Selected tags

Further tags

Το άκρον άωτον της μουνίλας, που συνίσταται σε κοκτέιλ κολπικών υγρών, εκκρίσεων της περιόδου και μπαγιάτικων ούρων, σε συνδυασμό με την επιμελή παράλειψη της ατομικής υγιεινής για ικανό αριθμό ημερών. Αυτό που η ironick στο κλασικό λήμμα της περιγράφει ως την «αρνητική όψη του φαινομένου» - όχι για όλους αρνητική πάντως. Συνώνυμα: καμένο ντουί.

Η ειδικοτητα μου ειναι τα βρωμικα μουνια...Να ξυπναω χαραματα κ να αλλαζω σεντονια απο την τσικνα στο δωματιο...κιτρινα σημαδια στα σεντονια, που εχουν φτασει στο στρωμα...κοκκινοι λεκεδες λες κ ειχα κανενα σφαχτο στο κρεβατι.
Γαμησε τα!!!
εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τα υπολείμματα χαρτιού που μαζεύονται ανάμεσα στα κωλομάγουλα, κυρίως όταν το χαρτί υγείας είναι κακής ποιότητος (άρα και μικρής αντοχής) ή όταν ο κώλος είναι βρεγμένος.

Κατ΄επέκταση μπορεί να λειτουργήσει και σαν επιθετικός προσδιορισμός για άτομο πολύ κακής πάστας, άχρηστο και ανήθικο.

  1. Μαλάκα είχα να κάνω 3 μέρες μπάνιο και χτες που έξυσα τον κώλο μου ήταν τίγκα στο κωλόξυσμα.

  2. - Θα έρθει και ο Γιώργος στο τραπέζι το βράδυ. - Αυτό το κωλόξυσμα που μας έκλεβε στα χαρτιά προχτές; Μην μου το χαλάς τώρα...

Για κωλοπετσομένους (από sstteffannoss, 22/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα μικρό δοχείο το οποίο χρησιμοποιείται για να εγκλωβιστεί το αέριο της κλανιάς ενός ατόμου, ώστε να το εισπνεύσει αμέσως μετά. Το δοχείο αυτό, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων είναι ένα ποτήρι (εξού και το δεύτερο συνθετικό στον όρο). Είναι ευρύτατα διαδεδομένο σε κύκλους αντικοινωνικών ατόμων ή ατόμων που διασκεδάζουν με κάθε είδους αστεία που περιέχουν κόπρανα ή κλανιές, ενώ είναι ιδιαίτερα εθιστικό.

Το κλανοπότηρο χρησιμοποιείται ως εξής:
1) αρχικά το άτομο που θέλει να το κάνει προμηθεύεται ένα ποτήρι (κατά κύριο λόγο ένα συνηθισμένο ποτήρι νερού) 2) όταν αισθανθεί την ανάγκη να κλάσει τοποθετεί το κλανοπότηρο στον πρωκτό φράσσοντας νοητά την έξοδο 3) στην συνέχεια, κλάνει και όταν νιώσει πως έχει «αδειάσει» φέρνει το ποτήρι στην μύτη του για να το εισπνεύσει.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να γίνουν ορισμένες προφανείς αλλά καθόλου περιττές παρατηρήσεις, ώστε να διευκολυνθούν οι πρωτάρηδες που θα το χρησιμοποιήσουν:
1) Το κλανοπότηρο πρέπει να χρησιμοποιείται κυρίως για προσωπική ευχαρίστηση.
2) Το τυχόν σώβρακο ή παντελόνι που παρεμβάλλεται μεταξύ πρωκτού και κλανοπότηρου ουδόλως εμποδίζει την κλανιά να εξέλθει ή την φιλτράρει.
3) Το σημαντικότερο είναι πως η ένταση της μυρωδιάς αυξάνεται εκθετικά σε σχέση με μια τυπική κλανιά που ρίχνουμε και στην συνέχεια αυτή έρχεται σε μας και την εισπνέουμε. Αυτό το καταλαβαίνουμε εύκολα αν σκεφτούμε ότι όλη η κλανιά εγκλωβίζεται σε ένα μικρό χώρο και αυτό που αναπνέουμε είναι καθαρή κλανιά. Οπότε χρειάζεται προσοχή καθώς μπορεί να προξενήσει λιποθυμία ή προσωρινή απώλεια της όρασης. Μάλιστα έχει καταγραφεί ένα περιστατικό, όπου το άτομο έπεσε σε κώμα για μια βδομάδα.
4) Ποτέ δεν μυρίζουμε κλανοπότηρο που προέρχεται από άλλον επειδή δεν μπορούμε να ξέρουμε τι περιέχει ένας άλλος κώλος.

Όταν μια παρέα θέλει να κάνει μια τζούρα, τότε αντί ενός ποτηριού χρησιμοποιείται ένα σφηνακοπότηρο, οπότε μιλάμε για κλανοσφηνάκι.

- Εε μαλάκα τι έχεις; Γιατί έχουν θολώσει τα μάτια σου; - Δεν έχω τίποτε...
- Άσ' τα αυτά, πάλι κλανοπότηρο έκανες; Πρέπει κάποια στιγμή να το κόψεις.
- Φίλε δεν μπορώ να ξεφύγω...

-Πρρρ... στην υγειά μας παιδιά!!

βλ. και κλανιόλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σερβιτσάλι = κλύσμα. Χρησιμοποιείται σκωπτικά, πέραν της καθαρά ιατρικής, μιας και πρόκειται για κλύσμα, ήτοι επί τού πρωκτού.

σαράντα σερβιτσάλια
ένα πάνω στο άλλο
όποιο κι αν πάρεις θα γίνεις καλά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δεύτερο μαξιλάρι-ρεζέρβα που συνήθως χρησιμοποιείται για να μπαίνει ανάμεσα στα σκέλια κατά τη διάρκεια του βαθέως ύπνου (στάδια 3 & 4) προς αποφυγήν εφίδρωσης των γλουτών, κυρίως κατά τους θερινούς μήνες στις μεσογειακές χώρες.

Η ονομασία προέρχεται από την -κατά περίπτωση συχνή ή λιγότερο συχνή- συνήθεια του χρήστη να πέρδεται ακουσίως κατά τη διάρκεια του ύπνου, με συνέπεια το εν λόγω μαξιλάρι να γίνεται δέκτης δύσοσμων αερίων.

Σαν αξεσουάρ είναι λίαν βοηθητικό και πρακτικό, εκτός από τις περιπτώσεις εκείνες, που (1) μπερδεύεται με το κανονικό μαξιλάρι του χρήστη και (2) ο κοιμώμενος χρησιμοποιεί ως τέτοιο το μαξιλάρι της/του συγκοιμώμενης /-νου γκόμενας / συζύγου, κτλ.

Άσε φίλε, μπέρδεψα χθες το μαξιλάρι μου με το κλανομαξίλαρο και το πρωί έζεχνα κλανίλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψακί-μουνί: η γυναίκα - κοπέλα που δεν κάνει χρήση του ξυραφιού στο συγκεκριμένο σημείο ή έχει να κάνει μπάνιο από το Πάσχα. Συνήθως χρησιμοποιείται για κοπέλες πού έχουν κάνει το σεξ καθημερινότητα... και όχι με τον ίδιο άντρα!

  1. Πω ρε φίλε χτες γάμησα μία ψακομούνα, τρία προφυλακτικά έβαλα.

  2. Μέσα σε μπαρ-κλάμπ (αντροπαρέα)
    - Ρε φιλέ ωραία γκόμενα αυτή.
    - Άσε ρε μαλάκα, αυτή είναι ψακομούνα, έχει πάρει όλη την περιοχή.

βλ. και παρτόλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος (συνήθως σουβλακερί) που δεν πληρεί κανέναν μα κανέναν κανόνα υγιεινής. Δε μιλάμε για το σύνηθες βρώμικο (που είναι και νόστιμο), αλλά για το εγκληματικά βρώμικο. Μιλάμε για βρώμα και δυσωδία παντού, ο τυλιχτής- ψήστης άπλυτος, αξύριστος και καταϊδρωμένος, να στάζει ο ιδρώτας από την άκρη της μύτης του μέσα στις πατάτες κτλ. Τόσο βρώμικο που και ο Ιησούς ο ίδιος να έτρωγε από κει θα πέθαινε.

- Πάμε στου Τζίμη του χοντρού για καμιά πίτα:
- Τι λες ρε; Τάσεις αυτοκτονίας έχεις;
- Γιατί ρε; Κάνει ωραία πίτα ο Τζίμης.
- Άσε τώρα, από κει έφαγε ο Χριστός και πέθανε!

(από Khan, 26/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περίτεχνος τρόπος σεξουαλικής ικανοποίησης γυναικών με το χτύπημα του αιδοίου με τη φτέρνα.

Σε ευρεία χρήση, ως λέξη και πρακτική, στην ορεινή Κρήτη.

- Τι έγινε με την Ελένη, ρε;
- Τι να γίνει! Απ' ότι κατάλαβα δεν έχει χρόνο για σχέσεις. Ετοιμάζεται για το Πολυτεχνείο.
- Α, δηλαδή ο φτερνίτης πάει σύννεφο!

Κάπως έτσι! (από nikolaosvlas, 30/09/11)Το όργανο (από nikolaosvlas, 09/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή και το αντίστροφο: Για κάθε μιξιάρη υπάρχει και μια τσιμπλιάρα! Καθένας βρίσκει αυτόν που του ταιριάζει.
Σε ευρεία χρήση σε όλη τη Χώρα.

- Τι της βρίσκει της Άννας ο Βαγγέλης, ρε!
- Κι ο Βαγγέλης δηλαδή εσένα τι σου λέει! Ρε συ, για κάθε τσιμπλιάρη υπάρχει και μια μιξιάρα. Δεν το ξέρεις;

Μιξιάρης (από nikolaosvlas, 28/09/11)Για κάθε... (από nikolaosvlas, 28/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τμήμα της κουράδας που βγαίνει πρώτα κατά το χέσιμο. Ο όρος χρησιμοποιείται μεταφορικά από την κίνηση της χελώνας όταν βγάζει το κεφάλι από το καβούκι και χρησιμοποιείται συνήθως για να δηλώσει άμεση ανάγκη προς αφόδευση. Συντάσσεται συνήθως με τα ρήματα «σκάω μύτη» ή «βγαίνω».

Ενίοτε αναφέρεται και ως μυτοκούραδο.

Πάω γρήγορα σπίτι γιατί έχει σκάσει μύτη το χελωνάκι και θα τα κάνω πάνω μου.

(από Vrastaman, 16/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified