Selected tags

Further tags

Βαρύτατη προσβλητική η απειλητική έκφραση που χρησιμοποιείται για κάποιον που ανακρίνεται και καταθέτει πράγματα που γνωρίζει κατόπιν βασανισμού.

Σημαίνει ότι κατέθεσε τα πάντα, εξωτερίκευσε όλα όσα γνώριζε ή έμαθε καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του μέχρι και τη βρεφική ηλικία του, (αν είναι δυνατόν), και, καθ' υπερβολή, έβγαλε από μέσα του μέχρι και το γάλα που θήλασε από τη μητέρα του. Δηλαδή, τα κατάθεσε όλα, τα μαρτύρησε όλα, τα ξέρασε όλα, τα πρόδωσε όλα.

Η φράση σήμερα πλέον, πέραν της αρχέγονης ερμηνείας, προσδιορίζει είτε γερό ξυλοδαρμό είτε έντονη ταλαιπωρία, λόγω του ξυλοδαρμού και της ταλαιπωρίας που περιεχέι ένας τυπικός βασανισμός.

Συχνά συγχέεται με το εκεί που φτύνουμε, δε γλείφουμε.

Συνώνυμο: εδώ θα φτύσεις αίμα.

  1. Μετά από τόσο ξύλο που έφαγε στο καρακόλι, τα ξέρασε όλα, έφτυσε και της μάνας του το γάλα.

  2. Θα σας περιμένουμε έξω από τη θύρα 4 , θα φτύσετε της μάνας σας το γάλα.

  3. Άσε Βούλα μου, χάλασε το ασανσέρ και ανέβηκα με τα πόδια στο 5ο, τι να σου πω, έφτυσα της μάνας μου το γάλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λόξυγγας με επακόλουθο ρέψιμο.

Αν και στην παγκόσμια βιβλιογραφία έχουν καταγραφεί περιπτώσεις όπου το ρέψιμο προηγείται του λόξυγγα, αυτή πάντως είναι η πλέον κοινή συμπεριφορά που παρατηρούμε στη φύση. Κι όταν λέμε στη φύση, εννοούμε (συνήθως) στα σπίτια των παππούδων και των γιαγιάδων μας, που, έχοντας ζήσει κατοχές και κακουχίες, εκτιμούν ίσως περισσότερο από όλους μας το φαγητό, τόσο πολύ που ώρες ώρες μπουκώνονται ασυστόλως, αγνοώντας τις υποδείξεις των ιατρών και των συγγενών για το ζάχαρο, την πίεση, και ό,τι άλλο έχουν ευχαρίστηση, με αποτέλεσμα, εκτός από τη σημαντική επιβάρυνση του οργανισμού τους, να παράγουν αυτό το πολυφωνικό είδος ρεψίματος, το οποίο μπορεί να επαναλαμβάνουν για ώρες.

Ο ρέψυγγας πάντως δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο της τρίτης ηλικίας. Μπορεί εύκολα να παρατηρηθεί σε άτομα στα οποία τους έρχεται συχνά λόξυγγας, αν και σε αυτές τις περιπτώσεις η χρονική περίοδος κατά την οποία εμφανίζεται το φαινόμενο (γνωστό και ως διάρκεια ζωής του ρέψυγγα) είναι σημαντικά μικρότερη.

- Χικ-Μπουρμπ...Χικ-Μπουρμπ...
- Αμάν ρε γιαγιά με αυτόν το ρέψυγγα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η περιοχή γύρω από τον πρωκτό, ήτοι γύρω από το σημείο από όπου βγαίνουν οι κλανιές.

Χρησιμοποιείται γενικά για τον πρωκτό.

Απαντάται κυρίως στο υβρεολόγιο των γηπέδων.

Άμα σε πετύχω, ρε σκουλήκι, θα σου ξεσχίσω το περικλανίδι ρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορισμός για την μπίχλα, τη βρωμιά κυριολεκτικά, και μεταφορικά-συνεκδοχικά για τον βρωμύλο και την βρωμερή.

  1. ...θα σαπισω στις μπουνιες αυτη τη τσουχτροκωλα μπεχρα μεχρι να της φυγει η μασελα,αντε με την μουνοσαλιαρα να πουμε...εδώθε

  2. και...Συμφωνώ τόσο που το κεφάλι μου έγινε κώλος κι ο κώλος σου κεφάλι απ' τη βαθιά υπόκλιση μπροστά σου!
    Τον χώρο της τηλεόρασης λόγω σπουδών τον έζησα λίγο και τον σιχάθηκα πολύ. Μιλάμε για τρελή μπέχρα. 6 μήνες πρακτική στην ΕΡΤ ήταν ικανοί να με κάνουν ν αλλάξω επάγγελμα. Χειρότερη κωλόφαρα απ τους δημοσιογράφους δεν υπάρχει, ούτε οι πολιτικοί δεν τους φτάνουν στην διαφθορά! ...εκείθε

Ο Μαχητικός φωτορεπορτερ Γ. Μπεχράκης, όλη μέρα στη δουλειά...ε... (από perkins, 26/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γλύφανο ή αλεζουάρ (και αμερικλανιστί reamer)

Εργαλείο που σαν σκοπό έχει την λείανση μιας οπής που έχει τρυπηθεί με κοινό τρυπάνι.

Πρώτα πχ. ανοίγουμε μια τρύπα με τρυπάνι Φ 8,8 μμ και με το γλύφανο το πάμε 9 μμ ακριβώς.

Έτσι και το σκατό παραλληλίζεται με το τρυπάνι και η ψωλάρα ή ο σχοινοκαθαριστήρας παραλληλίζεται με το γλύφανο.

Χώσε μωρό μου το γλύφανό σου μέσα, τώρα που έχω χέσει και είμαι ανοιχτός (λέει ο πουστράκος στον βεληγκέκα του)

(από ο αυτοκτονημενος, 23/10/10)(από ο αυτοκτονημενος, 23/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται τις φορές που σφίγγουν τα γάλατα, σε περιόδους μεγάλης αγαμίας δηλαδή, αναφορικά με το σπέρμα του άντρα, το οποίο από την πολυκαιρία και την στασιμότητα έχει πήξει και σβολιάσει, έχει γίνει σα χαλίκι.

- ...άντε υπομονή Μήτσο, εφτά και σήμερα να πάρουμε τη ροζαλία να πάμε σπίτια μας...
- ...να διώξουμε και τα χαλίκια, γιατί δεν πάει άλλο...

... από πέτρινο πουλί. (από patsis, 26/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στο σχήμα της κατάληξης του παχέος εντέρου (γνωστό και ως ορθό), το οποίο παίρνει τη μορφή ποτηριού μετά από σεξουαλικά (και όχι μόνο) βάναυση μεταχείριση. Η έννοια της λέξης είναι συνήθως μεταφορική, με αρκετά στοιχεία υπερβολής, δεν είναι όμως λίγες οι φορές εκείνες που χρησιμοποιείται άκρως κυριολεκτικά.

  1. - Τι;! Την γάμησες απ' τον κώλο! Έλα ρε θερίο! και για πες...
    - Τι να πω, απλά της τον έκαμνα ποτήρι.

  2. [...]Το '69 [...] εγνώρισα έναν κατάδικο που του χώσανε γκλοπ στον κώλο, μετά το τραβήξανε έξω με δύναμη και το κωλάντερό του κρεμόταν σαν ποτήρι. [...] (Ηλίας Πετρόπουλος, «Το Εγχειρίδιο Του Καλού Κλέφτη», σ. 77)

κολωνάτο! σωστότατος GATZ! (από PUNKELISD, 18/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κυριολεκτικά, τα σκατά.

  2. Αλλά και μεταφορικά τα σκατά, όταν θέλουμε να μιλήσουμε λιγότερο αθυρόστομα, τόσο για καταστάσεις όσο και για ανθρώπους.

  3. Το αντικείμενο αδιευκρίνιστης ταυτότητας, προέλευσης, σχήματος, σε φάση μαραφέτι, παπαράκι, μαρκούτσι, γαμίδι.

  4. Φιλική προσφώνηση σε οικείο πρόσωπο (!).

  1. Από εδώ:

Άμα τον πηγαίνεις βόλτα μέρα παρά μέρα, είναι σίγουρο ότι θα κάνει μεγάλες σκατούλες ενδιαμέσως... Γενικά πάντως, δεν κατάλαβα γιατί τους ενοχλεί το μέγεθος της σκατούλας.... με δεδομένο ότι θα βγάζεις το σκύλο 2 φορές την ημέρα τουλάχιστον, και συνολικά πάνω από μία ώρα, φυσικά και δε θα χέζει συνέχεια...

2α. Από εδώ:

Σε ένα βίντεο που ανέβασα στο utube μου κότσαραν και μια διαφήμιση... Αν γίνουν κλικ εγώ θα πάρω τπτ ή σκατούλες;;;

2β. Από εδώ (σ.σ. το λινκ είναι broken, το κείμενο εμφανίζεται μόνο στο google - το σχόλιο πιθανώς αφαιρέθηκε):

Βρε καραγκιοζη, ο καπετανιος κατι σκατουλες σαν κι εσενα, τις εχει για πρωινο. Χτεσινε ρουφιανακο.

  1. Από εδώ:

Και αυτά που είναι σαν κίτρινες πατημένες σκατούλες δίπλα από το κάθε νήμα, γιατί λένε «Νέα»; Τι Νέα, η εφημερίδα; Και γιατί είναι σαν κίτρινες σκατούλες; Και γιατί είναι σαν πατημένες;

  1. Από εδώ:

- Άστα να πάνε, η χαμένη έγινε κιουρία και την έκανε μπουχός. Τι κάνει η περιστέρα σου;;; Πότε θα σας δούμε;;;
- Και γω ρε σκατούλες σας πεθύμησα... Θέλω καφεδάκι και κουτσομπολιό.

(από peregrine, 05/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αιδοίο το οποίο από τη συχνή και επίπονη διείσδυση από ανδρικά μόρια έχει χάσει το σφρίγος και έχει κρεμάσει. Δηλαδή με λίγα λόγια όταν ένα αιδοίο ξεχειλώνει.

Πω ρε Αγησίλαε. Τη θυμάσαι εκείνη τη σαραντάρα που γνώρισα τις προάλλες; Ε, μάπα το καρπούζι. Για να μη στα πολυλογώ το μουνί της ρε φίλε ήταν μπριζολιασμένο και σιχάθηκε η ψυχούλα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified