Ανήκει στο ιδίωμα των φαντάρων. Πρόκειται για την τελαμώνα (=ζωνάρι) που διανέμεται στους σκοπούς και περιέχει πυρομαχικά για εξαιρετικές καταστάσεις. Το κύριο σλανγκ ενδιαφέρον εντοπίζεται στην περίπτωση που έχει τη σημασία αυτοκτονώ, -δηλαδή χρησιμοποιώ τα πυρομαχικά για να αυτοκτονήσω-, οπότε χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι ένας φαντάρος δεν την παλεύει κάστανο και είναι απολύτως απελπισμένος με την κατάστασή του. Γενικότερα μπορεί να δηλώσει μια εξτρημ κατάσταση που χρειάζεται να χρησιμοποιηθούν τα πυρομαχικά.
1. Αν έχεις βύσμα διάβαινε, κι αν έχεις κώλο στήσε,
κι άμα δεν έχεις τίποτα, την τελαμώνα σχίσε. (Φανταρική θυμοσοφία).
2. Σε ασκήσεις ακριβείας μια Πέμπτη μεσημέρι
σε σκέφτηκα και μού ‘φυγε το όπλο απ’ το χέρι.
Χαλάρωσε η Άλφα Ταυ, σκούριασ’ η ξιφολόγχη
το δίχτυ της παραλλαγής έμπλεξε σαν απόχη.
Φάκελος κι υποφάκελος γινήκανε κουβάρι
αγυάλιστα τα άρβυλα σαν των παλιών φαντάροι.
Με δυο μερών αξυρισά και μπίχλα στη στολή
στην τελευταία έφοδο δεν είπα αλτ τις ει.
Μου κόψανε την έξοδο ελέω νυχτερινής.
Γιατί πάλι ρε πούστη μου αργεί ο αλλαγής;
Σε μια πορεία έμεινα κει στα μισά του δρόμου
ξέχασα δε πως γίνεται και κείνο το επ' ώμου.
Το πάθος μου πολυπληθές σα μία λεγεώνα
για πάρτη σου κοπέλα μου σκίζω την τελαμώνα.
Η προβλεπέ αγάπη σου καμπάνες ελλοχεύει…
…για ένα χιτώνιο αδειανό, για μία κάποια Εύη.
(Κωλοφάνταρο στιχώνει με έμπνευση τη φανταρογκόμενά του).
3. Ποιο Φάντασμα; Το φάντασμα που, την πρώτη μέρα, έκανε την επίθεσή του στο Γιάννη το Μοσχόπουλο της διμοιρίας μας. «Ρε παιδιά, στο λόγο μου· εκεί που ήμουνα δεύτερο νούμερο, δώδεκα-δύο, θα 'χε πάει μία παρά είκοσι, ακούω απ' το ποτάμι ένα θόρυβο, ένα τοκ-τοκ-τοκ-τοκ. Έτσι ακριβώς, ρε σεις, τοκ-τοκ-τοκ-τοκ. Λέω, θα 'ναι σκύλος. Αυτό να ζυγώνει: τοκ-τοκ-τοκ-τοκ. Λες και χτύπαγε βότσαλο πάνω σε βότσαλο.» («Ρε συ, μπας κι ήτανε παπουτσωμένος ο σκύλος;» —σχόλιο που πνίγηκε στη γενική κατακραυγή). «Ρίχνω μια πέτρα στο νερό, αυτό εκεί: τοκ-τοκ-τοκ-τοκ. Ύστερα σα να σώπασε, ησύχασα και γω, λέω σκύλος ήταν κι έφυγε. Κι εκειπάνω, αρχίζουν να μου 'ρχονται πετραδάκια· βροχή τα πετραδάκια ρε παιδιά, στα πόδια μου σκάγαν. Φωνάζω «αλτισεί», σκίζω την τελαμώνα, οπλίζω, βάνω γεμιστήρα μέσα, αυτό εκεί, να ρίχνει πετραδάκια. Λέω «αλτ, αλλιώς πυροβολώ», πιο πολλά τα πετραδάκια. Και μου φάνηκε πως άκουσα κι ένα γέλιο, μα τι γέλιο, γέλιο του θανάτου, πάγωσε το αίμα μου. Τα παρατάω όλα και μπουκάρω μέσα στο φυλάκιο. Ρε σεις, κόντεψα να πάθω καρδιακό, αλήθεια λέω.»