Selected tags

Further tags

Έγινε το μοντάρισμα, μια χαρά πήγε η συγκόλληση, κοινώς εκπληρώθηκε η φορτωτική. Λέγεται συνθηματικά για να επιβεβαιώσει ο ομιλών ότι πήδηξε.

Τόπος καταγωγής της φράσης η Λακωνία. Μπάκακας είναι ο γυρίνος και λούμπα, ο λάκκος με το νερό.

Η: Πως πήγε χθες με την Κωνσταντίνα;
Γ: Μια χαρά.
Η: Μπήκε ο μπάκακας στη λούμπα -σα να λέμε...
Γ: Όχι ακόμα, είναι σεμνό κορίτσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μερικές ακόμη μεταφορικές σημασίες:

  1. Γυναικείος σωματότυπος με μεγάλη περιφέρεια, που με λίγη φαντασία θυμίζει κανάτα. Αντώνυμα: κλεψύδρα, κλεψυδρομούνα, μπουκαλομούνα κ.ά.

  2. Αλλιώς η χυσοκανάτα, δηλαδή σεξιστικός χαρακτηρισμός για μια γυναίκα που είναι παρτόλα, χυσοκαταπίνοβα και χρησιμοποιείται ως σκεύος ηδονjής.

  3. Στο ιδίωμα των κοινωνιολόγων είναι η κοινωνία-στάμνα, που έχει μεγάλη μεσαία τάξη (αγαπάμε).

  1. Για να βλέπεις όλες τις κανάτες να γυρίζουν σπίτι μάλλον σχόλασε η εκκλησία. (Από αυτηκοΐα)

  2. Ντάξει ψιλομπαζάκι η Ασπασία, αλλά μεγάλη κανάτα. Μου έλεγε κάτι σκηνικά από τα Κουφονήσια ο Γιώργος μόνο κώλο.

Got a better definition? Add it!

Published

Το γνωστό ζογκλεριστίκο ματζαφλάρι, αυτή την φορά υπό την έννοια της ατυχίας, ολοκληρωτικής αποτυχίας, γαμησιού.

  1. - Πώς πήγε εχθές η μπάλα;
    - Άσε ρε φίλε φάγαμε πόι...

  2. - Τηνε γάμησες χθες;
    - Ρίξαμε κάνα δυό πόι.

(από kloufo, 06/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερωτικό κάλεσμα αντρών προς μέλη του αντίθετου φύλου(αλλά μουνάρες) με σκοπό την αρχειοθέτηση των χαρακτηριστικών τους στην μνήμη(για υλικο στην μαλακία), ειδοποίηση των υπολοίπων μελών της αντροπαρέας για την ύπαρξη του εν λόγω θηλυκού και την έκφραση του ειλικρινούς θαυμασμού προς τα κάλλη του.

Περνάει μουνάρα

-Schwing! Συνεχίζει η συζήτηση

(από Τσακ εις την μέσην, 30/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη σύνθετη από το ουσιαστικό ανήρ-ανδρός (αντρός) και το ρήμα τραγανίζω με τη μεταβατική του σημασία (ετυμ. από το επιθ. τραγανός(<τρώγω) και την προσθήκη της ρηματικής κατάληξης -ιζω). Λέγεται για γυναίκες οι οποίες επιδεικνύουν ιδιαίτερο ζήλο στη συνεχή εναλλαγή ερωτικών συντρόφων.

-Τι αντροτραγανίστρα είναι αυτή ρε φίλε! Έχει πάρει όλο το γραφείο!! Ούτε ένας δεν της ξέφυγε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρνητικό συναίσθημα που οφείλεται στην μακρά αποχή απο το σεξ. Δυσφορία και κακή διάθεση είναι τα βασικά συμπτώματα. Σύνθετος όρος, συνιστώμενος λέξης που περιγράφει την έντονη ερωτική έξαψη και του «αγκομαχώ».

Δ: Τι έπαθε ο Τάκης και είναι σκυθρωπός;
Σ: Άστον αυτόν. Από τότε που χώρισε με την Κασσάνδρα, προ εξαμήνου, δεν έχει ξαναγαμήσει και όλο καυλομαχάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέσβω, η λεσβόγκα, το λεσβιόνι, η σβόγκα.

Η τυχαία συνάντα μιας τίμιας λεσβίας και του γαμοσλανγκοτέτοιου -ίδι πάνω σε μια σλανγκοραπτική κλίνη.

1.
Ένα ξανθό κι ένα καστανόξανθο λεσβίδι γλείφονται και γαμιούνται με ευφτραφές δονητάρι μέσα στη φύση

2.
Γενικά Σκανδιναυία παίζει πολύ λεσβίδι. e «ξεκολιασε» τες να γίνουν γυναίκες κανονικές ...μερικά χαστούκια βοηθάνε γενικά

3.
Εννοείται πως αφήνω απ' έξω τα αλήστου μνήμης λεσβίδια (Tatu)...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το αρχαιοελληνικό κύσθος, που σημαίνει γυναικείο αιδοίο. Το κύσθος έγινε κύστος (κατά το μισθόςμιστός) και αργότερα, με την εξέλιξη της κυπριακής προφοράς (και με παρετυμολογία από το σχίζω και σχισμή), έγινε σσύστος.

Προφέρεται sheestos.

Είδα τον σιύστον της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σαμποτάζ που γίνεται στο προφυλακτικό ή σε παρόμοια σκευάσματα (τύπου καπότα).

Ο όρος εμπνέεται από τη ναυτική ορολογία: καμποτάζ.

(συζήτηση μεταξύ φίλων)
- Άσε φίλε... η γκόμενά μου είναι έγκυος.
- Καλά ρε δε μου έλεγες οτι προσέχατε;
- Μου έκανε καποτάζ ρε η άτιμη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι κάτι σαν το μούσι, όμως ανατομικά βρίσκεται χαμηλότερα. Η ετυμολογική του προέλευση βρίσκει τις ρίζες της στην αγγλική λέξη «bush» (ελλ. θάμνος) και την κατάληξη «-ι», προσδίδοντας της ουδέτερο γένος και ευκολία ανάκλησης από τη μνήμη.

  1. Φίλε είχα εξεταστική ένα μήνα τώρα και ούτε μου πέρασε από το μυαλό να τα πάρω λίγο. Αν ήξεραν τι μπούσι διαθέτω, θα φρίκαραν όλες.

  2. Ωραία γκόμενα αλλά το τι μπούσι κουβαλάει δεν περιγράφεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified