Further tags

Αυτός του οποίου η δίαιτα, -με τη διπλή (αρχαία ελληνική) σημασία της διατροφής και του (πολιτικού) τρόπου του βίου-, βασίζεται στο σουβλάκι. Όπως και το σουβλακοφάγος χρησιμοποιείται ως:

  • οιονεί χαρακτηριολογική τυπολογία

Ελληναράς ΜΠΑΛΟΚΡΙΤΙΚΟς σουβλακοβιος. (Εδώ).

  • ως εθνικό τυπολογικό χαρακτηριστικό

Ο πιο Έλληνας είμαι εγώ που είμαι σουβλακόβιος! (Από συζήτηση περί ελληνικής ιδιαιτερότητας στο Μπου).

  • και, ασφαλώς ως παρατσούκλι του Κώστα Καραμανλή (ανηψιού).

Μην ξεχνάμε τη στάση του Γ.Α.Π. τον Απρίλιο του 2009 όταν ο σουβλακοβιος του ζήτησε εθνική συνενόηση γιατί τα είχε σκατώσει κι ο ΓΑΠ απάντησε λεφτά υπάρχουν. (Εδώ).

Αιώνιος σουβλακόβιος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που τρώει σουβλάκια, το λέει κι η λέξη. Καθ' εαυτό το να τρως σουβλάκια 'ν'ν' κακό..., μόνο κάπως παχυντικό και ανθυγιεινό. Η έκφραση, όμως, χρησιμοποιείται ως εθνικό αυτοφαυλιστικό για να χαρακτηρίσει τον κλασικό τον μαλάκα τον Έλληνα. Η σουβλακοφαγία θεωρείται ως ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του ελληνικού λαού κι έτσι όταν θέλουμε να αυτοβριστούμε ή να αποδεχθούμε στερεοτυπικές βρισιές άλλων για εμάς, θα αναφερθούμε σε έναν Έλληνα σουβλακοφάγο, φραπέλληνα / φραπεδέλληνα, τσιφτετέλληνα κ.τ.ό. Ο σουβλακοφάγος είναι, λοιπόν, ο Ελληνάρας, που, όπως ορίζεται προσφυώς από σύσσλανγκο, έχει «μπυροκοιλιά, αξύριστο του βρομιάρη, αθλητική εφημερίδα παραμάσχαλα, φραπέ στο χέρι και κωλοχωρίστρα τριχωτή που φαίνεται κατά τη διάρκεια της επίκυψης ή και χωρίς αυτήν». Βρωμάει αντρίλα, αρχιδίλα, ματσίλα που μπορεί να καταντήσει τουματσίλα. Όπως, όμως, και ο Lumberjack των Monty Python μπορεί να επιφυλάσσει εκπλήξεις ως προς τον σεξουαλικό του προσανατολισμό (όντας όντως σουβλακοφάγος).

Λιτός βίος

  1. Μένει να ξαναγίνουμε ο κατά Σάξονα τεμπέλης, φωνακλάς, καλοπερασάκιας, σουβλακοφάγος, τριχωτός και μικροτσούτσουνος λαός. (Από μπλογκ).
  2. Φραπεδέλληνας ο σουβλακοφάγος. O πρωτος ειναι προφανες οτι ειναι Δημόσιος Υπάλληλος που τιμησε με την ψηφο του το ΠΑ__Κ και αυτο τον τιμησε διοριζοντας και την υπολοιπη οικογενεια… Ο καγκουρο50αρης που μπηκε μετα, τον κοβω να ειναι αγροτης του καφενειου και του κωλόμπαρου, τίγκα στις μαϊμού επιδοτησεις… Ο παπουλης, δεν ψηφισε τον «αλλο». Βενιζελο ψηφισε… Αλτσχάιμερ πρωιμης μορφης… Ο αλλος ειναι 71 χρονων δεν είναι «χτεσινός», αλλα οι χτεσινοι φταινε για ολα… Ο κλασικός ο κύριος ο Έλληνας… Η χοντρη κυριουλα με τα γυαλια, μαζευει ευρουλακια χωρις αποδειξη. Κλασσικη κυριουλα της κατουρημένης ποδιάς, για τα τεκνα της ρε γαμώτο… Ο επομενος γυαλάκιας ο κλασσικος καφενοβιος που τα ξερει ολα, γιατι ειναι γεννημενος το 40’… Ζουν ανάμεσά μας… Αν υποψιαστω οτι ειναι και πλειοψηφια, μαζι με τους αλλους του Αντωνακη, ψαχνω για διαβατηριο…. (Εθνικός αυτοφαυλισμός εδώ).
  3. Καθε σουβλακοφαγος χρυσαυγουλα θα ποθησει και θα φορεσει αυτα τα εσωρουχα . ειδικα αν βγουν και σε παραλλαγη θα γινουν αναρπαστα. (Γυναικεία εσώρουχα για άντρες).

Η λέξη ασφαλώς μπορεί να σημάνει απλώς κάποιον που του αρέσουν τα σουβλάκια χωρίς άλλη κονοτέησιο.

Είσαι τίμιος σουβλακοφάγος γιατί αν και το τρως μπασταρδεμένο, έχεις απλά αποδεχθεί την μετεξέλιξη του σουβλακιού. (Τι άνδρας είσαι ανάλογα με το τι σουβλάκι τρως).

Και βεβαίως αποτελεί το παρατσούκλι ειδικά του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή (ανηψιού) στον οποίο αναφέρονται και τα περισσότερα αποτελέσματα του γούγλη. Ως πολιτικό παρατσούκλι βγάζει χάρη στο -φαγος, κάτι το ένδοξο εθνικιστικό, όπως λέμε Τουρκοφάγος, Βουλγαροκτόνος κ.τ.ό., μόνο που ο εν λόγω καθαρίζει απλώς σουβλάκια.

  1. Το Χριστοφοράκο τον φυγάδεψε η ντορα και ο σουβλακοφαγος.....δε μπορεί να το ξεχάσες ούτε να μη το πρόσεξες. (Εδώ).
  2. Δηλαδη ο "σουβλακοφαγος" δεν εφταιξε, ο Παυλόπουλος με τις προσληψεις δεν εφταιξε? Τελος παντων, κάθε λαος αξιζει τους "αρχοντες" του! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυπολογικό όνομα που δηλώνει τον μαλάκα, συνώνυμο του μαλακαντρέας. Πιθανολογώ ότι ο λόγος που επελέγησαν τα ονόματα Αντώνης και Αντρέας και όχι κάποια άλλα σχετίζεται με τους πολιτικούς Αντώνη Σαμαρά και Ανδρέα Παπανδρέου αντιστοίχως με το ότι αρχίζουν από άλφα και είναι τρισύλλαβα. Για τη σλανγκικότητα εξάλλου του ονόματος Αντώνης, βλέπε τα βουβαντώνης, τρελαντώνης, αλλά και το αντώνης. Καίτη, λοιπόν, η μεγάλη πλειοψηφία των αποτελεσμάτων στον γούγλη αναφέρεται στον πρώην πρωθύ Αντώνη Σαμαρά, το τυπολογικό όνομα προϋπήρχε.

  1. Οι καραγκιόζηδες και οι μαλακαντώνηδες νόμιζαν ότι πουλώντας τρέλα θα έκρυβαν την αδυναμία βιωσιμότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Το ψέμα έχει κοντά ποδάρια. Και ναι. Οι νέοι με ικανότητες δεν θα μείνουν στο τριτοκοσμικό κωλοχανείο για να ψήνουν τυρόπιτες και να φτιάχνουν καφέδες. (Κάπιταλ).
  2. Το βέβαιο είναι ότι δεν κινδυνεύει από μαλακαντώνηδες και μαλακαδώνηδες. (Τοίχο-τοίχο: Αυτή η κυβέρνηση έχει κερδίσει τον σεβασμό μου).
  3. Τὸ ὅτι ὁ Σαμαρᾶς εἶναι Μαλακαντώνης καὶ ὄχι Τρελλαντώνης ἀποδεικνύεται ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι ἐφορτώθη βλακωδῶς αὐτὰ τὰ φυράματα τὰ ὁποῖα βεβαίως εὐκαιρίας δοθείσης θὰ προδώσουν καὶ αὐτόν. (Ἐδῶ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιότερα αποτελούσε μειωτικό χαρακτηρισμό των οπαδών και μελών της ομάδας του Παναθηναϊκού στη λογική ότι η ομάδα εκπροσωπούσε τα αστικά και μεγαλοαστικά στρώματα της Αθήνας, και δη των Βορείων Προαστίων, με λίγα λόγια τους φλώρους της υπόθεσης, σε αντίθεση με τον αιώνιο αντίπαλο Ολυμπιακό, που αντιπροσώπευε το λιμάνι, την εργατιά και την προσφυγιά (λέμε τώρα) ή τις προσφυγικές ομάδες της Α.Ε.Κ. και του Π.Α.Ο.Κ.

Ως προς την ετυμολογία του τζιτζιφιόγκου βρήκα εδώ την ενδιαφέρουσα (πλην όχι σίγουρη) άποψη ότι πρόκειται για νόθο σύνθετο από το τουρκικό τζιτζί (< cici = ωραίος, χαριτωμένος) και το φιόγκος.

Νικώντας οι «μαουνιέρηδες» τους «τζιτζιφιόγκους» ήταν σαν να νικούσαν οι Αποκάτω τους Αποπάνω. Ιδεολόγημα; Βεβαιότατα! Και αν, μάλιστα, κάτσεις και καλοσκεφτείς ότι «τζιτζιφιόγκοι» δεν ήσαν οι ποδοσφαιριστές του ΠΑΟ (που ήσαν μεν και εκείνοι παιδιά των λαϊκών τάξεων, αλλά έπαιζαν για την ομάδα της «καλής κοινωνίας»), τότε το συγκεκριμένο ιδεολόγημα γίνεται αφόρητο και απύθμενο.
Ωστόσο, ιδεολόγημα-ξεϊδεολόγημα, από όλη αυτή τη συγκρουσική ιστορία έβγαινε κάθε Κυριακή απόγευμα ένα συμπέρασμα: ότι ο εργατικός και προσφυγικός Πειραιάς νικά την καλοταϊσμένη Αθήνα των βολεμένων αστών. (Εδώ).

Μια χρήση του "τζιτζιφιόγκος" που έχει συζητηθεί, από πρώην (πλέον) στέλεχος του Ποταμιού. (από Khan, 02/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για τον οπαδό ή μέλος της ομάδας του Ολυμπιακού, αλλά και γενικότερα για τον Πειραιώτη.

Πρόκειται για ένα παλιό παρατσούκλι, που χρονολογείται από τις αρχές της ομάδας, και προσδίδει μια ταξική διάσταση στην αντιπαράθεση των δύο αιωνίων αντιπάλων, του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού (βλ. παραδείγματα και άρθρα στους συνδέσμους): Από τη μια οι ταπεινοί μαουνιέρηδες του λιμανιού, ενός τόπου εργατικού και προσφυγικού, και από την άλλη ο αστικός κόσμος. Στο πλαίσιο αυτό, η ονομασία και χρησιμοποιήθηκε μειωτικά, αλλά και πανηγυρίστηκε από τους ίδιους τους Ολυμπιακάκηδες ως μια λαϊκή υπεροχή τους έναντι των φλώρων και τζιτζιφιόγκων του Παναθηναϊκού. Τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς η ταξική αυτή αντίθεση υποχώρησε κάπως, χρησιμοποιείται λιγότερο από παλιότερα.

Σημειωτέον, ότι το μαουνιέρης χρησιμοποιείται επίσης και ευρύτερα για να χαρακτηρίσει στερεοτυπικά έναν λαϊκό, ακαλλιέργητο άνθρωπο, που βρίζει υπέρμετρα σε φράσεις τ. «μη βρίζεις σα μαουνιέρης», «πώς βρίζεις έτσι; Μαουνιέρη μεγάλωσα;», που βγάζουν έναν μπαμπαδισμό- παππουδισμό.

Πάσα: Χότζας.

  1. Κανονιέρηδες-.... Μαουνιέρηδες (μόνο) 2-0! Η ήττα του Ολυμπιακού από την Αρσεναλ με 2-0 για το τσάμπιονς λιγκ, απασχολεί κυρίως τα σημερινά πρωτοσέλιδα του αθλητικού Τύπου. (Εδώ).

  2. Στη δεκαετία του ’50, λ.χ., τότε που ο Ολυμπιακός έγινε και ονομάστηκε κατά γενική παραδοχή Θρύλος, δεν ήταν trendy για τον «καλό φίλαθλο» να υποστηρίζει τους «μαουνιέρηδες» και την «ψαραγορά»... δεν ήταν «comme il faut», δεν ήταν «καθώς πρέπει». Η ομάδα μας μπορεί να ιδρύθηκε από ανθρώπους της μέσης αστικής τάξης, αλλά από την πρώτη της κιόλας μέρα τράβηξε κοντά της το λαϊκό στοιχείο του Πειραιά –της μεγάλης αυτής εργατομάννας– και των λιμανιών της χώρας. Απλώθηκε ο Ολυμπιακός σε όλη την Ελλάδα όχι μόνο για τις αγωνιστικές επιτυχίες του, που ήσαν πολλές, αλλά και γιατί εξέφραζε το άδολο όνειρο του λαϊκού ανθρώπου: να δει επί τέλους στη ζωή μιαν άσπρη μέρα. Νικώντας οι «μαουνιέρηδες» τους «τζιτζιφιόγκους» ήταν σαν να νικούσαν οι Αποκάτω τους Αποπάνω. Ιδεολόγημα; Βεβαιότατα! Και αν, μάλιστα, κάτσεις και καλοσκεφτείς ότι «τζιτζιφιόγκοι» δεν ήσαν οι ποδοσφαιριστές του ΠΑΟ (που ήσαν μεν και εκείνοι παιδιά των λαϊκών τάξεων, αλλά έπαιζαν για την ομάδα της «καλής κοινωνίας»), τότε το συγκεκριμένο ιδεολόγημα γίνεται αφόρητο και απύθμενο.
    Ωστόσο, ιδεολόγημα-ξεϊδεολόγημα, από όλη αυτή τη συγκρουσική ιστορία έβγαινε κάθε Κυριακή απόγευμα ένα συμπέρασμα: ότι ο εργατικός και προσφυγικός Πειραιάς νικά την καλοταϊσμένη Αθήνα των βολεμένων αστών. (Εδώ).

  3. Κάποτε υπήρχαν φλώροι και μαουνιέρηδες. Σήμερα οι παράγοντες του Ολυμπιακού θα ήταν μαουνιέρηδες αν οι θαλαμηγοί μετονομάζονταν σε μαούνες. (Εδώ).

  4. Κάπως έτσι ο ΠΑΟ έγινε η ομάδα που στη συλλογική νεοελληνική συνείδηση είναι ταυτισμένη με τον μεγαλοαστισμό. Η ομάδα των μεγαλοαστών, αλλά και η ομάδα εκείνων που ονειρεύονταν μεγαλοαστικές καταξιώσεις, δηλαδή που ονειρεύονταν να γίνουν μεγαλοαστοί. Είναι τυχαίο ότι το υποτιμητικό παρατσούκλι των οπαδών του Ολυμπιακού για πολλές δεκαετίες ήταν το «μαουνιέρηδες»; Όχι φυσικά! Το «μαουνιέρηδες» συνδηλώνει το σηκωμένο φρύδι του πλούσιου απέναντι στον φτωχό, την αίσθηση υπεροχής και υποτίμησης του μεγαλοαστού απέναντι στον ταξικά υποδεέστερο. (Εδώ).

  5. Oι Πειραιώτες μεταλλάχθηκαν από «ψαράδες» σε «μαουνιέρηδες» για να καταλήξουν σε «ψευτόμαγκες». Tώρα πια έχουν εξαφανιστεί αυτά τα παρατσούκλια και το μόνο που τους έχει μείνει είναι το «γαύροι», χαρακτηρισμός που έχει να κάνει με τους φίλαθλους της αιώνιας αγάπης της πόλης, που δεν είναι άλλη από τον Oλυμπιακό. «Tι ομάδα είσαι;» «Γαύρος!». Έτσι απλά... (Εδώ).

Μυδασίστ: Σαράντ. Στην αρχή του άζματος. (από Khan, 31/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια εμβληματική φυσιογνωμία των διαδηλώσεων (τον θυμάμαι ήδη από το 1998 και μάλλον είναι παλιότερος αρκετά), ο ανθρακωρύχος είναι ο συμπαθής πληθωρικός κωφάλαλος μπροστάρης των διαδηλώσεων. Εφοδιασμένος με εργατική κάσκα και ιατρική μάσκα για τα δακρυγόνα (από όπου πήρε και το ψευδώνυμο) και φορώντας ενίοτε μάσκα για τη θάλασσα πάνω από τα χαρακτηριστικά γυαλιά μυωπίας, συμμετέχει στις διαδηλώσεις και πάντα αλληλέγγυος, βοηθάει όποιον βρεθεί σε ανάγκη χτυπημένος από τα δακρυγόνα, τα γκλομπ και τα υπόλοιπα χάδια του δημοκρατικού μας καθεστώτος.

Στον ελεύθερό του χρόνο (από τις πορείες), πηγαίνει κανένα γήπεδο όπου κι εκεί καταφέρνει να μαγέψει τα πλήθη (βλ. βίντεο). Γενικά από λεφτά δεν πρέπει να τα πάει καθόλου καλά, γι' αυτό και όπως έμαθα εθεάθη ο καημένος τώρα τελευταία με ένα τετράδιο να ζητάει μια μικρή συνεισφορά από τον κόσμο.

Τον έχουνε κατηγορήσει και για ασφαλίτη, αλλά μάλλον αυτά είναι κακόβουλες ανακρίβειες κάποιων ασυναίσθητων. Στο τέλος θα βγάλουν ασφαλίτη και τον Λουκάνικο!

Μιας και το ανοίξαμε το ζήτημα, βάζω και την κατάθεση της φίλης μου της Νάγιας στον ορισμό:

Ο Μανωλάκης ο Μεζούρας όπως τον ξέρω εγώ... Από το 1987 παρακαλώ, όταν παίζαμε ηλεκτρονικά στο Κιάτο (απ' όπου και κατάγεται)... Γιατί πάντα κυκλοφορούσε με μια μεζούρα στο χέρι... Αγαπημένο του ηλεκτρονικό ένα με ένα πιγκουινάκι το οποίο το έλεγε «πάπι» με την χαρακτηριστική του ομιλία... Έμπαινε στο μαγαζί (το αναψυκτήριο του Μπαγλαμπά πίσω από την disco SUPER STAR με το ψαράκι.... Θυμάται κανείς;), το έψαχνε λέγοντας «πάπι που;» και οι περισσότεροι τον στέλναμε στην τουαλέτα....

Αργότερα τον είδα στα γήπεδα... Στην σκεπαστή στη Φιλαδέλφεια και στο στίβο στο ΟΑΚΑ είτε έπαιζε ο ΠΑΟ είτε ο ΟΣΦΠ (1998 περίπου...)

Οι ΚΝίτες πριν καμιά 10αριά χρόνια τον λέγαν ασφαλίτη και δεν τους άλλαζες τη γνώμη με κανέναν τρόπο....
Και είναι αγέραστος ρε γαμώτο... 25 χρόνια ίδιο τον θυμάμαι...

Nayapedia λέμεεεε!!! χαχαχαχα Naya speaking

  1. (από Indymedia)
    «Ναι, αυτός που χτυπήθηκε πολύ άγρια από τους μπάτσους είναι ο γνωστός, συμπαθής «ανθρακωρύχος». Φιγούρα γνωστή σε όλους μας, αλλά ακόμα και στον τελευταίο πρωτοεισακτέο των μπατσοσχολών- πολύ περισσότερο στους «έμπειρους» μπάτσους ή κρυπτομπάτσους σημερινούς βασανιστές του.»

  2. (από Indymedia)
    «Ήμουν παρών χθες στο περιστατικό με τον Μεζούρα. Κάποιος απ' αυτούς τους «Αγανακτισμένους» που μαζεύονται με σημαιούλες στον άγνωστο, ενοχλήθηκε από τις κραυγές του (κωφάλαλος είναι ο άνθρωπος, έλεος...) και πήγε να τον διώξει. Ο Μεζούρας, όπως όλοι τον ξέρουμε τόσα χρόνια στο δρόμο, δεν κώλωσε και αντιστάθηκε στο φασισταριό. Ο σιστας τότε τον χτύπησε με ένα μπουκάλι μπύρας στο κεφάλι με τα γνωστά επακόλουθα. Ελπίζω κάποιος να έχει γνώση της κατάστασης του και να μας ενημερώσει, γιατί ο άνθρωπος πραγματικά έδειχνε να υποφέρει μετά το θρασύδειλο χτύπημα.»

  3. (από εδώ)
    «Ανθρακωρύχος. ( Πάντα μάχιμος με αγανακτισμένες κραυγές μπορεί με την ευφράδεια λόγου του να μαγέψει οποιοδήποτε εξεγερμένο ανα την γή. Στήριξη του παρέχει η Original 21).»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οπαδός ή αθλητής της ομάδας του Ηρακλή, λόγω της κυανόλευκης εμφάνισης (και δη συχνά μπλε μπλούζα- άσπρο σορτσάκι) που η ομάδα μοιράζεται με τα στρουμφάκια.

Πάσα: allivegp.

  1. - ρουλη ασε τον πρόλογο και ετοιμαζε τα 500.000 για τον Σκορτσιανιτη.. μετα να σε δουμε - τι λέει το στρουμφάκι 500χιλ;
    ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ
    500χιλ φάπες θέλεις να πεις
    - Σατανοερπετό, εσύ έχεις μόνο 1 τίτλο, οι άλλοι είναι του μεγάλου Γκάλη ο οποίος σας έχει πάρει χαμπάρι γι αυτό και σας έχει συνδέσει κανονικά. Αλήθεια θυμάστε που τον παρακαλούσατε να μην έρθει στο μεγάλο ΗΡΑΚΛΗ; Ακόμα και το Γκάλη βρε αχάριστοι δεν το σεβαστήκατε. Ερπετά όνομα και πράμα. Ουστ γλιστεροί τύποι.
    (Στρουμφάκι vs ερπετό εδώ)

  2. Ανύπαρκτα γαλάζια στρουμφάκια την πέσανε στον μπορμπόκη εδώ

Στρουμφάκι επελαύνει (από Khan, 04/10/10)

Βλέπε και γριές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο Λαρισαίος.

  2. Ο βρωμοπόδαρος, αυτός που οι πατούσες του μυρίζουνε τυρίλας (σε γενική πτώση). Βλ. και τυρέμπορας.

Ο όρος προέρχεται από το όνομα του μεσαιωνικού συγγραφέα Τυρόλδου, πιθανώς μυθικού. Βλ. εδώ.

  1. - Από πού είναι ο Βάιος, ρε;
    - Δεν το 'πιασες από το όνομα; Τυρόλδος είναι ρε, τυρόλδος.

  2. - Τι βρομάει σα λέσι εδώ μέσα, μάγκες;
    - Αυτός ο τυρόλδος ο Γρηγόρης έβγαλε πάλι τα παπούτσια του.

Βλ. και τυρί ορισμός 5, τυρόγαλο, ντιρόλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοκοβιός λέγεται κυρίως ο φλώρος ή φλούφλης ο οποίος είναι ολίγον τι και χαζός ή αγαθιάρης. Χρησιμοποιείται περισσότερο όταν η εμφάνιση συνάδει και με την ιδιοσυγκρασία αυτού που αποκαλείται κοκοβιός.

Το επίθετο κοκοβιός προέρχεται από το ψάρι κοκωβιός (λατ. gobius, αλλά και στα Ελληνικά πολλές φορές γωβιός). Κατατάσσεται μάλλον στα «χαζόψαρα»... πιάνεται εύκολα και δεν μεγαλώνει πολύ.

Το κοκοβιός προέκυψε και ως παρατσούκλι στον ηθοποιό Πέτρο Γιαννακό, από το ρόλο του «Κοκοβιού» σε μια ταινία του Τζαβέλα. Ο Πολύκαρπος Πολυκάρπου περιγράφει το συγκεκριμένο ρόλο ως εξής: «...Ο τύπος ήταν κάτι ανάμεσα σε καραγκιόζη, φασουλή, αρλεκίνο και κλόουν. Ήταν ο υπερφυσικός μπεμπές, το παιδί που δε μεγάλωσε, χαζοέξυπνος και βλακοϊδιοφυής...».

  1. Κοίτα ρε έναν κοκοβιό με γλειφιτζούρι, τί γκομενάκι που συνοδεύει... Χου ρε!

  2. Καλά ρε πώς σε κουρέψανε έτσι; Πώς θα βγεις έξω σαν κοκοβιός;

(από Malinowsky, 17/03/09)(από Malinowsky, 17/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά την Ευγενία Μανωλίδου, ο Ελληναράς Άδωνις Γεωργιάδης. Γνωστός και ως μπιφτεκάκι, λουλούκος, μωρουλίνι, μαϊντανός και μικρούλης (μικρούλης και στην π...α δεν ξέρω, ρωτήστε την Ευγενία στη στιγμή της αλήθειας). Για όλους τους άλλους, είναι γνωστός ως Άδης (χωρίς το Γεωργι-). Μπουμπούκος είναι γενικά όποιος συμπεριφέρεται στη γυναίκα του όπως ο Άδωνις στην Ευγενία.

-Ρε μαλάκα, εγώ λέω να πάρουμε τους άλλους και να πάμε στο γηπεδο, με τον Πανιώνιο παίζουμε.
-Άσε ρε. Το Μαράκι θα με πάει στη μάνα της.
-Κι εσύ θα πας ρε;
-Ε, τι να κάνω.
-Καλά ρε μαλάκα, πώς έγινες έτσι μπουμπούκος ρε. Προτιμάς τη γκόμενα και τη μάνα της από την ομάδα; Φτύνεις τα φιλαράκια σου; Ουρτ!

Ευγενία Μανωλίδου και Μπουμπούκος. Παρτ 2/2. (από Hank, 03/03/09)Παρτ 1/1. (από Hank, 03/03/09)(από Khan, 19/10/09)(από Khan, 02/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified