Further tags

Προφανούς ετυμολογίας λαϊκό λογοπαίγνιο στα χρόνια της (τότε στρατιωτικής) γερμανικής κατοχής 1941-1944, με το οποίο περιγράφονταν απαξιωτικά οι ταγματασφαλίτες, δλδ οι άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας.

Επρόκειτο για ένοπλα σώματα δωσιλόγων που συγκροτήθηκαν το 1943 από τον δοτό πρωθυπουργό Ιωάννη Ράλλη (πατέρα κατοπινού πρωθυπουργού), και που έφεραν την επίσημη ονομασία Τάγματα Ευζώνων. Από το επώνυμο του ιδρυτή τους, τα μέλη των Τ.Α. ονομάστηκαν και Ράλληδες.

Οι εξοπλισμένοι από τους Γερμανούς ταγματαλήτες φορούσαν ευζωνική στολή, και ωσεκτουτού ονομάστηκαν από τον λαό γερμανοντυμένοι ή γερμανοτσολιάδες (ένας ενδιαφέρων συνειρμός είναι ότι η λέξη τσολιάς προέρχεται από το τσόλι = κουρέλι / χυδαίο άτομο χαμηλού επιπέδου, το οποίο στα γερμανικά μεταφράζεται lumpen). Σήμερα η λέξη επιζεί ως β' συνθετικό στον όρο αμερικανοτσολιάς. Βλ. το νέτι, καθώς και τα Άπαντα Δημητρίου Πανούση, αοιδού/διασκεδαστού.

Η Λαϊκή Μούσα περιποιήθηκε δεόντως αυτά τα λουλούδια, τα οποία προέβαιναν σε παντοειδείς ωμότητες κατά του λαού και των αγωνιστών της Αντίστασης και τα οποία είχαν δώσει όρκο υπακοής (jawohl) στον Γερμανό Καγκελάριο και τους επιτελείς του:

Εν-δυό, εν-δυό, φουστανέλα, τσαρούχ' φούντα, φέσ'
εφτούνα τα ρούχα με καίνε, κι αδίκως μου τα 'χουν φορέσ'
Άϊν-τσβάι, άϊν-τσβάι, τσολιά να με λεν δε μ' αρέσ'
εγώ Γερμανός είμαι τώρα, καμάρ' των ταγμάτων Ες-Ες.
Εγώ ειμ' εγώ, και δεν αργώ
Ρωμιούς να σφάξω μάνι-μάνι
με λεν λεφούσ', και στο γιουρούσ'
τρεις τραυματίες έχω ξεκάνει.

Εννοείται ότι υπήρχε έντονη ώσμωση μεταξύ των ταγματαλητών και των μελών άλλων δωσιλογικών οργανώσεων όπως η «Χ» (καμαρώστε τους) ή οι μπουραντάδες (στελέχη του Μηχανοκίνητου της Αστυνομίας Πόλεων, από το επώνυμο του διοικητή τους).

Οι -πάμπολλοι- ταγματαλήτες που δεν πέρασαν από λαϊκή/αντάρτικη αξιολόγηση μετά την αποχώρηση των Γερμανών, αξιοποιήθηκαν καταλλήλως από τους ενσκήψαντες Άγγλους, ενώ πολλοί εξ αυτών έκαναν καριέρα είτε στον τότε αναπτυσσόμενο τομέα του τουρισμού εξυπηρετώντας παραθεριστές σε θέρετρα του Αιγαίου , είτε στον επανασυσταθέντα Ελληνικό Στρατό (πρόχειρο παράδειγμα ο τρισμέγιστος αστήρ της Εθνοσωτηρίου, Γεώργιος Παπαδόπουλος και άλλα κατοικίδια-φύλακες).

Μετά την συνταξιοδότηση των τελευταίων, πολλοί απόγονοι επιφανών ταγματαλητών σταδιοδρόμησαν επαγγελματικώς με μεγάλη επιτυχία.

Ο όρος «ταγματασφαλίτης» γνώρισε μέρες δόξας στα φοιτητικά αμφιθέατρα του '70-'80, χαρακτηρίζοντας, για μυστηριώδεις λόγους,μέλη συγκεκριμένης πολιτικής παράταξης, η οποία εν τούτοις, όταν οι αυθεντικοί ταγματαλήτες μετείχαν στο πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας, βρισκόταν στο αντίπαλο στρατόπεδο.

Το αρχαιοπρεπές έτυμο «αλήτης» (αρχική σημασία: περιπλανώμενος) χρησιμοποιείται σήμερα για να περιγράψει κρατικούς υπαλλήλους που περιφέρονται ασκόπως σε διαδηλώσεις είτε με φόρμα εργασίας, είτε με πολιτική περιβολή. Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες, μεγάλο ποσοστό των εν λόγω υπαλλήλων φέρεται να διατηρεί στενές σχέσεις με ονειροπόλους νοσταλγούς της δράσης των λημματογραφούμενων ευζώνων. Πιθανότατα πρόκειται για παντελώς αδικαιολόγητη, αήθη και συκοφαντική επίθεση.

Αυτά λεξικογραφικώς, ήτοι συνοπτικώς και με απόλυτη ψυχραιμία.

Πάσα του Khan (ΔΠ) μετά από σέντρα του Vrastaman.

Είμαι του ΕΛΑΣ αντάρτης και στα όρη κατοικώ
και για την ελευτεριά μας και τον θάνατο αψηφώ

Το ντουφέκι μου στον ώμο, το σπαθί μου στο πλευρό
απ' τα όρη κατεβαίνω, τους φασίστες κυνηγώ

Δεν φοβάμαι την κρεμάλα, δεν φοβάμαι το σκοινί
και στο πέρασμά μου τρέμουν Ράλληδες και Γερμανοί

Ράλληδες ταγματαλήτες, μπουραντάδες, Γερμανοί ( ή «και της Χ»)
τα κεφάλια σας θα πέσουν απ' τ' αντάρτικο σπαθί.

Μάνα μου γλυκιά μου Ελλάδα ο αντάρτης του ΕΛΑΣ
θα σ' ανάψει τη λαμπάδα της τιμής, της λευτεριάς.

«Κνίτες, αλήτες, ταγματασφαλίτες». Καταγεγραμμένο στο πόνημα του Φιλ. Φ. Φιλίππου «Οι Κνίτες», εκδ. Πυξίδα, 1983.

«Αλήτες είναι τα ΜΑΤ κι οι ασφαλίτες». Από τους δρόμους της Αθήνας.

[...]στο βιβλίο του «Ο Αγών μου», αναφερόμενος στον τρόπο που σκεφτόταν να επιβάλλει την κυριαρχία του στις κατεχόμενες χώρες, γράφει: «[...]ο νικητής, αν είναι έξυπνος, θα εμπιστευτεί σε πρόσωπα της εθνικότητας του ηττημένου λαού, που δεν έχουν ούτε χαρακτήρα, ούτε τιμή, τον ρόλο του δεσμοφύλακα, διότι γνωρίζει οτι τα πρόσωπα αυτά θα τον βοηθήσουν στο έργο της ολοκληρωτικής υποδούλωσης των συμπατριωτών τους κατά ένα τρόπο πολύ σκληρότερο και πιό ανοικτίρμονα, από εκείνον που θα μεταχειρίζονταν ένα οποιοδήποτε ξένο κτήνος [...]»

(Ν. Καρκάνη «Οι δοσίλογοι της Κατοχής», εκδ. Σύγχρονη Εποχή)

Η φράση που ακολουθεί μάλλον δεν έχει θέση σε ένα επιστημονικό σύγγραμμα όπως το σλανγκρ, εφόσον δεν υποστηρίζεται από συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία. Την απηύθυνε, με αυτάρεσκο ύφος, δημόσιος υπάλληλος σε συναδέλφους του, εν ώρα υπηρεσίας στο κέντρο της Αθήνας, και την μετέφερε στον λημματογράφο αυτήκοος μάρτυρας της απολύτου εμπιστοσύνης του. Η φράση καταγράφεται για το γαμώτο και για να επισημανθεί η ιστορική συνέχεια κάποιων καταστάσεων.

«Χα-χα, είμαστε Βέρμαχτ ρε μαλάκες !».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλλιόπη = 9η μούσα (κυρ)
Καλλιόπη = ο απόπατος (μετ)

Κατά τον Ησίοδο, η Καλλιόπη ήταν η μεγαλύτερη και η ευγενέστερη των 9 μουσών, προστάτις της επικής ποίησης και της Ρητορικής.

Σήμερα είθισται να λέμε Καλλιόπη την τουαλέτα. Η συνήθεια έρχεται από τότε που η πλατεία Ομονοίας στολιζόταν από τα αγάλματα των μουσών. Η τουαλέτα στην πλατεία Ομονοίας ήταν πίσω από την Καλλιόπη, εξού και όποιος ρώταγε πού ήταν η τουαλέτα τον στέλναν στην Καλλιόπη.

Η μεταφορά, για αδιευκρίνιστους λόγους, είθισται να συναντάται σε στρατόπεδα.

Πώπω ρε φίλε, δεν ξέρω τι να προτιμήσω, το πλοίο της αγάπης ή την Καλλιόπη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φίλοι ναζιάρηδες που τους ενώνουν παλιά δεσμά (χειροπέδες, μαστίγια, νουντσάκου, διάφορα μαύρα δερμάτινα παραφερνάλια) και χόμπι (πάκι μπάτσινγκ, σ(ωματ)οδομισμός, εκδορά μικρών θηλαστικών).

Δεν έχουν ιδιαίτερη έφεση στην σλανγκ, νομίζω;

Βλ. επίσης: ναζός, αυγά, χρυσά αυγά, χρυσαύγουλα, πουστωδία, 88.

Πάσα: ΜΧΣ.

- Ο Άδωνις και ο Κασιδιάρης γνωρίζονται από παλιά, φίλοι αδολφικοί που λένε.
(τσίου, εδώ)

- Ακροδεξιό Αδέξιο Αδολφάτο Σε λίγο θα μυνήσουν τους εαυτούς τους για «ακατάσχετη ακράτεια ήθους», και τον Θεούλι, για «μη ελεγχόμενη βιοποικιλότητα κατά την δημιουργία», (σχέδια, χρώματα, διαστάσεις κτλ)
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο στρατό, ο Επαγγελματίας Οπλίτης.

Υποτιμητικά: Επειδή Πέινασα Ορκίστηκα Πάλι.

- Γέμισε ΕΠΟΠ το στρατόπεδο!
- Αστα να πάνε! Επειδή Πέινασαν Ορκίστηκαν Πάλι!

Βλ. και χεπχοπάς, ΕΠΟΠ ταξίαρχος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακούστηκε δια στόματος αρχηγού ανταρτών του ΕΛ.ΑΣ., εκ Καρδίτσης ορμωμένου, κατά την αναζήτηση της σορού γενναίου συντρόφου, του Μάκη, κάπου στα διάσελα των Αγράφων, στα σύνορα Ευρυτανίας - Καρδίτσης. Σε πλήρη γραφή εις την δημοτικήν: «Π' έπ'ση ι Μαξ;». Στην δε σύγχρονον Αττικήν: «Πού έπεσε ο Μάκης, (να ούμε);»

«Π' έπ'ση ι Μαξ;»

Got a better definition? Add it!

Published

Το μπορέλι από το γνωστό παίχτη του Παναθηναϊκού. Σημαίνει μπορεί, αλλά χρησιμοποιείται για την αντίθετη ακριβώς έννοια, δηλαδή ότι δεν παίζει, αποκλείεται, με καμία δύναμη.

- Τσακίσου φέρε μου τσιγάρα απ' το περίπτερο.
- Και μπορέλι...

Χουάν Χοσέ Μπορέλι (από poniroskylo, 21/09/10)(από ironick, 20/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του ασφαλίτης που σημαίνει τον αστυνομικό που εργάζεται στον Κλάδο Ασφάλειας και Τάξης (βλ. και λίτης) και του αλήτης.

Ως ασφαλήτες μπορούν να χαρακτηριστούν όλοι οι ασφαλίτες, αλλά κυρίως αυτοί που παρεισφρέουν σε πορείες και διαδηλώσεις με πολιτικά. Στην καλύτερη περίπτωση, λαδή, γιατί τα πουλάκια κελαηδάνε και για κουκουλοφλώρα πρόβατα με μανδύα κατσίκας και ειδίκευση στην προβατοκάτσικα. Δρούν όχι μόνο κατά το πονηρόν και ακάθαρτον τριώδιον που διανύουμε τώρα καλή ώρα, ως οι μασκαράδες που είναι, αλλά και στην λοιπή χρονιά. Πρωταγωνιστούν σε βιντεάκια στο συσιφόνι όπου έχουν απαθανατιστεί σε ερωτικά παιχνιδάκια τ. πετραδάκια μου πετάς, παιχνιδάκια μου ζητάς με τους συναδέλφους τους Ματάδες.

Το ασφαλήτης είναι βέβαια ένα από τα γραπτά λογοπαίγνια, που θάλλουν πλέον στα μπλόγκια και γουορντπρέσια. Ως προς τον προφορικό λόγο, είναι σημαντική η ρίμα «αλήτες, αλήτες, τα ΜΑΤ κι οι ασφαλίτες» (ή «αλήτες είναι τα ΜΑΤ κι οι ασφαλίτες»), που έχει καθιερώσει στην συνείδηση του λαού την εξίσωση ασφαλίτης= αλήτης, οπότε το πέρασμα στην ορθογραφική αλλαγή να καθίσταται ευχερές. Στον προφορικό λόγο, το μπανεύκολο λολοπαίγνιο μπορεί να γίνει με μια μικρή παύση μετά το «ασφ», όπως άλλωστε και στον γραπτό γράφεται συχνά ως ασφ-αλήτης.

Εξάλλου έχει ενδιαφέρον η λέξη ασφαλητεία που δίνει μερικά ελάχιστα αποτελέσματα στον γούγλη σχετιζόμενα αφενός με τους Ταγματασφαλήτες της Κατοχής και αφεδύο με το στυλ του καθώς πρέπει lover undercover ασφαλήτη (βλ. παράδ. 6).

  1. Αλήτες είναι τα ΜΑΤ και οι ασφ-αλήτες
    γι'αυτό κάνουν παρέα. (Εδώ).

  2. Περισσότεροι ασφ αλήτες παρά διαδηλωτές στις πορείες (Ελλαδάρα!)
    Από την πορεία της Τρίτης 17 Γενάρη 2011.
    Ασφαλήτες μέσα, ασφαλήτες έξω, ασφαλήτες αριστερά, δεξιά, δέρνουν, δέρνονται, συλλαμβάνουν, συλλαμβάνονται ... Της πουτάνας γίνεται. Έτσι όπως πάμε σε λίγο απλά θα ανακοινώνουμε συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας χωρίς να χρειάζεται να δώσουμε και παρόν. Θα μαζεύονται 2.000 μπάτσοι όλων των αποχρώσεων και θα είμαστε και καμια εκατοστή «παρατηρητές» απλοί πολίτες... έτσι, για ξεκάρφωμα.
    Ομορφάντρες μου!!! (Εδώ).

  3. ΑΣΦΑΛΗΤΕΣ – ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΟΙ.
    Για όσους δεν έχουν δει φωτογραφίες από αλήτες ασφαλήτες κουκουλοφόρους….
    Διάφορες φωτογραφίες, από διάφορες συγκεντρώσεις και σημεία.
    Απλά καμαρώστε τις επιλέκτες ομάδες του ΜΠΑΤΣΟΚ. (Εδώ).

  4. Ή μήπως αυτό που προέχει είναι η διατήρηση της «εσωτερικής τάξης» απέναντι σε πιθανές εξεγέρσεις, με κάθε κόστος; Και ο μόνος μηχανισμός που μπορεί να καταστείλει τον «εσωτερικό εχθρό» είναι η αστυνομία με όλο αυτό το σκυλολόι ασφαλητών, ματατζήδων, δελτάδων, διάδων και λοιπών κρατικών ή παρακρατικών τραμπούκων. (Εδώ).

  5. Φυσικά τα σκουλήκια θα κρυφτούν πίσω από φαντασιώσεις περί ασφαλήτων προβοκάτορων και άλλες τέτοιες σαχλαμάρες. Ο κόσμος όμως γνωρίζει καλά ποιοι ήταν εκεί και τι ρόλο έπαιξαν. (Εδώ μια διαφορετική άποψη).

  6. α. Και στην ίδια συμφωνία, τα Τάγματα Ασφαλητείας αναφέρονται απερίφραστα και χωρίς προϋποθέσεις ως «όργανα του εχθρού». (Εδώ).

β. - Κοψε φάτσες βγάλε συμπέρασμα. Μια ζωή οι ασφαλίτες θα έχουν ίδιες φάτσες (ξέρετε τώρα-ουδέτερη φάτσα-ντύσιμο ουδέτερο ή λίγο κάζουαλ-κουρεμα του κόλου-ΚΑΙ βασικό στοιχείο αναγνώρισης το πάντα κλασσικό τσαντάκι) και μια ζωή θα βρωμάνε ασφ-αλητεία απο μακρυά.
-...εχουν Βυζιά.
- πάντως, ό,τι και καλά νεωτεριστικό, νεανικό, τρέντι ή τι κιτσάτη άλλη άποψη προσπαθούν να μιμηθούν για να το παίξουν άνθρωποι, αυτές οι κολόφατσες, αυτό το σκυλάδικο, μπουρδ/ελλάδικο ύφος θα τους προδίδει πάντα. αυτή η φάτσα η άπαίδευτη, άξεστη, καραβανάδικη αναδεικνύει μια υποκατηγορία σύγχρονου έλληνα, αργόσχολου καλοπερασάκια που την περνάει στα γυμναστήρια, στα κιλικεία και στα τοστάδικα, που κάνει παρέα μόνο με μπάτσους, θα δείχνει πάντα ότι έχουμε να κάνουμε με βαθιά αντικοινωνικά και στερημένα άτομα. (Εδώ).

(από Khan, 14/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Μπισκότο στην Καλιαρντή σήμαινε τον χουντικό, απλό υποστηρικτή του δικτάτορα ή/και χαφιέ. Η σημασία προέκυψε συνειρμικά από τα μπισκότα Παπαδοπούλου.

Η λέξη πριν το ’67 ήταν μπισκοτότεκνο και σήμαινε τον αξιαγάμητο στρατιώτη, το λόμπα. Ο στρατός γενικότερα ελεγχόταν από επίδοξους χουνταίους. Όταν μας έκατσε λοιπόν ο φλεγόμενος φοίνικας, η λέξη μπισκότο αυτονομήθηκε για να καλύψει τις ανάγκες των ομοφυλόφιλων, πολλοί απ’ τους οποίους φύσει και θέσει ήταν αντικαθεστωτικοί. Με τη μεταπολίτευση και κυρίως μετά το ’81 η λέξη περιέπεσε σε αχρησία. Στο μεταξύ οι ομοφυλόφιλοι οργανώθηκαν (ΑΚΟΑ) και το ’78 κυκλοφόρησαν ένα από τα πιο προχώ περιοδικά (ΑΜΦΙ), που έφεραν τους ομοφυλόφιλους κοντά στο ενεργό και ανήσυχο φοιτητικό (και όχι μόνο) κίνημα της αμφισβήτησης. Κατηγορήθηκαν για ελιτισμό-Βελτσισμό από αντίπαλη ομάδα, με το περιοδικό Κράξιμο και το ’88 το ΑΜΦΙ σταμάτησε να κυκλοφορεί. Κι οι χαφιέδες έπιασαν αλλού δουλειά.

Σχετικό γλωσσάρι:

κατσικέ: ο αριστερός
ναψιάρης: το καρφί, ο καταδότης, ο κουτσομπόλης, ο σπιούνος (ίσως εκ του αναψιάρης
προβατέ: ο δεξιός
τζασροβεσπάκης: ο φασίστας

Δε γνωρίζω αν οι νεότεροι ομοφυλόφιλοι επινόησαν ξανά τη λέξη μπισκότο (ως κολομπαράς) από τα El bisko (o Xότζας ίσως μας διαφωτίσει).

Βλ. επίσης μπισκότο, τα cookies στον κομπιούτορα.

Πηγή: Πετρόπουλος και πρωτογενής έρευνα.

H Πάολα και ο Μητσάρας σε αφισοκόλληση κάπου το ’80, μεσάνυχτα, ο Μητσάρας κολλάει κι Πάολα κάνει τον τσιλιαδόρο σιγομουρμουρίζοντας το εξής:

“Πω-πω-πω μια ευκαιρία
Ψηφίστε Μανολία
Να’ χει ο δρόμος δυο τζουρά (ουρητήρια-ψωνιστήρια)
Και όχι υπουργεία,
Να πηγαίνουν οι αδερφές
Να δικέλουν σερμελιές (να κόβουν μπαργαλάτσους)
Και ν’ αβέλουν τις μπαρές” (να διαλέγουν τους χοντρούς)
(Πετρόπουλος)

Μητσάρας: “Σιγά ρε, κι οι τοίχοι έχουν αφτιά”.
Πάολα: “Παντού μπισκότα...”
Και μετά από λίγο η Πάολα λέει βραχνά: “Τζάσε Μητσάρα, μπισκότο, μπισκότοοο!”

αυτό λες μάλλον... (από BuBis, 30/09/09)Ένας Παπαδόπουλος μας χρειάζεται! (από Khan, 03/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύμφωνα με τις αναπτύξεις στρατιωτικών αρκτικολέξων, είναι ο φαντάρος που πρέπει να πάει στο ΚΕΦ (Κέντρο Ελέγχου Φρουράς) για να πάρει όπλο και να πάει στο σκοπέτο. Το κεφάτος ευφημισμός βέβαια.

- Πού πάει ο μίκυ;
- Είναι κεφάτος.

ΚεΦάτος Νάνο? (από GATZMAN, 02/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Στη στρατιωτική slang, η αγγαρεία που σε βάζουν να μαζεύεις τις κάμπιες (την άνοιξη) από τα πεύκα και γενικά από όλο το στρατόπεδο.

Προέρχεται από την «κάμπια» και την αγγλική κατάληξη -ing.

- Τελειώσαμε με το γόπινγκ, κύριε λοχία.
- Ωραία. Τώρα πάτε για κάμπινγκ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified