Selected tags

Further tags

Είναι αδερφή.

Είμαι σίγουρη οτι το γυαλίζει το πόμολο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πράξη του να κάνεις γαργάρα με τα φλόκια του εραστή σου μετά το πέρας του στοματικού σεξ, μια πρακτική μερικά κλικ πιο κίνκι από την απλή κατάποση και πουτσοστράγγιγμα της νοικοκυράς.

Χρησιμοποιείται περισσότερο συνεκδοχικά για να χαρακτηρίσει πρόσωπο που υποτίθεται ότι επιδίδεται στην πρακτική αυτή όντας κοπέλα τελειωμένη, και μάλιστα λιγότερο γυναίκα, και κυρίως φετινό γκέι. Γενικότερα χρησιμοποιείται ως ύβρη. Συχνότερα στο αρσενικό σπερματογαργάρας, ο.

  1. tis manas sou to mouni paliokarioli spermatogargara pou tha miliseis esy gia tin thessaloniki kai ton paok.paliopousti gamimene (ΠΑΟΚ είναι εδώ)

  2. sa pi8ikos einai o kariolhs o antras hahahahh! h palio spermatompoukostra, sifilokolos, arxidozalistras, spermatogargaras, kai de 3erw ti allo... 8a tou skasw ena poutsoskampilo me to kavli mou kai 8a ton kanw 100.000 zhmia...
    (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται σε περιπτώσεις ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης, όταν υποτίθεται ότι το ζευγάρι έπαιρνε προφυλάξεις, αλλά παρά τον Όλαφ κάποιο θεληματικό σπερματοζωάριο την είδε Μαγκάιβερ, κατάφερε να υπερβεί προφυλάξεις, αντισυλλήψεις και ταλιμπάν και μέσα από φοβερές μαγκαϊβεριές να φτάσει τελικά στον αντικειμενικό του προορισμό (υπάρχει βέβαια πάντοτε και η υποψία του foul play (τ. 24 κερατίων, «άγονες μέρες») ή της απλής ανθρώπινης μαλακίας (τ. «μα είχα τραβηχτεί, δεν είχα;», «Troyan ήταν αυτό ή Δούρειος Ίππος;»)). Μαγκάιβερ είναι, λοιπόν, αυτό, το τιμημένο το σπερματοζωάριο, καθώς και το διάδοχο σχήμα, το παιδί. Πρόκειται για αυτονομημένη ατάκα από ένα ψιλοκρύο ανέκδοτο των ογδόνταζ σχετικά με τον διάσημο μαστροχαλαστή ήρωα τηλεοπτικής σειράς, για το οποίο βλ. το χανκοσχόλιο του άλλου ορισμού.

- Πώς τα πάτε με την Πιπίτσα ρε Μπάμπη;
- Άσ' τα να πάνε, μου ανακοίνωσε ότι περιμένει παιδί...
- Μα εσύ δεν μου είχες πει ότι δεν ήθελες παιδί; Είναι σίγουρα δικό σου; Γιατί ακούγονται διάφορα...
- Τι να σου πω; Πάντως αν είναι δικό μου, θα το ονομάσω Μαγκάιβερ...

(από Khan, 28/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για έκφραση που λέγεται κατά την θέαση απόκρυφων σημείων, κυρίως από τη μέση και κάτω (όπου εκδηλώνεται και μεγαλύτερο ενδιαφέρον) και λιγότερο από τη μέση και πάνω.

Η έκφραση προκύπτει, όχι από το ότι τα προς θέαση σημεία είναι για φωτογραφία, αλλά πιθανότατα από το γεγονός ότι κατά την θέαση τον συγκεκριμένων σημείων, ο θεατής, πέραν του ότι τα κοιτάει απευθείας, έχει και ένα γλυκό χαμόγελο έκπληξης και ευτυχίας, όπως συμβαίνει συνήθως σε μια φωτογράφιση.

Αν και η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται αρκετά και από το γυναικείο φύλο, έχει γίνει ευρύτερα γνωστή από την συστηματική χρήση των αντρών.

Σημείωση: ως απόκρυφα σημεία θεωρούνται τα σημεία του σώματος εκείνα τα οποία διεγείρουν και διεγείρονται κατά την γενετήσια πράξη και που, στην καθημερινότητα, δεν είναι άμεσα ορατά. Έτσι, απόκρυφο σημείο δεν μπορεί να θεωρηθεί, για παράδειγμα, το αυτί, όσο και αν αυτό, στην ευγενή ομάδα των φετιχιστών, μπορεί να διεγείρει σεξουαλικά.

- ...και εκεί που έχω χωθεί κάτω απ' τ' αμάξι να πιάσω ένα παπαράκι, περνάει η γκόμενα από πάνω μου!
- Και;... τα είδες όλα;
- Όχι τα μισά! Ρε, με φωτογράφισε κανονικά σε λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που περιγράφει γλαφυρά και μεταφορικά, αλλά με αδιαφιλονίκητο πραγματισμό, την πανίσχυρη, ασυναγώνιστη και ακατανίκητη επίδραση και επιρροή μιάς και μόνο, έστω, απλής, αδύναμης η ακόμα και ασήμαντης εκπροσώπου του γυναικείου φύλου πάνω στις αποφάσεις και έργα ολόκληρου συλλήβδην του παντοδύναμου ανδρικού πληθυσμού.

Συμπληρώνεται και από το «είδες καράβι στο βουνό; μουνί το έχει σύρει» που ισοδυναμεί με το γαλλικό «cherchez la femme»

- Πω πω! για πάρτη της κόντεψαν να σφαχτούν και τα 3 αδέλφια μεταξύ τους.
-Εμ, τι περίμενες; Τρίχα απο μουνί τραβάει καράβι.

(από iwn, 18/10/10)μουνί τραβάει καράβι (από iwn, 06/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ουρδίλα είναι τα προσπερματικά υγρά, κάπου εκεί λίγο πριν αφήσεις τους απογόνους, ανάλογα με την περίσταση, στο στόμα της, στην πλάτη της, στο τρίχωμα του σκύλου σου ή οπουδήποτε σού κάνει κέφι.

Είναι προφανές ότι η ουρδίλα με τα χύσια αποτελούν ενιαία πράξη (κατά τα διδάγματα του ποινικού δικαίου), μη δυνάμενων να αποτελέσουν ξεχωριστή οντότητα.

Μεταφορικά, χρησιμοποιείται για να δηλώσει τόσο το πρόωρο όσο και το πρώιμο.

1)- Τί έγινε ψηλέμου, γιατί σε βλέπω τόσο αγχωμένο σήμερα;
- Τί να σε λέω κολλητέ μου, πήδηξα το Τζενάκι χθες στεγνά μόνο με σάλιο και νομίζω ότι μου έφυγε λίγη ουρδίλα μέσα...

2) Πού πάω ο πούστης αξημέρωτα με την ουρδίλα για δουλειά... Πιο καλυτερότερα θα ήταν να με ταΐζει η μαμά μέχρι τα πενήντα μου και βλέπουμε...

Σύγκρινε με ούρδα, ουρδεσάνς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πούτσα μεγάλη και βρώμικη ενός μπρουτάλ ωμοσέξουαλ (ίσως και χοντρού, ο οποίος όμως βλέπει τον πούτσο του!), με όλες τις δυνατές μεταφορές και μετωνυμίες.

Ο όρος έγινε δημοφιλής από τον ράπερ Μικρό Νjικόλα και τους στίχους: «τσίμπα το γουρουνοπούτσι του Νjικόλα του τρελού. Θέλεις το καυλjί του αλλουνού, δεν πειράζει, ίδιο είναι και αυτού» (βλ. το βιντεάκι).

Ανοίγονται, βέβαια, τα ερωτήματα πόσα εκατοστά μπορεί να είναι το γουρουνοπούτσι ενός ενδεκάχρονου, πόσο περήφανοι είναι οι γονjείς του μικρού Νjικόλα (αλλά και ο παπάς του άι Νjικόλα) για τον λεβέντη τους. Όλα τα λεφτά, ωστόσο, είναι ο προβληματισμός του άσματος για την φύση της επιθυμίας, που επιζητεί πάντα τον φαλλό του Άλλου, ενώ κατά βάση «ίδιος είναι και αυτού». Ο γούγλης δίνει λίγα χτυπήματα, στην συντριπτική τους πλειοψηφία αναφερόμενα στον μικρό Νjικόλα, ενώ και όσα δεν αναφέρονται διατηρούν την έκφραση τσίμπα το γουρουνοπούτσι.

Έμμεση πάσα: Τζήζας.

τσιμπησαμε το γουρουνοπουτσι. Λογικό. Δεν έπαιξαν Σχορτσανίτης - Μπουρούσης. δε νομιζω να εκαναν τη διαφορα. Δε λέω ότι θα νικάγαμε αν έπαιζαν (εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Σούλι είναι περιοχή της Ηπείρου όπου το νερό δεν ευρίσκεται σε ικανοποιητική επάρκεια. Ο επιθετικός προσδιορισμός “Σουλιώτικο” λοιπόν, εν προκειμένω, δεν υποδηλώνει τόσο γεωγραφικό ή τοπικό προσδιορισμό, ούτε ενέχει κάποια εθνικοπατριωτική σημασία, όσο εννοεί την έλλειψη υγρής τριβής μεταξύ δυο η περισσότερων τριβομένων επιφανειών.

Κατά συνέπεια, όπως ορθώς θα έχετε αντιληφθεί, ως σουλιώτικη χαρακτηρίζεται η στεγνή, ξηρά, άνευ σιέλου ή έτερου λιπαντικού σεξουαλική συνεύρεση, η οποία και συνοδεύεται αναπόφευκτα και με έντονη αίσθηση άλγους.

Κατ' αντιστοιχία αναφέρεται και το «σουλιώτικο ξύρισμα» που πραγματοποιείται όχι μόνον απουσία αφρού ξυρίσματος, αλλά και με την ολοσχερή έλλειψη ή άνευ χρήσης του απλού ύδατος.

- Την έστρωσα κάτω και της έκανα ένα γαμήσι ...σουλιώτικο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αιδοίο το οποίο από τη συχνή και επίπονη διείσδυση από ανδρικά μόρια έχει χάσει το σφρίγος και έχει κρεμάσει. Δηλαδή με λίγα λόγια όταν ένα αιδοίο ξεχειλώνει.

Πω ρε Αγησίλαε. Τη θυμάσαι εκείνη τη σαραντάρα που γνώρισα τις προάλλες; Ε, μάπα το καρπούζι. Για να μη στα πολυλογώ το μουνί της ρε φίλε ήταν μπριζολιασμένο και σιχάθηκε η ψυχούλα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως μια σημαντική υποπερίπτωση της «τελειότητας μιας κατάστασης», που αναφέρει ο άλλος ορισμός, τολμώ να είπω ότι, ως πιπίλα, χαρακτηρίζεται και το στοματικό σεξ. Συναφώς, στην σεξοσλάνγκ, χαρακτηρίζεται ως πιπίλα και ο πέοντας, που υποκαθιστά την δόκιμη πιπίλα, ή την θηλή (ας πούμε και καμιά γιαλομαλακία να περάσει η ώρα), όπως και ο πιπιλογαμούλης / πιπίλας γκέουλας που επιδίδεται στην εν λόγω πρακτική, φρανγκρεκιστί γνωστή ως σουσέλ.

Ευρύτερα στην σεξοσλάνγκ, πιπίλα είναι το οποιοδήποτε πιπίλισμα, οπότε μπορεί να λεχθεί και για άντρα που πιπιλίζει βυζιά, κλειτορίδες κ.ο.κ. Αφήνω σε ειδικότερους γιαλομολάγνους τον ψυχαναλυτικό συσχετισμό ανάμεσα στην πιπιλοκατάστα, που αναφέρει ο άλλος ορισμός, το στοματικό στάδιο ανάπτυξης κατά την ψυχανάλα, την καθήλωση σε αυτό, την επικοινωνία βρέφους και μητρικού μαστού ως απωλεσθέντα πιπιλοπαράδεισο κ.ο.κ.

Τώρα πού 'ρθαμε στην βίλα, έλα κάνε μου πιπίλα.
Αθάνατη γκουσγκουνοατάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified