο, ρὲ κωλομίναρε!

(από panos1962, 23/11/09)Η λέξη "Gavaro" λέει, διαβάζεται ως "Χάβαρο" στα ολλανδικά. (από Galadriel, 24/11/09)(από Vrastaman, 24/11/09)

Βλ. επίσης μύδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξι τῆς Καστρινῆς διαλέκτου τῆς τοπολαλιᾶς τῶν Ἰωαννίνων, ποὺ σημαίνει μουνί, κατ' ἐπέκτασιν δὲ καὶ κοπέλλα, κορίτσι, γυναῖκα. Εἰδικῶς αὐτὴ ἡ λέξις τῆς Καστρινῆς ἔχει καὶ εὐρύτερη ἀπήχησι στὴν Ἥπειρο.

Ἐτυμολογικῶς, προκαλεῖ ἐντύπωσι ἡ ὁμοιότης μὲ τὴν πραγματικὰ «βαρειὰ» λέξι pachocho, ἡ ὁποία σημαίνει στὰ ἰταλικά, καὶ ἰδιαιτέρως στὴν τοπολαλιὰ τῆς Σαρδηνίας, προστυχόμουνο, βρωμόμουνο, παληόμουνο.

Ἡ Καστρινὴ διάλεκτος ὡμιλεῖτο ἐντὸς τοῦ περιβόλου τοῦ Κάστρου Ἰωαννίνων· ἀντιστοιχεῖ σὲ ἕνα εἶδος τοπικῆς κουτσαβακικῆς.

- Ψηλὸ πατchό, καμαρωτὸ χαράφ(λ)ωμα

Τουτέστιν:

- Ψηλὸ μουνί, καμαρωτὸ γαμῆσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρητική ιδιόλεκτος. Βαράω μαλακία.

Μας καύλωσε η Μαρία. Θα παίξω ένα γροθουλάκι απόψε για πάρτη της...

(από Jim Blondos, 17/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξι τῆς Καστρινῆς διαλέκτου τῆς τοπολαλιᾶς τῶν Ἰωαννίνων, ποὺ σημαίνει γαμάω. Ταυτόσημος, μὲ διαφορετικὴ ὅμως διάθεσι, ἡ περίφρασις «ντινέρω πιτχά».

Τὸ ἔτυμον ἀναζητεῖται.

Ἡ Καστρινὴ διάλεκτος ὡμιλεῖτο ἐντὸς τοῦ περιβόλου τοῦ Κάστρου Ἰωαννίνων· ἀντιστοιχεῖ σὲ ἕνα εἶδος τοπικῆς κουτσαβακικῆς.

Αὐθεντικὴ ἀτάκα· γυρνᾶμε ξημερώματα στὸ σπίτι Γιαννιώτη συμφοιτητοῦ γιὰ ὕπνο. Ἄθελά μας, ξυπνάμε τὸν Μίμη, τὸν ἀδελφό του. Ἐκεῖνος, μὲ τὸ ἕνα μάτι ἀνοικτὸ καὶ μὲ μισὸ στόμα μᾶς λέει:

- Χαραφλώσαταν ὠρέ, ἢ χαραφλωθήκαταν;

Τουτέστιν:
- Γαμήσατε ρέ, ἢ σᾶς γαμήσανε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στην ερωτική ορμή, στύση και καρποφορία εφήβων και νεαρών ανδρών οι οποίες είναι τόσο ισχυρές ώστε να μπορεί ο νεαρός επιβήτορας να κρατήσει τα μπόσικα με μια προπορευόμενη γαϊδούρα στον ανήφορο.

Αγαπημένη έκφραση παππούδων όταν αναπολούν την (πραγματική ή φανταστική) σεξουαλικότητα των νιάτων τους και όταν αναρωτιούνται για τους γιους η εγγονούς τους στην Ηλεία.

- Θα σε πάω στη Μαρία τη χορεύτρια να μου πει μετά αν γκαστρώνεις γαϊδούρα στον ανήφορο ή τζάμπα σου δίνω χαρτζιλίκι για σουβλάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παιδεραστής, στὸ Πατρινὸ ἰδίωμα.

Ἡ ἐτυμολογία προέρχεται κατὰ τὴ γνώμη μου ἀπὸ σύγχυσι: Αὐτὸς ποὺ «τρίβει» ἢ «τρίβεται» μὲ τὰ παιδιά, ἐνῷ κανονικὰ εἶναι αὐτὸς «παρὰ τῷ ὁποίῳ διατρίβουσιν οἱ παῖδες», δηλαδὴ ὁ παιδαγωγός.

Ὁ Πανίτσας ἀπ' τὰ Ταμπάχανα (πλατεία λαϊκῆς συνοικίας τῶν Πατρῶν) ἐνδιεφέρετο γιὰ τὴν θέσι τοῦ ἐπιστάτου στὸ σχολεῖο. Σχολιάζει λοιπὸν κάποιος:

- Μὰ μπίτι μινάρηδες εἴστενε μωρέ! Αὐτὸς εἶναι παιδοτρίβης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified