Selected tags

Further tags

Ποντιακός όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την γνωστή «silent but deadly» -αγγλιστί- πορδή, η οποία αφήνει τον γνωστό υπόηχο «φφφφφφτ». Απορίας άξιο είναι εάν το φουτί (ουδέτερο) προέρχεται από το ρήμα «φουτίζω» ή από το συνηρημένο «φουτάω-ώ». Πιθανότερο το δεύτερο.

(Εν μέσω σιωπής)
«φφφφφτ»
(Χρονική καθυστέρηση, μέχρι να γίνει αντιληπτή η οσμή από τον άλλο, καθώς ο ήχος είναι αντιληπτός μόνο από τον φουτιχτή.)
- Τί έκανες ρε μαλάκα, γαμώ σε;
- ;;;;
- Φούτηξες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναγγελία επίσκεψης στην τουαλέτα προς αφόδευση. Συνώνυμο του συνάντηση με τον πρόεδρο.

- Πού ήσουνα κι εξαφανίστηκες;
- Είχα μια κουβέντα με το δήμαρχο και με καθυστέρησε.
- Μάλλον βαριές σου πέσαν οι φακές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίζει μεταξύ όσων γουστάρουν να τη βγάζουν καθαρή, σαν υποτιμητικός χαρακτηρισμός του κώλου (νταξ γιατρέ μου, σωστότερα: του απευθυσμένου ή και του πρωκτού) που δεν είναι επιμελώς αδειασμένος από μεζέδες, μπίο σπρέντς και σοκολατοειδή που δίνουν ..επώνυμο στον μπαργαλάτσο.

Υπ’ αυτήν την έννοια, το «ασ’ τα σάπια» θυμίζει πατρική συμβουλή.

  1. Όταν ήταν ανοιχτό το στούντιο στην Ακάμαντος είχα γαμήσει τρεις κοπέλες από το κώλο!! Η μια ήταν η Μαρίνα η ελληνίδα, με 40 ευρώ παρακαλώ της γάμησα το κώλο, ακάποτο τσιμπούκι και χύσιμο στο στόμα!! Οι άλλες δυο είχαν πάρει από 70 ευρώ!! Και δυστυχώς έκλεισε το μαγαζί αυτό!!!! Και τώρα όχι μόνο ψάχνω με το όπλο για πουτάνα που να δίνει κώλο αλλά είναι και σάπιες οι περισσότερες!! Σκατά και πάλι σκατά!! (Τώρα διαφωτίστηκε πλήρως το τι εννοεί ο ποιητήςστουντιάκιας.)

  2. Αν ο πρωκτός δεν έχει σκατά τότες γίνομαι ενεργητικός. Αν είναι σάπιος τότες θα γίνω παθητικός. Αν είναι και τα δυο σάπια τότες καλό Πάσχα.
    (Μπάι θέτει τις κόκκινες γραμμές του.)

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως είναι γνωστό, η υπό του χύδην όχλου χρησιμοποιούμενη λέξη «κώλος» δηλοί τον πρωκτό ή αφεδρώνα.

Αφεδύο, όπως ισχυρίζεται ο Μπάμπι το Ελαφάκι, «φόδρα» σημαίνει εσωτερική επένδυση ενδύματος ή άλλου αντικειμένου.

«Φόδρα του κώλου», λοιπόν. Εν πρώτοις, ας αφήσουμε κατά μέρος τις κακής ποιότητος εσωτερικές επενδύσεις ενδυμάτων. Δεν είμεθα υφασματέμποροι. Ως φόδρα του κώλου μπορεί να νοηθεί μόνο το ορθόν ή απευθυσμένο, δλδ το ακραίο τμήμα του εντέρου που απολήγει στη λεγόμενη σούφρα.

Ο μόνος τρόπος για να γίνει ορατό το απευθυσμένο είναι η εξαγωγή του, είτε μέσω του στόματος (Βαγγελίστρα μου!), είτε μέσω της σούφρας, μετά την απαραίτητη διεύρυνση των κωλοβάρδουλων. Η απόσταση μεταξύ αυτών των δύο σημείων της ανθρώπινης ανατομίας καθιστά απαγορευτική την επιλογή του στόματος, άρα η προσφορότερη μέθοδος είναι η δια της σούφρας εξαγωγή.

Δεδομένου ότι μέχρι σήμερα δεν έχουν καταγραφεί περιπτώσεις εθελοντών για να υποστούν την εν λόγω επέμβαση, μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι πρόκειται για μάλλον βίαιη και επώδυνη διαδικασία. Η φράση λοιπόν δέον όπως θεωρείται ελάχιστα συγκεκαλυμμένη απειλή που αφορά είτε οθωμανικού στυλ καταναγκασμό, είτε άσκηση σωματικής βίας (ή συνδυασμό των δύο αυτών τεχνικών).

Οίκοθεν νοείται ότι η χρήση ή μη κατάλληλων εργαλείων για την πραγματοποίηση της επέμβασης εξαρτάται από την επιδεξιότητα του κωλοσχίστου.

- Το '69 στη φυλακή Saverov της Adina εγνώρισα έναν Κατάδικο που του χώσανε γκλοπ στον κώλο και μετά το τραβήξανε έξω με δύναμη - το κωλάντερό του κρεμότανε σαν ποτήρι. Ο γιατρός της φυλακής Saverov (ένα κάθαρμα) τον ενοσήλευε για έλκος στομάχου.
(Ηλ. Πετρόπουλου «Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη»).

([...]μπλέχτηκε [...] σε καβγά [...] για χάρη ενός ζωηρού στρατιώτη που θέλανε να πάρουν οι χωροφύλακες [...])
- Διαταγές [...] δέχομαι μόνο από ανωτέρους μου.
- Κι εγώ τι είμαι μωρή καριόλα μπασκίνα ;
- Είστε ομοιόβαθμος και θα σας αναφέρω διότι...
- Θα μου τα κλάσεις.
- Ο στρατιώτης...
- Άμα τον ακουμπήσεις θα σου βγάλω έξω το κωλάντερο σαν κάλτσα !
(Διον. Χαριτόπουλου «525 Τάγμα Πεζικού»).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιαιτέρως επιθετικό λήμμα, χρησιμοποιούμενο σε στενό κύκλο ατόμων και σε απόλυτο σύζευξη με το λήμμα, γαμιάρης.

Ψωλιάρης, ο του πέους, ο γου-του-πού γενικώς ή αλλιώς ο ψωλονοιάρης, αυτός που νοιάζεται για ευτελή πράγματα ή αλλιώς και ο σεξουαλικώς εκφυλισμένος ανήρ. Χρησιμοποιείται κατά κόρον για να προσβάλλει και να ευτελίσει τον αποδέκτη του εκάστοτε υβριστή.

Ιδιαιτέρως επίσης προσβλητικό για γυναίκα, η ψωλιάρα, το κατά συρροήν πορνίδιον επ' ευτελών αμοιβών, η εκφυλισμένη γυναίκα που δεν έχει χρόνο να σκεφτεί τίποτε άλλο παρά τα της ψωλικής επιστήμης.

Προτροπή προς τον αναγνώστη-χρήστη: Ίνα τονίσουμε την ύβρη, τονίζουμε πάντα στο γράμμα ψ σαν να ακούγονται 5ψ μαζί προτού της κορύφωσης της λέξεως. Επί παραδείγματι: ΨΨΨΨΨωλιάρα (στην ουσία σαν να ακούγεται πσσσσσωλιάρα), κάνε και συνδυασμούς.

  1. Νααα γαμιααάρη, νααα ψψψψψωλιάρη. (εις αντίπαλό μας που έχουμε νικήσει κατά κράτος, ή που εκείνη τη στιγμή νικάμε, το πόσο θα τονίσουμε το ψ, θα δείξει και το βαθμό της νίκης για εμάς ή του δράματος του αντιπάλου μας).

  2. Αυτή η Κούλα...το πάει το γράμμα. Και λίγα λες για την ψψψωλιάρα.

  3. Τον είδες; Της την έπεφτε έντεχνα. Ναι μωρέ ο παλιοψψωλίαρης, αέρα δεν την άφησε να πάρει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι η έλλειψη κάποιου στοιχείου, συστατικού ή χαρακτηριστικού υποβαθμίζει κατά πολύ την αξία κάποιου πράγματος.

- Που 'σαι, Κώστα, τα δικά μου πές του χωρίς τζατζίκι.
- Ελα ρε μαλάκα, πιτόγυρο χωρίς τζατζίκι είναι σαν κατούρημα χωρίς κλάσιμο.
- De gustibus et de coloribus...........
- Δε μας χέζεις ρε Βιργίλιε με την Αινειάδα σου. Πατάτες να παραγγείλω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόσφατες ιστορικές έρευνες έφεραν στο φως του Ανατέλλοντος Ηλίου τη μυστηριώδη μέχρι σήμερα τοποθεσία η οποία έχει μείνει στο συλλογικό υποσυνείδητο ως το μέρος στο οποίο έχουν δοξαστεί μυριάδες ανώτατων στρατιωτικών με πλάκα τα γαλόνια. Το μέχρι χτες μυθικό αυτό πεδίο μάχης σχετίζεται με την συντριπτική ήττα που υπέστησαν τα στρατεύματα του στρατηγού Misuheso Tobatzaki από συνασπισμένες συμμορίες ληστών στην κοιλάδα του ποταμού Kazanaki, σε απόσταση περίπου 650 ρολών χαρτιού υγείας από την αρχαία πόλη Takakatumitsu.

Ο επηρμένος και σκληρόκαρδος στρατηγός Misuheso Tobatzaki, το έτος 718 μ(η).Χ(έσω). (στα καθ' ημάς, έτος γεννήσεως του Κων/νου Ε' του Κοπρώνυμου) εξεστράτευσε κατά διαταγήν του Αυτοκράτορα Namigano Kakamu με αποστολή του να κόψει τον κώλο των ληστών που λυμαίνονταν την κοιλάδα, κλέβοντας «ακόμα και το σκατό από τον ίδιο τους τον κώλο» σύμφωνα με τους σχετικούς θρύλους.

Ο αλαζών στρατηγός, έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στην άριστη εκπαίδευση και προετοιμασία του στρατού του, θεώρησε περιττό να προσευχηθεί στην Μεγάλη Θεά Kakanakano για να την παρακαλέσει να στέψει με τη νίκη τα αυτοκρατορικά όπλα.
Δικαίως εξοργισμένη, η θεά τον καταράστηκε να βουλιάξει στα σκατά για το υπόλοιπο του βίου του.

Την ημέρα της μάχης, ο σατανικός αρχιληστής Sehezo Tora κατάφερε να εξαπατήσει τον στρατηγό και να τον παρασύρει σε παγίδα, πιθανότατα εκμεταλλευόμενος και την επιδημία δυσεντερίας που είχε ενσκήψει στην περιοχή. Με έναν ευφυή ελιγμό περικύκλωσε το ογκώδες και δυσκίνητο στράτευμα του Misuheso Tobatzaki και επιτέθηκε από τους γύρω λόφους με την καινοφανή (και μηδέποτε έκτοτε χρησιμοποιηθείσα) τακτική του kura-do.

Εικάζεται οτι επρόκειτο για ανηλεή βομβαρδισμό του εχθρού με το περιεχόμενο χιλιάδων δοχείων νυκτός στα οποία ξαλάφρωναν τα αμέτρητα θύματα των υδάτων του μολυσμένου Kazanaki.

Τα αυτοκρατορικά στρατεύματα απάντησαν με την κλασική τακτική αναδίπλωσης natigano katsika, η οποία όμως λόγω κακού συντονισμού κατέληξε σε μαζική, πανικόβλητη φυγή, στη διάρκεια της οποίας χιλιάδες στρατιώτες έπεσαν σε καμουφλαρισμένους σκατόλακκους των πανούργων ληστών, αφήνοντας εκεί την τελευταία, όχι ιδιαιτέρως ευωδιαστή πνοή τους.

Σύμφωνα με τα βάρβαρα πολεμικά έθιμα της εποχής, οι στρατιώτες που έπεσαν στα χέρια των ληστών πέρασαν απαξάπαντες από στόματος μαχέστρας και αφοδεύθηκαν ανοικτιρμόνως μέχρι και τον τελευταίο.

Η μοίρα του ηττημένου στρατηγού στάθηκε ελάχιστα πιο εύοσμη. Ο Αυτοκράτορας Namigano Kakamu, εξαγριωμένος από μιά οδυνηρή κρίση δυσκοιλιότητας, αποφάσισε να ξεχέσει παραδειγματικά τον ανίκανο πολέμαρχο. Μετά από μια χεστήρια τελετή ατιμωτικής καθαίρεσης, ο εξευτελισμένος πρώην στρατηγός καταδικάστηκε να περάσει το δυσώδες υπόλοιπο της θλιβερής σκατοζωής του καθαρίζοντας τις Αυτοκρατορικές Χέστρες, τις οποίες τιμούσε πολλάκις και σε καθημερινή βάση με τα υδαρή περιττώματά της η παραγωγικότατη Αυτοκρατορική Σύζυγος Nakatso Natakano.

Το πέπλο της Λήθης σκέπασε τα τραγικά, όσο και δύσοσμα γεγονότα της κοιλάδας του ποταμού Kazanaki. Λησμονήθηκε ακόμα και η νικηφόρα πολεμική τακτική του kura-do, αφήνοντας πίσω της σαν μακρινό απόηχο μόνο τη συλλαβή -do ως β' συνθετικό αρκετών ιαπωνικών πολεμικών τεχνών όπως judo, aikido, kendo κλπ. Μέσω του κώδικα τιμής των σαμουράι, του περίφημου bushido, πέρασε και στην προηγμένη Δύση ως απαραίτητο συστατικό στοιχείο της συμπεριφοράς των τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών κύκλων. Ο λόγος φυσικά για το δυσώνυμο bullshido, με τα πασίγνωστα, όσο και επίκαιρα τραπεζικά κλπ παράγωγα.

Στην πτωχή πλην τιμία Ελλάδα, η φράση έμεινε για να περιγράφει στον αιώνα τον άπαντα τους άκαπνους, αλλά φαντασμένους και σκατόψυχους αξιωματικούς που ταλαιπωρούν τη δυστυχή φανταρία.

Για κοίτα ρε τον μαλάκα τον καραβανά πώς κορδώνεται σαν το παγόνι με τα λιλιά και τα παράσημα. Πού πολέμησε ρε αυτός, στο Κουραδόκαστρο;

Δες και κατάληψη του Κουραδόκαστρου. Ουτοπίες της καθομιλουμένης και της αργκό: Γκουαλνταμπουγκντάλα, Δρυμίκλανα, Ίφκινθος, Κουραδόκαστρο, Κωλοπετεινίτσα, Λέτσοβο, Σέκλανα, Τζιβιτζιλοχώρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του σκατά που δείχνει ότι η κατάσταση βρίσκεται σε ελεεινό σημείο.

- Τι έκανες με τα μαθήματα ρε συ;
- Άσε ρε φίλε χρωστάω 32...
- Και δεν πέρασες κανένα;
- Σκατά κουραδένια ρε μαλάκα,αφού είχα φουλ του 5 με τεσσάρια στην εξεταστική...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έγκριτοι σλάνγκοι έχουν προ πολλού ετυμολογήσει επαρκώς τη λέξη. Ολίγα τινά περί της φύσεως, της χρήσεως και της καταχρήσεως του εν λόγω αντικειμένου:

Πρόκειται φυσικά για το πασίγνωστο, φορητό, πτυσσόμενο τηλεσκόπιο που χρησιμοποιεί συγκεκριμένη κατηγορία των κατά Βασ. Νικολαϊδη «ακτημόνων του έρωτα», και το οποίο τους παρέχει, θεωρητικώς από απόσταση ασφαλείας, το οπτικό υλικό το απαραίτητο για την επιθυμητή χειράντληση φλοκίων.

Συνώνυμο: Κανωκιάλλη. Πρβλ το σλανγκικό την κάνω λάστιχο, το αρμοδιότητος εξομολογητή ιερωμένου «...η δε μαλακία οπού να γενή με το χέρι...» και το εμπειρίκειον «.....Ωωχ.....ααα.....ααααχ!!!.....Τι όμορφη που είσαι!!!!!.......τι ωραίο μουνί που έχεις!!!!!...κάνω μαλακία για σένα......αααα!!!...ααα!!!!!...Τι γλύκα.........
χύνω......χύνω για σένα.........χύνωωωω...........».

Γκμχ! Γκμχ!! Γκμχ!!! (βηξ ανακλήσεως εις την τάξιν, την σοβαρότητα και την ευπρέπεια).

Θα πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι ο χρήστης τηλεμπάνιστρου αναλαμβάνει σοβαρό ρίσκο, σε περίπτωση επ' αυτοφώρω σβερκώματος, να καταλήξει στο πλησιέστερο νοσηλευτικό ίδρυμα με διάρρηξη του πρωκτικού σφιγκτήρα, συνεπεία της βίαιης εισαγωγής του tool of the trade στο απευθυσμένο του από τον σφίχτερμαν ζοχαδιακό συνοδό της μπανιζομένης δεσποσύνης. Επ' αυτού, ερευνάται από έγκριτους γλωσσολόγους η πιθανή σχέση του σλανγκικού όρου κωλοβάρδουλα με τη λέξη «βάρδια»= σκοπιά, επιφυλακή. Έχει ήδη απορριφθεί η σύνδεση με τη λέξη «βάρδος», εφόσον ως γνωστόν ο γυναικείος αφεδρώνας φημίζεται για αρετές που δεν σχετίζονται με την ερμηνεία ασμάτων, και ως εκτουτού κρείττον σιγάν.

Κατά τα λοιπά, θεωρείται βέβαιο ότι η απόκτηση τρίτου, οπισθίου οφθαλμού διόλου δεν βελτιώνει τις επιδόσεις του ατυχούς χειρώνακτος στο ευγενές άθλημα του οφθαλμόλουτρου, ενώ αντιθέτως του δημιουργεί σοβαρότατα προβλήματα αποχετευτικής φύσεως.

Το τρίτο του μάτι
σε κατασκοπεύει
αλλ' αν τον τσακώσω
από πού θ' αφοδεύει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Και να, η προαιώνια ανάγκη του σλάνγκου να πρωτοπορήσει ξαναχτυπά. Στο γούγλε το λήμμα δίνει αραβικά χωριά. Όμως, το γλυκύτατο σκατόπαιδο-μανάβης-του-μπι που ουρλιάζει παίζοντας και το ακούει όλη η πόλη παρά τα κλειστά παντζούρια, δηλαδή έλεος, συνέβαλε στη σλανγκική καταγραφή της ενοχλητικής έκφρασης με την οποία μου ζάλιζε τα αυγά ο ξάδερφός μου ο βαγγελάκης στο δημοτικό. Έχουμε και λέμετε):

Τίκρα: Το κερί του αυτιού, η κυψελίδα που λένε οι ωριλάδες, με τις όξινες αντιβακτηριδιακές ιδιότητες που σκοτώνει τα μικρόβια, μας γλυτώνει από ωτίτιδες και αν μαζευτεί στο πτερύγιο του αυτιού αποτελεί αφορμή για χαρακτηρισμό του ενδιαφερόμενου ως μπίχλερμαν. Ομοιοκαταληκτεί με το πίκρα πράγμα λογικό γιατί, όπως κάθε παιδί που αναγνωρίζει τον κόσμο γύρω του ξέρει, η τίκρα είναι πικρή, αντιθέτως με τη μύξα που είναι αλμυρή.

Συναντάται από όσο γνωρίζει η γράφουσα μόνο στην γνωστή παιδική γείωση απάντηση στην ενοχλητική ερώτηση «τι».
-Τι;
-Τίκρα στ' αυτί.

-...αδφαφί (ψιθυριστά)
-Τι είπες;
-σσσκαμαμφχφ (ψιθυριστά)
-ΤΙ;
-ΤΙΚΡΑ ΣΤ' ΑΥΤΙ ΑΑΧΑΧΑΧ
-Θείααααα πάλι με κοροϊδεύει ο Βαγγελάκηςςς
-Με τρελάνατε, να φύγετε, να πάτε αλλού να παίξετε.
-Και δηλαδή τι είναι τώρα η τίκρα ρε, δεν υπάρχει τέτοια λέξη.
-Το κερί στο αυτί είναι, να, να το βλέπεις αυτό; ααχαχαχ
-Θείαααα μου σκούπισε το αυτί στη μπλούζααα
-Έλα εδώ εσύ, στη μάνα σου, εσένα άμα σε περιλάβω...

(από Galadriel, 05/01/12)Δεν κατάλαβες... ΤΩΡΑ είναι σιχαμερό, το κάνω upload και δεν ξανάρχομαι σε αυτό το λήμμα, τέλος. (από Galadriel, 05/01/12)

Αυτιά και λοιπές πάστες: μαρμελάδα, γράσο, παστελάδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified