Selected tags

Further tags

Κουφογονατιάζω, στην κυριολεξία, σημαίνει ότι ξαφνικά εκεί που στεκόμουν στα πόδια μου, βρίσκομαι βιαίως (ή από κούραση, ή από άγνωστο λόγο) στα τέσσερα.

Ως σλανγκ της σλανγκός βέβαια, το ρήμα αναφέρεται σε αδυσώπητο σεξ, επιπέδου γερμανικής τσόντας του '80. Συνώνυμο δηλαδή, του «την έκοψα στα δύο» την γκόμενα. Σε τρίτο πρόσωπο σημαίνει ότι η γκόμενα μας έκοψε στα δύο από τις «χορευτικές» φιγούρες.

  1. - Πάμε για κανά ποτάκι;
    - Άσ' τα να πάνε ρε φίλο! Μετά από δέκα ώρες πάνω στη σκαλωσιά, με το που μπήκα στο σπίτι κουφογονάτιασα, και δεν με βλέπω ικανό να σηκωθώ.
    - Οκ, άλλη φορά.

  2. - Γιωργάκη, αδυνατισμένο σε βρίσκω..
    - Μπααααά, δε νομίζω, μια χαρά αισθάνομαι.
    - Ναι, γιατί δε λες, ότι η φοιτητριούλα σε κουφογονατιάζει κάθε βράδυ ρε; Ντροπή είναι; Είναι κομμένο το Γιωργάκη μας, γιατί κάνει υπερωρίες....

  3. - Καλά πήγε χθες ο αγώνας.
    - Μιλάμε ζωγράφισα... Την κουφογονάτιασα μετά από μισή ώρα με τα ακροβατικά μου! - Ίσα ρε γαμίκουλα των Καρπαθίων! Φυσικό ήταν. Αφού είχες να γαμήσεις από το μεσοπόλεμο... Απορώ αν έφυγε αρτιμελής η κοπέλα!
    - Αλήθεια, τώρα που το λες, σε μια στιγμή σκέφτηκα να έχω καβάτζα ένα ασθενοφόρο απ' έξω, αλλά τελικά άντεξε. Με τα χίλια ζόρια βέβαια. Τρεις κουβάδες νερό της έριξα για να συνέλθει...

(από electron, 21/11/09)(από electron, 21/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά πεθαίνω από έρωτα, λιώνω από κάβλα. Λεξιπλασία δικής μου έμπνευσης - έτσι πιστεύω τουλάστιχον - μέσα απ' τη ζωή βγαλμένη. Διακαής και επώδυνος πόθος, τον οποίο, λίγο πολύ, όλοι τον έχουμε γευτεί, όπως λέει και το σχετικό άσμα.

  1. - Πώς πας με τη Σούλα; Ακόμη καψούρης;
    - Μόνο καψούρης; Τη σκέφτομαι και καβλιώνω...

  2. - Είδα τον Αλέκο και μου φάνηκε λίγο χάλια. Τρέχει τίποτα;
    - Καψουρεύτηκε μια μαθήτριά του, ο μαλάκας. Καβλιώνει ο καημένος.

(από panos1962, 22/11/09)Καυλιώνει για την πάρτη του η γλυκιά μου... (από vikar, 02/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μουνὶ ποὺ χάσκει, στὴν Πατρινὴ διάλεκτο.

Κατὰ κυριολεξίαν, χάβαρα λέγονται οἱ ἀχιβάδες, γυαλιστερές, χτένια κλπ. Ὅταν τὰ χάβαρα εἶναι μισάνοικτα, προκαλοῦν πονηροὺς συνειρμοὺς εἰς τοὺς Πατρινούς.

Οἱ ἀξιολογικὲς καὶ ἠθικολογικὲς προεκτάσεις ποὺ δίδονται, λόγῳ τοῦ χαίνοντος, εἶναι προφανεῖς.

Ἡ λέξις, μὲ τὴ σλαγκική της ἔννοια, ἀπαντᾶται μόνο στὴ φρᾶσι τοῦ παραδείγματος. Τὸ μόνο στοιχεῖο ποὺ μπορεῖ νὰ ποικίλῃ εἶναι ὁ βαθμὸς συγγενείας αὐτοῦ, τοῦ ὁποίου τὸ χάβαρον ἐπικαλούμεθα. Ἄρρενες συγγενεῖς ἀποκλείονται· ἐξ ἀγχιστείας ἐπίσης.

- Πῶς πᾶς ἔτσι ρὲ μινάρα, θὰ μᾶς σκοτώσῃς;
- Τῆς μάνας σου τὸ χάβαρο, ρὲ κωλομίναρε!

(από panos1962, 23/11/09)Η λέξη "Gavaro" λέει, διαβάζεται ως "Χάβαρο" στα ολλανδικά. (από Galadriel, 24/11/09)(από Vrastaman, 24/11/09)

Βλ. επίσης μύδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφορά σε ανούσιες κινηματογραφικές ταινίες που, στερούμενες παντελώς περιεχομένου (πλοκής, σεναρίου, κάστ κλπ), πετάνε μέσα κι ένα ζωηρό φλερτ μπας κι ανάψουνε τα αίματα, «ρίχνοντας άδειες-να πιάσουν γεμάτες».

Ο Αργεντίνος Joaquin Lavando (ο γνωστός Quino) δια στόματος Μαφάλντα, έχει διατυπώσει σχετικά τον διάλογο με τον πατέρα της, που την ρώτησε τί βλέπει στην τηλεόραση κι αυτή απήντησε ότι έβλεπε έναν αγώνα. Όταν ο πατέρας της παρατήρησε ότι έβλεπε ταινία, η τελευταία επέμεινε, επεξηγώντας ότι παρακολουθούσε «τον αγώνα του σεναριογράφου να ξεφύγει από τα δίχτυα της ευφυΐας»...

Λόγω της απουσίας προορισμού και υπόθεσης, προ της (σοφτ εννοείται) ερωτικής συνεύρεσης, θυμίζουν τη λακωνικότητα των διαλόγων σε τσόντα π.χ.

(Το κουδούνι):
Ντλίνγκ-ντλόνγκ!
(Ο ψαράς):
- Έφερα κάτι ψάρια...
(Η τυχαίως ημίγυμνη κυρία):
- Μα δεν παραγγείλαμε ψάρια!
(Ο ψαράς):
- Θα-σε-γα-μή-σω!

(Και η συνέχεια επί της οθόνης)...

Για να μην πλατειάζουμε όμως με παραδείγματα, είναι απ’ αυτές που έχουν ένδειξη «Μη δείτε» στους ένθετους οδηγούς τηλεόρασης των κυριακάτικων εφημερίδων.

Acknowledgments: Από έμμεση ασίστ του electron στο Δ.Π.

- Τί βλέπεις; Έχει τίποτα καλό;
- Να, ένα αμερικάνικο...
- Περιπέτεια;
- Μπαααα... Υπόθεση γαμιόμαστε...
- Καλά, πάω για ύπνο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φακάτη (γκόμενα) = η γαμιστερή (και γαμάτη) η πολύ ωραία και επιθυμητή ([σλουρπ]...)

- Όλες οι φακάτες, στα πρωϊνάδικα μαζεύτηκαν.
- Μρρρρρρρ!

π.χ. (από spydel, 26/11/09)(από pvnrt, 26/11/09)

από το αγγλικό fuck

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαύρη πρόβλεψη, που προέρχεται από το γνωστό «θα πεις το ψωμί ψωμάκι», δηλαδή θα πεινάσεις. Αντίστοιχη έκφραση, «θα δεις το μουνί με το κυάλι» ή «με το μακαρόνι το νούμερο 6» (δηλ. μετά κόπου και από απόσταση).

Ομοίως, η έκφραση αναφέρεται σε επικείμενη πείνα (σεξουαλική) του δέκτου, της οποίας η διάρκεια παραμένει ακαθόριστη και οφείλεται σωρευτικώς ή διαζευκτικώς είτε σε εγκατάλειψή του από τη γκόμενα (ή το αντίστροφο) είτε σε ακαταδεξία του να πάρει κάνα μπάζο, να ξεχαρμανιάσει. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μπορεί να οφείλεται και σε γεγονότα εξωτερικά της θελήσεώς του ή του γυναικείου φύλου (π.χ. μάντρωμα σε φυλακή, γκαζάδικο, βασική εκπαίδευση κλπ).

Οπότε καλείται ο προς ών η έκφραση, να κάνει τα κουμάντα του (δηλ. ταχεία εξεύρεσις συντρόφου, ειδάλλως μια είναι η εναλλακτική-βλ. τραγουδάκι Λ. Κηλαηδόνη):

[i]«Υπάρχει και κάτι, που δίχως δραχμή
Μπορεί και σε φτιάχνει την ίδια στιγμή
Υπάρχει και κάτι που ήταν ήδη γνωστό
Προτού το τρομπόνι το πούνε πνευστό
Μην πεις ότι δεν ξέρεις για ποιο σου μιλώ
Και σ' όλους να ξέρεις, κάνει καλό!»[/i]

Εξ άλλου, το Υπουργείον Υγείας συνιστά και επισήμως σε ενημερωτικά φυλλάδια προς αποφυγήν της εξαπλώσεως σεξουαλικώς μεταδιδομένων νοσημάτων –μεταξύ άλλων– την «αποχήν» (με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό).

Εκτός πια κι αν τη γυρίσει τη φυλλάδα, (οπότε πάμε σε άλλο κεφάλαιο)...

Σχετικά με το αναγκαίο δίπολο ψωμί-μουνί, έχουν χυθεί ποταμοί μελάνης. Στο πρώτο χρωστάμε το ζην, στο δεύτερο το ευ ζην (κι ας λέει άλλα ο Κοτζάμ-Αλέκος).
Αρκεί να σημειωθεί οτι ο Διογένης ο Κυνικός μαλακιζόμενος δημοσία στην Αγορά υπό τα όμματα (και τα σκώμματα) των συμπολιτών του, έριξε ατάκα που έσβησε με μια διπλοκαμπανιά το Μαρξ και το Φρόυντ πριν ακόμα γεννηθούν: «Μακάρι να μπορούσαμε να τρίβαμε και την κοιλιά μας έτσι και να ψευτοχορταίναμε»...

Άλλωστε ο σοφός ιταλικός λαός δεν ξεχωρίζει τις δυο (βασικότατες) ανάγκες, θυμοσοφώντας με καημό: Si lavora-si fatica, per la panza e per la fica (=πρέπει να το πολεμήσεις, για να φας και να γαμήσεις)! Λένε επίσης για το κέντρο της δημιουργίας: Cinque minuti per uscirci – una vita intera per rientrarci (=πέντε λεπτά να βγεις – μια ολόκληρη ζωή να παλεύεις να ξαναμπείς)...

Αντίδοτο, εκ μέρους του εκ πεποιθήσεως ή εκ περιστάσεως σολοντάπη (=μαλακία στα βαθιά ελληνικά), η χιουμοριστική φράση: «Εγώ την γυναίκα των ονείρων μου, την έχω στο χέρι». Αν σκαμπάζει κι από οικονομικούς όρους, ο συμπαθής μαλάκας μας, σε περίπτωση σεμνής υποδείξεως από φίλο του να κάνει τα στραβά μάτια και να πηδήξει κάνα ευκολάκι να ξεθολώσει, μπορεί να ισχυρισθεί ευθαρσώς, ως άλλος Βαρβαρέσσος: «Δεδομένης της κρίσεως, από την υποτίμησιν (των κριτηρίων) προτιμώ τον εσωτερικόν δανεισμόν!» που συνοδεύεται από ταυτόχρονη σχετική χειρονομία ανεβοκατεβάσματος της κλειστής γροθιάς του.

Βέβαια, υφίσταται και αντεπιχείρημα, αφού κάτι λέει ο John Meynard Keynes περί «σκληρού νομίσματος», «διολισθήσεως» και άλλα τέτοια, αλλά άμα ο άλλος δεν ακούει...

Εις την ανεκτικήν κοινωνία μας, υπάρχει χώρος και για τον ιδεολήπτη μαλάκα, αφού κι ο «όλα τα σφάζω» (αγγλ. fuck anything with a pulse), μπορεί να καταστεί καταγέλαστος λόγω των επιλογών του.

Παρ' όλα αυτά, οι Εγκλέζοι λεν «once a malakas always a malakas», το οποίο μονιμοποιείται κατ' επετηρίδα σε «a malakas at 40 is a malakas for ever»!

  1. — Τί έγινε με τη Τζένη ρε, πλακωθήκατε έμαθα;
    — Άστηνε να φύγει, τη μαλάκω...
    — Κρίμα κι ήταν ωραίο μωρό... Και πώς θα τη βγάλεις τώρα ρε συ; Με σουηδική γυμναστική;
    — Ναι ρε, να δώ και τον κόπο μου!
    — Να σου γνωρίσω την Καιτούλα; Μια χαρά κοπέλα...
    — Ποιά ρε; Εκείνο το πατζούρι; Να μένει το βύσσινο!
    — Ρε θα πείς το μουνί μουνάκι ρεεεεε!
    — Ας το πώ!
    — Ε, τί να σου πώ; Κάτσε βγάλε ρόζους τότε...

  2. (Μεταγωγών):
    — Γιατί τόσο μινόρε, αν επιτρέπεται;
    — Μου ρίξανε του Χριστού τα χρόνια οι πούστηδες!
    — Τί έκανες ρε φίλε;
    — Αδίκημα...
    — Θα κάνεις έφεση, νταγιάντα!
    — Εφετείο ήτανε! Άσε, θα πώ το μουνί μουνάκι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἐπίμηκες ἀντικείμενο, καρφί, κυρίως ὅμως καβλί.

Ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὴν τουρκικὴ λέξι çivi, ποὺ σημαίνει καρφί, ἐπίμηκες ἀντικείμενο, κυρίως μυτερό.

(Ὁ Δ/κτης ἔχει ρίξει φυλακὴ στὸν Καραμῆτρο)
- Μαλάκα, ἀφοῦ ἐσύ ἔφταιγες, γιατί δὲν τὸ εἶπες;
- Γιὰ νὰ φάῃ τὸ τσιβὶ ἄλλος ρὲ μαλάκα!

Το παραδοσιακό... (από joe909, 03/08/11)...και το αμερικλάνικο. (από joe909, 03/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός ο οποίος απευθύνεται σε θηλυκό (συνήθως 16 και άνω χωρίς άνω φράγμα), ο οποίος υποδηλώνει ακόρεστη επιθυμία για σεξουαλικές περιπτύξεις οποιασδήποτε μορφής, αρκεί αυτές να καταλήγουν σε επαφή με τον πούτσο.

Από μικρή ήταν καλό ξεκωλάκι, αλλά τώρα που ξεπετάχτηκε έγινε μια λαχταροψώλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωλάκιας είναι ο άντρας που γουστάρει περισσότερο τον κώλο στη γυναίκα, ενώ βυζάκιας αυτός που γουστάρει περισσότερο τα βυζάκια (ε ναι, αυτό το υποκοριστικό με έδωσε ήδη στεγνά, το ξέρω, αλλά δε μπορούσ' αλλιώς).

Λέγεται προφανώς για ετεροφυλόφιλους (ή άντε, αμφιφυλόφιλους) άντρες, αλλά ίσως και για ομοφυλόφιλες γυναίκες (δεν το ξέρω, ούτε και αν υπάρχει θηλυκός τύπος σ' αυτήν την περίπτωση).

Ο μέγας κοινωνιολογικός νόμος της διχοτόμησης εφαρμόζεται λοιπόν εδώ στο υπερπανίσχυρο φύλο. Και δεν πρόκειται βέβαια απλά για διάκριση σε τουρκόφιλους και ισπανόφιλους, αλλά για ζήτημα μεγάλου βάθους (ή όγκου, ανάλογα) που μπορεί να παρασύρει τον πιο πολλά βαρύ και όχι άντρα σε λυρικές ποιητικές εξάρσεις που θα ζήλευε κι' ο Λουντέμης, ή τον πιο σμπόκο κάγκουρα σε εμβριθείς αναλυτικές επιχειρηματολογίες που θα ζήλευε κι' ο Καστοριάδης, και όλα αυτά στα πλαίσια ενός αρχικού αντρικού δεσίματος ή ενός κατοπινού, με αμείωτη ένταση επανερχόμενου λάιτ μοτίφ, απ' αυτά που συχνά χαρακτηρίζουν τις αντρικές φιλίες.

Κάποιες αλήθειες για τους κωλάκηδες και τους βυζάκηδες:

  • Μπορεί να μην είσαι ούτε Πάοκ ούτε Άρης, ούτε Νουδού ούτε Πασόκ, ούτε κιθαρίστας ούτε ντράμερ, ούτε Μαντόνα ούτε Μάικολ Τζάκσον· αλλά είσαι είτε κωλάκιας είτε βυζάκιας.
  • Ο κολλητός σου ξέρει αν είσαι κωλάκιας ή βυζάκιας· η γκόμενά σου όχι απαραίτητα.
  • Ο σωστός κωλάκιας ξέρει τον καλό κώλο ακόμα κι' αν η γκόμενα στήνεται στα τέσσερα· ο σωστός βυζάκιας ξέρει τα καλά βυζάκια ακόμα κι' αν η γκόμενα ξαπλώνει τ' ανάσκελα.
  • Αν δεν είσαι ούτε κωλάκιας ούτε βυζάκιας είσαι αδερφή· αλλά όχι και αντίστροφα.
  1. Βυζάκηδες VS Κωλάκηδες...: Λοιπόν το προαιώνιο δίλημμα έρχεται να χτυπήσει την πόρτα και του αγαπητού μας φόρουμ! Το πράγμα είναι απλό. Ψηφίστε τι προτιμάτε περισσότερο, στήθος ή οπίσθια ΚΑΙ αιτιολογήστε! Χαζές επιλογές τύπου «και τα δύο» η «εγώ κοιτάω τον εσωτερικό της κόσμο» δεν υπάρχουν, κρίνονται απαράδεκτες και γενικά δεν μας απασχολούν. Γράψτε τις αλλού. Εδώ είναι καθαρά σαρκικού περιεχομένου θρεντ. (από φόρουμ)

  2. — Ποιά είναι η στάση που προτιμάτε στο σεξ;
    — Έχω την εντύπωση ότι για τους άντρες ισχύει το εξής: Αν είσαι βυζάκιας, από πάνω η γυναίκα. Αν είσαι κωλάκιας, στα 4. Αν είσαι μαλάκας, ιεραποστολικό.
    (από το μπουρδέλα τι βι)

(από patsis, 06/06/13)

Δες και Βυζιγότθοι και Οστρογόφοι. Ακόμη: μουνάκιας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός έκφυλης, τρυφηλής γυναίκας. Γυναίκα, έρμαιο του σεξουαλικού πάθους, δέσμια της μανίας της για ερωτικές απολαύσεις και ξεσκίσματα γενικότερα. Πουτάνα, όχι κατ' επάγγελμα.

  1. - Την είδες την καινούρια; Τι μουνί, Θεέ μου!
    - Αυτή είναι ζήτω ο πούτσος. Θα μας φάει.

  2. Ήρθε μια το πρωί να πληρώσει, ζήτω ο πούτσος! Ακόμη τον παίζω

Ζήτω ο πούτσος! (από panos1962, 29/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified