Selected tags

Further tags

Συμβουλή άρρενος κηδεμόνος (πρωτοτυπικά πατρική) προς νεώτερο, σεξουαλικά ικανό (κατά την κρίση του πρώτου) άρρενα για την πριμοδότηση (χρονική και αξιολογική) της σεξουαλικής έναντι της συναισθηματικής επαφής με το έτερο φύλο.

Κατεξοχήν Κουλεκαφιώτικη, Παλαιο-Θεσσαλονικιώτικη ατάκα.

Γιος: - Γουστάρω την Όλγα απ'το σχολείο.
Μπαμπάς: - Γάμα τες μικρές, να σ'αγαπάν μεγάλες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Eκ του δόκιμου χριστιανικού ονόματος Χρυσόστομος.

Ιδίως σε συγκείμενα αναφοράς σε άτομο (ονόματι Χρυσόστομος) ιδίως αντιπαθές στον ομιλούντα - ο οποίος του βγάζει το «χρυσό» και του κολλάει μια «ψωλή» δίπλα στο «στόμα».

Αμφίσημο: δηλώνει τόσο το άτομο που τα στοματικά του παράγωγα (π.χ., ο λόγος, ανάσα) προσιδιάζουν σε ψωλή (α. λόγω τακτικού στοματικού έρωτα, πρβλ. το στόμα του βρωμάει πουτσίλα β. λόγω συχνής χρήσης υβρεολογίου πρβλ. 'κακό στόμα'), όσο και το άτομο του οποίου η στοματική κοιλότητα ανέκαθεν φέρει μία.

Άντε, πάλι έρχεται ο Ψωλόστομος, γαμώ πιά!

(από rigo21, 12/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ζιγκολό και ο πολύ καυλιάρης κατά κύριο λόγο. Αλλά τώρα πια έχει πάρει προεκτάσεις... Μπορεί να εννοεί ότι κάποιος κάνει πουστιές και γενικά μπορεί να αποτελέσει μια γενική και αόριστη βρισιά για κάποιον -συνήθως- μαλάκα.

Κλίνεται κατά το «τόρνος».

- Ποπο! Κοίτα τι κάνει εκεί ο πόρνος! Την πέφτει στη Λίλιαν μπροστά στο Μπάμπη το Λέουρα... Βρε θα του κόψει το λαρύγγι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά πούστικη συμπεριφορά, ανάρμοστο σεξουαλικό τσαλίμι, κραυγαλέα εκδήλωση ομοφυλοφιλίας. Συναντάται και μεταφορικά, ως ύπουλη ενέργεια, π.χ. «Κοίτα μη μου κάνεις κανένα πουστριλίκι, σε γάμησα», ή ακόμη και ως άγριο μπινελίκωμα: «Μ' άρχισε στα πουστριλίκια».

  1. Ήρθε κι ο Φιλήμωνας. Καλά, μιλάμε, να δεις πουστριλίκι η δικιά σου!

  2. -Γιατί δε ζητάς ένα ρεπό;
    -Τι λες, ρε συ, προχθές του ζήτησα μια ωρίτσα να πάω τη μάνα μου στο σταθμό και μ' άρχισε στα πουστριλίκια!

  3. Αν μου κάνεις πουστριλίκι, σε πήρε και σε σήκωσε!

Την άρχισε στα πουστριλίκια. (από panos1962, 15/11/09)Πουστριλίκια (από panos1962, 15/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξι τῆς Καστρινῆς διαλέκτου τῆς τοπολαλιᾶς τῶν Ἰωαννίνων, ποὺ σημαίνει γαμάω. Ταυτόσημος, μὲ διαφορετικὴ ὅμως διάθεσι, ἡ περίφρασις «ντινέρω πιτχά».

Τὸ ἔτυμον ἀναζητεῖται.

Ἡ Καστρινὴ διάλεκτος ὡμιλεῖτο ἐντὸς τοῦ περιβόλου τοῦ Κάστρου Ἰωαννίνων· ἀντιστοιχεῖ σὲ ἕνα εἶδος τοπικῆς κουτσαβακικῆς.

Αὐθεντικὴ ἀτάκα· γυρνᾶμε ξημερώματα στὸ σπίτι Γιαννιώτη συμφοιτητοῦ γιὰ ὕπνο. Ἄθελά μας, ξυπνάμε τὸν Μίμη, τὸν ἀδελφό του. Ἐκεῖνος, μὲ τὸ ἕνα μάτι ἀνοικτὸ καὶ μὲ μισὸ στόμα μᾶς λέει:

- Χαραφλώσαταν ὠρέ, ἢ χαραφλωθήκαταν;

Τουτέστιν:
- Γαμήσατε ρέ, ἢ σᾶς γαμήσανε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συγκεντρωτικά, ορισμένες από τις σλανγκ σημασίες του συμπαθούς γλυκού:

  1. Ο πούστης που αγαπά να τον παίρνει από τον κώλο, κατά λογοπαίγνιο με τις αγγλικές λέξεις back love ass, βλ. και condom in ass (Κοντομηνάς), bus in ass (Μπασινάς). (Vrastaman).

  2. Οι γραμμωμένοι κοιλιακοί (Johnny Black).

  3. To καπιτονέ μπουφάν (Electron).

  4. Το πλεχτό των διχτυών σε ποδόσφαιρο, μπάσκετ και άλλα αθλήματα (Electron).

  5. Και βέβαια ο ορισμός που δίνει ο Χότζας για την ρυμοτομία πόλης, με εντελώς ομοιόμορφα σχεδιασμένους παραλλήλους και καθέτους δρόμους.

Όταν έβγαλε τον μπακλαβά, διαπίστωσα ότι είχε έναν πολύ σέξι μπακλαβά, που με έβαλε σε πειρασμό μήπως πρέπει να το γυρίσω κι εγώ σε μπακλαβά. Άλλωστε με έχει κουράσει η μονοτονία του μπακλαβά και σκέφτομαι να δοκιμάσω την οθωμανική δόμηση, μήπως κόψω κι εγώ τον μπακλαβά στο πρωτάθλημα της σεξουαλικής ηδονjής.

Μπουφάν μπακλαβάς. (από Khan, 16/11/09)Κοιλιακοί μπακλαβάς (από Khan, 16/11/09)Δίχτυ μπακλαβάς (από Khan, 16/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Επιθετικός προσδιορισμός, περιγράφων τον έχοντα στραβή ψωλή. Στις πλείστες των περιπτώσεων, ο κάτοχος αυτής διαθέτει πλούσια τα ελέη. Σπανίως δε, το θέαμα μπορεί να είναι τόσο αποκρουστικό, προκαλώντας τον γέλωτα ή και την απαξίωση / περιφρόνηση από την/τον ερωτική/-ό σύντροφο κατά τη διάρκεια της συνουσίας ή της πεολειχίας. Ανατομικώς, διακρίνομε τις ακόλουθες διευθύνσεις / κατευθύνσεις:

  1. άνω (ψωλή κυπαρίσσι),
  2. κάτω (ψωλή βρύση),
  3. δεξιά (δεξιόστροφη),
  4. αριστερά (αριστερόστροφη).

Στις δύο δε τελευταίες περιπτώσεις, πιθανόν να συνοδεύεται κι από αντίστοιχες πολιτικές πεποιθήσεις του κατόχου.

- Ωραίο παιδί ο πρώην σου ο Γιώργος...
- Ναι, αλλά πολύ στραβοψώλης!
- Εεεε... Δεν πειράζει... Μερικές το προτιμούν στραβό!!

Συνώνυμο της ψωλής-βρύσης και η χαμηλοβλεπούτσα. Δες και -ψώλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(ουσ., θηλ.). Άκρως slang λέξη του θυμόσοφου ελληνικού λαού. Ανήκει στην ίδια οικογένεια με τις λέξεις ξινομούνα, φαρμακομούνα, αραχνομούνα, στρειδομούνα.

Συνήθως της προσδίδεται μεταφορική έννοια, για να περιγράψει το νευρικό (''πάλι έχω τα νεύρα μου σήμερα'') δύστροπο, απροσάρμοστο, ξινό, υπεράνω έως κι αντικοινωνικό θηλυκό.

Επίσης συχνά αναφέρεται σε μια κατά τα άλλα νορμάλ αλλά πολύ ντεκαβλέ (''ούτε με ξένο πούτσο δεν τη γαμούσα'') γκόμενα.

Εξαιρετικά σπάνια δε, συναντάμε τη λέξη με την κυριολεκτική της έννοια, ανεφερόμενη σε θηλυκά με αποκρουστικά τρισάθλιο μουνόγαλα.

- Τι μουνέτο είναι αυτή η Μαρία ρε συ!!
- Καλό ρε Νίκο δε λέω... Αλλά πολύ πικρομούνα από ό,τι λένε..
- Μακριά από μας........!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρητική ιδιόλεκτος. Βαράω μαλακία.

Μας καύλωσε η Μαρία. Θα παίξω ένα γροθουλάκι απόψε για πάρτη της...

(από Jim Blondos, 17/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τῦπος σκληροῦ καὶ ἀρενωποῦ κιναίδου.

πουστόμαγκας ἔχει ἀτυχῶς πλέον ἐξαφανισθῇ, διότι δὲν πρόλαβε νὰ ἐνταχθῇ σὲ κάποιο πρόγραμμα τύπου Natura κι ἔτσ᾿. Ἄλλαξαν οἱ κοινωνικὲς συνθῆκες, τὰ ἤθη κττ, καὶ δὲν παράγεται πιά.

Ἡ ἐτυμολόγησις ἀπὸ τὰ κοινὰ συνθετικὰ εἶναι προφανής.

Ἡ λέξις ἀνήκει εἰς τὴν καθομιλουμένη, στὴν κουτσαβακική, οὔ μιν ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν καλιαρντή. Ὁ σεβαστὸς Πετρόπουλος ἀναφέρει ὀρθῶς ὅτι ἡ λέξις «πούστης» καὶ παράγωγα ἀποφεύγεται συστηματικῶς ἀπὸ τοὺς κιναίδους, μὲ ἐξαίρεσι τὸ προκείμενο λῆμμα. Αὐτὸ εἶναι σωστό, ἀλλὰ σήμερα ὄχι πλέον ἀληθές: Στὰ νεώτερα χρόνια, καὶ ἰδίως μετὰ τὴν ἐπικράτησι τῆς, κατὰ τὴν γνώμη μου, ἀτυχοῦς λέξεως gay, οἱ κίναιδοι χρησιμοποιοῦν ὑβριστικῶς κατὰ κόρον τὴ λέξι πούστης, πουστιά κλπ, γιὰ νὰ δηλώσουν ὅ,τι καὶ κοινῶς ἐννοοῦμε, πλὴν τῆς κυριολεξίας.

Μερικὰ ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ πουστόμαγκα:

Δὲν μπενάβει (ὁμιλεῖ) τὴν καλιαρντή, παρ' ὅτι τὴν τζινάβει (ἀντιλαμβάνεται «ex officio»), διότι προτιμᾷ τὸ ὗφος τῆς κουτσαβακικῆς.

Δὲν ἀκκίζεται οὔτε φαιδρολογεῖ, ὅπως οἱ κοινὲς λοῦγκρες, διότι τὸ θεωρεῖ στοιχεῖο ἀδυναμίας, ὡς προσιδιάζον εἰς τὸ λεγόμενο «ἀσθενὲς φῦλον». Μία τοιούτη συμπεριφορὰ θὰ τοῦ χαλοῦσε τὸ σκηνικό. Στὸ πλαίσιο αὐτό, δὲν χορεύει ποτὲ ρομανὸ-κιλιμπέ (πουστοτσιφτέτελο), ἀλλὰ ζεϊμπέκικο (σὲ διάφορες ἐκδοχές), ἐνίοτε καὶ χασάπικο, ἀλλὰ μόνο μὲ ἄλλους πουστόμαγκες καὶ μάγκες, ἐνῷ οἱ «κόρες» τοῦ βαροῦν παλαμάκια.

Ἀβέλει ὁπωσδήποτε πακέττο, διότι αὐτὸ εἶναι τὸ κυριότερο μέσον προσκτήσεως κύρους στὸ σινάφι αὐτό. Ὅπως ἄλλωστε προσφυῶς ἔλεγε καὶ ἡ ἀείμνηστος Μαλβίνα: «Μόνο ἡ πούτσα μετράει». (Ἐμεῖς ὅλοι ξέρουμε βέβαια ὅτι μετρᾶνε καὶ τὰ μπελέ, ὅμως ἡ Μαλβίνα ἔτσι ἔλεγε).

Ὅταν δημιουργῇ σταθερὴ σχέσι μὲ ἄλλο, θηλυπρεπῆ κίναιδο, συνήθως τοῦ ἀβέλει ντοὺπ (κοινῶς τοῦ ρίχνει καὶ καμμιὰ ψιλή), ἐνίοτε δὲ τὸν ἐκδίδει καὶ σαφράνς τουζούρ (τοῦ τὰ μασάει σταθερά)· δημιουργεῖ δὲ καὶ σκληρὲς σκηνὲς ζηλοτυπίας, προκειμένου νὰ διευκολύνῃ τὶς πρὸς τὸν ἴδιον χρηματικὲς ροές. Σὲ κάποιες ἄλλες περιπτώσεις, εὑρισκόμενος σὲ ἰδιαίτερες στιγμές μὲ τὸ «ἕτερον ἥμισυ», τὸ σχῆμα «σκληρός-θηλυπρεπὴς» ἀντιστρέφεται· ὁ πουστόμαγκας γίνεται «γατοῦλα» καὶ τὸ ἀνάποδο, προκειμένου νὰ πραγματοποιηθοῦν SM φαντασιώσεις. Ἀλλὰ τὰ ἐν οἴκῳ μὴ ἐν δήμῳ...

Δὲν ἀρέσκεται σὲ κουσούμια (κουτσομπολιά), οὔτε σὲ μπερχαμάδες (καυγάδες), ὅπως οἱ συνήθεις κίναιδοι, ἐνίοτε ὅμως μπενάβει ἀνθυγιεινὰ (κατηγορεῖ, συκοφαντεῖ). Στὰ ἀλήθεια πλακώνεται μόνο γιὰ σοβαρὴ αἰτία, κυρίως ἂν ἀπειλῆται ἡ νομὴ τῶν θηλυπρεπῶν κορῶν (κιναίδων) ἐπιρροῆς του, ὁπότε μπορεῖ καὶ νὰ φαλτσετιάσῃ καὶ κανένα.

Εἶναι συνήθως περιποιημένος, καλοξυρισμένος καὶ φέρει σταθερῶς μύστακα, συνήθως τσιγγελωτόν (παγκροτσιγγελοχειλάς), τὸν ὁποῖον περιποιεῖται μὲ μουστακοδέτη καὶ μαντέκα. Ἐξ οὗ καὶ ἡ ρῆσις: «Τὸ μουστάκι εἶναι ὁ φερετζὲς τοῦ πούστη». Μύστακες τύπου «ποντικοουρά» ἢ «σκορπισμένη διαδήλωσι» εἶναι ὁπωσδήποτε ἀναξιοπρεπεῖς γιὰ τὸν πουστόμαγκα.

Καθ' ὅλα τἆλλα πρόκειται γιὰ κλασσικὴ παληόπουστα, ποὺ μπερδεύεται σὲ διαπροσωπικὰ καὶ σεξουαλικὰ ἐξουσιαστικὰ παίγνια. Ἡ περσόνα πουστόμαγκας ἐξυπηρετεῖ ἄριστα τὴν κατάστασι αὐτή.

Ὁ Βάγγος, ποὺ διαθέτει gaydar, λέει στὸ Μῆτσο:
- Πάρε μά (τι) κάτι λοῦ (γκρες), ρὲ Μητσά (ρα)! Πᾶ νὰ σπά λίγη πλά; Μπορεῖ νὰ κονό καὶ κανὰ ψιλό...
- Ἄσε ρὲ Βά (γγο), εἶναι πουστομά (γκες)· τοὺς δυὸ τοὺς ξέ ἀπ' τὸ μπὰρ τοῦ Τάκη, στὰ Πετραλώ. Δὲ θὰ καθαρί, ἐκτὸς κι ἂν τοὺς τὰ χώ, νὰ «πάρουμε» καμμιὰ δικιά τους κό (ττα).
- Ἄαασχετο: Καὶ τὸ Τάκης ἀπὸ ποῦ βγαί;
- Ἀπὸ τὸ Πουστάκης, ρὲ μαλά!

(από Jim Blondos, 18/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified