Selected tags

Further tags

Βρωμάω, ζέχνω, σκυλοβρωμάω, μυρίζω όλες τις -ίλες μαζί, αναδίνω μπόχα (η μποξ, της μποχός που λένε).

Δεν ξαναπάω με ΚΤΕΛ, τα παράθυρα δεν ανοίγουν, δουλεύουν μόνο με κλιματισμό, μποχάνε, άσταδγιάλα πια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίτσα αποκαλείται ένα πατημένο ζώο πάνω στην άσφαλτο. Είναι πολύ συχνό το φαινόμενο να συναντούμε πολύχρωμες, ανάγλυφες, ανώμαλες επιφάνειες πάνω στο δρόμο, με κόκκινο ξεραμένο αίμα δίκην σάλτσας περιχυμένο πάνω και γύρω από το νεκρό ζώο που έχει απλώσει σαν φύλλο από τις ρόδες του οχήματος που πέρασαν από πάνω του.

Οι συνηθέστερες πίτσες που συναντά ένας οδηγός στους ελληνικούς δρόμους ποικίλλουν ανάλογα με την γεωγραφική περιοχή και την χρονική περίοδο, αλλά ανάμεσά τους οπωσδήποτε ξεχωρίζουν η πίτσα-σκύλος, η πίτσα-γάτα, η πίτσα-ασβός, η πίτσα-λαγός, η πίτσα-σκαντζόχοιρος και η πίτσα-φίδι. Υπάρχουν ακόμη η οικογενειακού μεγέθους πίτσα-ζαρκάδι και πίτσα-αρκούδα, ενώ συχνά κάνει την εμφάνιση της και η ατομική πίτσα-σαύρα.

— Πρόσεξε μη πατήσεις την πίτσα μπροστά!
— Την είδα.

πίτσα-αρουραίος (από allivegp, 20/08/09)πίτσα-λαγός... (από BuBis, 21/08/09)μια πίτσα περιστέρι με απ\'όλα... (από BuBis, 21/08/09)(από Vrastaman, 23/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό τοις πάσι ταμπόν, ήτοι το μακρόστενο εκείνο ματζαφλάρι (βαμβακερό ή από συνθετική μετάξη) που τοποθετούν τα θήλεα στον κόλπο τους κατά τη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως, της περιόδου, όταν έρχονται οι Ρώσοι, όταν κάνει ντου ο Κόκκινος Στρατός, τις «δύσκολες μέρες του μήνα» (αυτό το τελευταίο κάργα politicalljy correct). Απορροφά αίματα και λοιπά υγρά.

Τίγκα σεξιστικός και πολιτικώς μη ορθός (άρα και κάργα σλανγκιάρικος) όρος, χρησιμοποιείται mostly από λαϊκάντζες, βαρύμαγκες, φορτηγατζήδες και λοιπά μπρουτάλ αρσενικά παλαιάς κοπής, που τους τρέχει η τέστο απ' τα μπατζάκια... Οι εν λόγω αγκαούγκες αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι να προφέρουν λέξεις όπως «ταμπόν», «περίοδος», «σερβιέτα» και λοιπά κλασικά γυναικεία, φοβούμενοι μήπως δώσουν την εντύπωση πως ξέρουν κάτι παραπάνω. Πιστεύουν –έστω σε ένα βαθύτερο επίπεδο συνείδησης– πως άντρες και γυναίκες είναι δυο κόσμοι χωριστοί, πως ο συγχρωτισμός των φύλων και η μεταξύ τους επικοινωνία, είναι πράγματα περιττά, αν όχι επικίνδυνα. Μια αταβιστική νοοτροπία: αρκεί να θυμηθούμε στο σχολείο τι κράξιμο έτρωγαν όσοι έκαναν πολύ παρέα με τα κορίτσια. Στο βάθος όλων των ανδρικών φόβων βρίσκεται ο ευνουχισμός, που ελλοχεύει ως κίνδυνος όταν οι επαφές με το αντίθετο φύλο δεν περιορίζονται στις απαραίτητες γενετήσιες... Για να μην ξεχνάμε και το φόβο του Αρχέγονου Μουνιού που απειλεί να επανενσωματώσει όλα τα δημιουργήματά του δια της κατάποσης, επαναφέροντάς τα στην απόλυτη ανυπαρξία... Εξ ου λοιπόν και όλα τα αρσενικής προελεύσεως σλανγκικά μειωτικά ισοδύναμα: «μουνί» αντί «αιδοίο», μουνοβούλωμα αντί ταμπόν, περιοδόβρακο ή περιοδόπανο για τη σερβιέτα κ.ο.κ. Δαιδαλώδη και άκρως ερεθιστικά θέματα, επί μακρόν αντικείμενα διαπραγμάτευσης σε πολλαπλά επίπεδα: κοινωνιολογίας-ανθρωπολογίας, κοινωνιοβιολογίας, ψυχολογίας-ψυχανάλυσης, γλωσσολογίας, λογοτεχνικής θεωρίας, gender studies, cultural studies κλπ.

Να μη συγχέεται το μουνοβούλωμα με το πορδοβούλωμα.

Εξελιγμένη μορφή μουνοβουλώματος είναι η κατά poniroskylo μουνόκουπα.

Βούλωμα-ταμπόν, μπορεί να μπει και στον πρωκτό, όταν σ' έχει πιάσει κόψιμο και πας κάθε τρεις και λίγο στην τουαλέτα για γκραφίτι. Το χρησιμοποιούν καμιά φορά οι μητέρες για παιδιά μικρής ηλικίας, όχι βέβαια στο Πρωκτικό Στάδιο, συνήθως σε παιδιά του δημοτικού. Τότε δεν γίνεται προφάνουσλυ λόγος για μουνοβούλωμα, αλλά για κολοκυθοβούλωμα, κατά τον παλαιό χρήστη ronso... Οπωσδήποτε θα υπάρχουν κι άλλες ονομασίες...

(στο μπαρ, συνομιλία σερβιτόρου και σερβιτόρας)
— Κώστα, πλληζ, κάλυψε για λίγο και τα δικά μου τραπέζια... Είναι η ώρα να πάω ν' αλλάξω ταμπόν... Στο 'χα πει κι από πριν, κάθε 8 ώρες το αλλάζω...
— Τώρα βρήκες ρε ούζο να πας ν' αλλάξεις μουνοβούλωμα, τώρα που έχει πέσει τέτοιο τρελό χώσιμο; Άϊντε τράβα και σβέλτα, μην κάνεις δέκα ώρες πάνω απ' τη χέστρα, θα σε καταπιεί στο τέλος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εξήγηση είναι προφανής. Όταν η σκατολογία συναντάει το χρηματοοικονομικό σύστημα! Φαίνεται ότι υπάρχει χαρτονόμισμα δικούραδο, όπως το δίευρω. Η έκφραση χρησιμοποιείται για να αποστομωθεί κάποιος ξερόλας, ή κάποιος ενοχλητικός τύπος, ο οποίος έχοντας το θάρρος μας περιπαίζει λίγο παραπάνω.

(ξερόλας)
- Και, όπως σου έλεγα, οι Εβραίοι έχουν βαλθεί να ξεριζώσουν και να μειώσουν τους απανταχού Έλληνες, γιατί εμείς, ως έξυπνος λαός τους είμαστε εμπόδιο. Στο απέδειξα προηγουμένως. - Συμφωνώ, αλλά μήπως σου βρίσκονται ψιλά σκατά να μου χαλάσεις δυο κουράδες, με τους Εβραίους και τους Υπερέλληνες. Οι Εβραίοι ρε παπάρα φταίνε για τα χάλια μας;

(ενοχλητικός)
- Γιωργάκη, πού χάθηκες ρε φίλε;
- Σπίτι, δουλειές, ξέρεις.... εσύ Θάνο;
- Εγώ άκουσα ότι η Μαιρούλα σου 'χει βάλει τα δύο πόδια σ' ένα παπούτσι (μας πείραξε αυτό το σχόλιο, γιατί είμαστε και ανατολίτες, και γιατί o Θάνος είναι φίλος της Μαιρούλας, και την χαλβάδιαζε στο σχολείο).
- Μήπως έχεις ψιλά σκατά να μου χαλάσεις δύο κουράδες, γιατί βιάζομαι και η Μαιρούλα θα μου βάλει χέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση χρησιμοποιούμενη από παππούδες-γιαγιάδες για να μας κάνουν να αισθανθούμε άνετα, την εποχή που είμασταν μικράκια και μας ξέφευγαν πορδούλες κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού μας.
Από επιστημονικής απόψεως, μιας και η έκφραση περιλαμβάνει και γιατρό, υπονοείται ότι ένα άτομο το οποίο καταφέρνει και αερίζεται έχει υγιές έντερο!

πορδή- βλέμμα τριγύρω από τον ανήλικο κλάνοντα για να τσεκάρει αν τον πήραν χαμπάρι.
Βλέμμα γιαγιάς σε απάντηση... «Μην ανησυχείς μωρό μου! Κώλος που κλάνει χέζει γιατρό!»

χαίρει άκρας υγείας... (από BuBis, 08/09/09)

βλ. και κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες κακαράντζας:

Α. Ζωικής προέλευσης

Πρόκειται για τα σφαιρικά χέσματα κατσικιδίων ή λαγών που πολλοί αγαθιάρηδες βορειοευρωπαίοι παραθεριστές συχνά γεύονται, θεωρώντας ότι πρόκειται για κάποιο καρπό της Ελληνικής γης.

Β. Ανθρώπινης προέλευσης

Πρόκειται για κεφτεδάκι μύξας που πλάθει ο κακαδέμπορας με τον δείκτη και τον αντίχειρά του. Στα πρώιμα στάδια μυξαρίσματος, η κακαράντζα είναι πρασινωπή, κολλώδης και φέρει χαρακτηριστική εσάνς μπίχλας. Μετά από αρκετή επεξεργασία, παγιώνεται και αποκτά την φαιοπράσινη πολυμερή υφή ενός μικρoύ μετεωρίτη. Μερικοί τις τρώνε.

Πολλοί τολμηροί ανασκαφείς δεν αρκούνται στην μυτόγκα τους. Αξιοποιούν υλικά από άλλα απόκρυφα σημεία του σώματος, παράγοντας τετηγμένα σφαιρίδια τύρου, περιοδικού σπληναντέρου, καρκαμάντζας, ταρζανιδίου, κ.α. Οι πραγματικοί connoisseurs ανατρέχουν στην αφαλοκρηπίδα για τον περιζήτητο για τις πλούσιες ουρδικές του ουσίες ομφάλιο βρώμο.

Πιθανώς εκ του κάκαδο < καίω.

- Κάτω υπήρχαν αρκετές φρέσκες κακαράτζες, απόδειξη ότι εδώ την νύκτα βοσκά κάποιος λαγός.
(από εδώ)

- Πολλές φορές το γάλα, το γιαούρτι και το τυρί μυρίζει άσχημα και τούτο οφείλεται και στην κακαράντζα ή κακαρέντζα, που είναι το αποπάτημα των γιδιών και προβάτων. Οι βοσκοί αρμέγουν τα γιδοπρόβατά τους δυο - τρεις φορές το εικοσιτετράωρο και μια από αυτές πέφτει το πολύ πρωί, πριν φέξει. Έτσι, πάνω στον κουβά που αρμέγουν, πολλές φορές αποπατούν τα ζωντανά τους.
(από εδώ)

- Οι καλά επεξεργασμένες κακαράντζες εκσφενδονίζονται σε ανυποψίαστο στόχο με χαρακτηριστικό τίναγμα των δακτύλων. Μερικές βρωμαντικές ψυχές προτιμούν να τις φυλάνε στην πολύ προσωπική τους συλλογή εκπλήξεων και μεζέδων. 'Αλλοι τις τρώνε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κασέρι μπορεί να σημαίνει:

  1. Τα μετρητά χρήματα εκ του αγγλικού cash, βλέπε τον άλλο ορισμό και κασερόπιττα.

  2. Το χασίς.

  3. Την ουρδική ουσία που σχηματίζεται στον πέοντα λόγω απλυσιάς και η οποία μοιάζει με τυρί, είτε κασέρι είτε φέτα, είτε κεφαλοτύρι.

  4. Παραπλησίως λέμε χύνω κασέρια όταν φεύγουν τα χοντράδια, δηλαδή όταν υπάρχει εκσπερμάτιση μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα. Αλλά και γενικότερα όταν χύνεται μεγάλη ποσότητα σπέρματος, ή και μεταφορικά για πολλαπλούς οργασμούς.

Η λέξη είναι τουρκική.

  1. Υπερήλικας Σλάνγκος από αυτούς που αποτελούν την πλειοψηφία του σάιτ:
    Καλά μιλάμε κάναμε σεξ χτες με την Λυσισλάνγκη μετά από χρόνια, και μιλάμε έχυνα Έμενταλ! Φίλος: Έμενταλ; Μιλάς με γρίφους, γέροντα.
    Σ.: Τώρα δεν είμαι και σίγουρος... Έμενταλ ήταν; Γραβιέρα, ροκφόρ; Γιατί έχω και μια ασθένεια που λέγεται κασέρι.

  2. Ό,τι κασέρι έχει το τρώει σε κασέρι.

(από GATZMAN, 25/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Τώρα που είναι καλοκαίρι, αλλά και όταν δεν είναι καλοκαίρι, κάποιοι που έχουν τσακωθεί με το σαπούνι, αλλά και κάποιοι που δεν έχουν τσακωθεί με το σαπούνι όμως έχουν ορμονικό ή τιστοδιάλο πρόβλημα, βρωμάνε ιδρωτίλες. Δεν υπάρχει λόγος να σας απαριθμήσω τις ιδρωτίλες, ούτε χώρος, είναι απίστευτη η ποικιλία τους και οι αποχρώσεις τους.

Το πρώτο πράγμα που, με το που θα οσμιστεί την ιδρωτίλα του διπλανού του, σκέφτεται κάποιος που γαλουχήθηκε με τις διαφημίσεις της παλιάς ελληνικής τηλεόρασης, είναι η ατάκα «κάποιος πρέπει να του / της μιλήσει για το Ρεξόνα». Δηλαδή να του / της πει με τρόπο ότι βρωμοκοπάει κι ότι καλό θα ήταν να πα να ψωνίσει κανα αποσμητικό μπας και κάνει έστω κι ένα γαλλικό ντους. Ρεξόνα λοιπόν = αποσμητικό. Εξάλλου υπάρχει ακόμα στα ράφια των κάθε είδους Χόντων.

Εις μνήμην μιας πεθαμένης φιλίας, να αναφέρω ότι ο εν λόγω φίλος χρησιμοποιούσε μια παραλλαγή της έκφρασης και έλεγε: «Κάποιος πρέπει να σου μιλήσει για το Κομπλεξόνα», προσπαθώντας να πει διακριτικά στον συνομιλητή του ότι είναι μια κομπλεξάρα ολκής.

- ΠΩ ρε πούστη γαμημένε!
- Τι 'ναι πάλι;
- Καλά δεν καταλαβαίνεις τίποτα; Μποχάει εδώ μέσα!
- Ε και τι να κάνουμε, κάτσε κοντά στο παράθυρο...
- Θα μας πεθάνει αυτός ο μαλάκας, κάποιος πρέπει να του μιλήσει για το Ρεξόνα!
- Το ποιο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες λαδοπoντικών:

A. [i]Λαδόποντιξ ο λίγδας[/i]

Ο εν λόγω 'πόντικας ενδέχεται να είναι λιγδοπρεπής επειδή:

  • Είναι εκ πεποιθήσεως άπλυτος και τσακωμένος με τα σαπούνια,
  • Επέλεξε λιγδογόνο επάγγελμα (πχ ψήστης, μηχανικός αυτοκινήτων, κα). Ανάλογα με τις διπλωματικές του σχέσεις με το Ρεξόνα, συχνά παραμένει λαδοπόντικας και εκτός ωραρίου,
  • Είναι βικτιμάς υπερβολικού τζελαρίσματος ή κακής χρήσης άλλου προϊόντος καλλωπισμού.

Β. Λαδο[i]ποντίξ ο τρωκτικός[/i]

Το λιγδερό λουκ δεν είναι ούτε απαραίτητη αλλά ούτε και ικανή συνθήκη για να χαρακτησιστεί τις λαδο[i]πόντικας[/I]. Οι κύριες υποκατηγορίες, σε αύξουσα σειρά κυριολεκτικής τρωκτικοσύνης, είναι:

  • Ο τσιφούτης γερολαδάς του χωριού, ο οποίος εκμεταλλεύεται την μονοπωλιακή του θέση πουλώντας ληγμένα γάλατα προς € 2 το λίτρο. Συνήθως λειτουργεί και ως τοκογλύφος ή/και παιδεραστής ή/και μαστρωπός του χωριού,
  • Το πάντα διψασμένο γιά έλαια κρατικό τρωκτικό (εφοριακός, ιατρός, πολεοδόμος, κλπ) που κάνει τον βίο αβίωτο σε όσους δεν το λαδώσουν με γρηγορόσημο,
  • Διάφοροι καθηγητάδες κ.α. pop ταγοί με αρρωστημένα μυαλά που ακατάσχετα παπαρολογούντα αναπόδεικτα μη-επιχειρήματα τους στο απυρόβλητο. Εκτός Ελλάδος (ίσως και Γαλλίας), αναγκαστικά θα ακολουθούσαν άλλο επάγγελμα,
  • Άτομα που σμιλεύουν την κοινή γνώμη, με κυρίαρχους τους μουμουέδες δημοσιοκάφρους οι οποίοι κυνικά παραδέχονται ότι έχουν, στην καλύτερη περίπτωση, σκοτώσει την μάνα τους,
  • Οι κακώς εννοούμενοι άρχοντες της πολιτικής, του κομματικού παρακράτους, της εκκλησίας και της αγοράς που νέμονταιτα δημόσια και κοινοτικά ταμεία εις βάρος του κερασφόρου φορολογουμένου.

A. Λάδοποντικες

- Ειχα και εγω CBR 400 RR και με εξαιρεση προβλημα με το ρευμα (ανορθωτες) δεν ειχε παρουσιασει τιποτα άλλο (...) σιγουρα μου εκανε ολα τα γουστα και χωρις να φτανω στα ραντεβου με τα πιπινια σαν λαδοποντικας...
(από εδώ)

- Κερι μαλλιων: Το χρησιμοποιουμε (με φειδω για να μην καταληξουμε σα λαδοποντικες).
(από εδώ)

Β. Λαδοπόντικες

- Σιχαμα, γαυρος, ψευτοδιανοουμενοαριστερος λαδοποντικας (της ρατσας Ψαριανου δλδ).
(από εδώ)

- Τα λεφτά που είναι; τα λεφτά που πήραν όσοι τα πήραν αυτοί οι κύριοι στην Ελλάδα από την ζίμενς αυτά που είναι; Εδώ μιλάμε για 200.000.000 εκατομμύρια ευρω λαδωμένα, ποίοι τα πήραν, πια κόμματα, πια αποκόμματα, ποιοι πολιτικοί είναι λαδοποντικες; Δεν με νοιάζει αν είναι πασόκος, νεοδημοκράτης, κουκουέ, σύριζα, Λαός, ΑΥΤΑ αν δεν βρεθούνε θα τα βρίσκετε μπροστά σας όλοι οι πολιτικοί όλων των κομμάτων, και όταν περνάτε από της εκλογικές σας περιφέρειες θα τρώτε πολλές ροχάλες...
(από εδώ)

- Εχουν πιαστει γιατροι με φακελακια, μηχανικοι να λαδωνονται στις πολεοδομιες, εφοριακοι, λαδοποντικες και σπανια καποιος απο αυτους απολυεται μετα απο πολυχρονες μαλιστα διαδικασιες.
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified