Ο πρωκτός, η κωλοτρυπίδα, η σούφρα.
- Δίνει ροδέλα; (δηλαδή: κάνει πρωκτικό έρωτα;)
Ο πρωκτός, η κωλοτρυπίδα, η σούφρα.
- Δίνει ροδέλα; (δηλαδή: κάνει πρωκτικό έρωτα;)
Got a better definition? Add it!
Το ντεκολτέ που φανερώνει πληθωρικό στήθος, το αντίθετο του αβυζαλέου.
Ενώ την είχαμε συνηθίσει με φόρμες και τζιν, στο πάρτι φορούσε ένα φοβερό φόρεμα με σκίσιμο από πίσω κι ένα ντεκολτέ... Βυζούβιος φίλε...
Got a better definition? Add it!
Το ανδρικό μόριο.
- Κοίτα Κική, περνάει ο πρώην σου ο Άγγελος... Βρε αυτός είναι στούμπος! - Κοντός είναι φιλενάδα, αλλά έχει ένα μπιρμπίλι...!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σκληρό σαν βράχος στήθος (κατά το βραχονησίδα).
- Καλό το γκομενάκι Νίκο...
- Καλά έχει μια βραχοβυζίδα, σκέτη Ίμια!
Got a better definition? Add it!
Η υπερβολικά άσχημη με μια δόση δυσωδίας.
Και να με πλήρωναν δεν θα πήγαινα μ' αυτή τη βρωμομούνα!
Βλ. και βρωμόμουνο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μικρό σε μήκος ανδρικό πέος.
Πού πάει μ' αυτή τη δαχτυλήθρα ο τρόμπας; Εμ δεν έχει, εμ απ' όξω τον έχει!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τα πολύ μικρό γυναικείο στήθος. Η λέξη αποτελείται από το γάτα + βυζιά -- βυζιά μικρά σαν της γάτας.
Τι φοράει αυτή το wonderbra; Ό,τι και να κάνει, γατόβυζα θα έχει...
Got a better definition? Add it!
Τα αρχίδια στην Κέρκυρα.
- Δεν την αντέχω άλλο, μού 'χει ζαλίσει τα κολομπόκια.
Got a better definition? Add it!
Πουνάνι (punany ή poonani) σημαίνει αιδοίο. Είναι λέξη Ινδικής προελεύσεως - απαντάται στην Κάμα Σούτρα - και είναι δημοφιλής στους κύκλους των μαύρων του LA και των Τζαμαικάνων του Λονδίνου.
"You only love me when you want punanι!" (Από άλμπουμ του Τόμμι Λη)
"Hear me now. Riiiiide the punany. Ride the punany" (Ali G)
Do you want to smell my poonani? (Ανωνύμου)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το αιδοίο (της γυναίκας ντε) στα καλιαρντά.
Βλέπε μούτζα.
Αυτοί οι στρέιτ, μη δουν μουτζό, από πίσω τρέχουν...
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!