Το μπατσάδικο.
Κι ενώ είμαστε στο δρόμο με το uno και στο πίσω κάθισμα ο δάσκαλος στρίβει, να σου από πίσω το σχολικό.
Το μπατσάδικο.
Κι ενώ είμαστε στο δρόμο με το uno και στο πίσω κάθισμα ο δάσκαλος στρίβει, να σου από πίσω το σχολικό.
Got a better definition? Add it!
Η υπηρεσία του τουαλετοφύλακα στα κέντρα νεοσυλλέκτων, τουλάχιστον στα 80's.
Ο πούστης ο επιλοχίας μ' έχει βάλει στο μάτι. Τρίτη φορά που με βάζει σκατοφύλακα 2-4.
βλ. και σκατού
Got a better definition? Add it!
Ο ιδεώδης οπλίτης για τα πρότυπα του Ελληνικού Στρατού που συμμορφώνεται αδιαλείπτως και επιμελώς με τον θεμελιώδη κανόνα συμπεριφοράς προς τους ανωτέρους «δε λέμε ''ναι'', λέμε ''μάλιστα''».
Στο στρατό για να τη βγάλεις καθαρή πρέπει να είσαι μαλιστάκιας.
Got a better definition? Add it!
Το συνδεμένο ξύλινο ή πλαστικό εξάρτημα του όπλου, που καλύπτει μέρος της κάτω επιφάνειας της κάννης ή των καννών.
Στην επιφάνειά του έχει χαρακιές ώστε η παλάμη να' χει καλύτερο κράτημα, καθώς ο χειριστής στρέφει το όπλο στο στόχο του. Λέγεται εκτός από «χειροφυλακτήρας» και «πάπια» όπως βεβαιώνει κι ο imaginas.
Τα ξύλινα μέρη, δηλαδή το κοντάκι κι ο ξυστός, χαρίζουν ομορφιά σε ένα όπλο, ιδιαίτερα κυνηγετικό. Αν έχουν δε σκαλίσματα και συνδυάζονται και με άλλα μεταλλικά μέρη του όπλου επίσης σκαλισμένα, το ανάγουν σε φετίχ για ουκ ολίγους. Λόγω της αντοχής, της πυκνότητας, της σκληρότητας και του σχετικά μικρού του βάρους προτιμάται το ξύλο καρυδιάς.
- Το καριοφίλι διαθέτει μεγάλο κοντάκιο με κοίλο περίγραμμα στην πάνω και πλαϊνή πλευρά και ελαφρά κυρτό στην κάτω. Η κάννη είναι επιμήκης, σχεδόν κυλινδρική, σιδερένια με στόχαστρο. Κάτω από την κάννη αναπτύσσεται ο ξύλινος ξυστός, που στο εσωτερικό του δέχεται το σιδερένιο οβελό γεμίσματος του όπλου. Σχεδόν όλο το ξύλινο κοντάκιο καθώς και ο ξυστός καλύπτονται με ελάσματα μπρούντζου που φέρουν εγχάρακτη διακόσμηση με φυτικά κυρίως μοτίβα και ενώνονται με μικρά καρφάκια, φανερώνοντας τάση για καλλιτεχνική διακόσμηση του όπλου.
(από το δίχτυ)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο στρατιωτικός κουρέας στην στρατιωτική αργκό.
- Ρε συ κι ο λοχαγός στον Νίντζα κουρεύεται; Ο γύφτουλας! Δεν είχε 10 ευρώ να δώσει να πάει έξω να κουρευτεί σαν άνθρωπος;
Got a better definition? Add it!
Δημοσιογραφικό χαϊδευτικό για τον αντακάβα παρακρατικό.
Αν η Βία είναι η μαμμή της Ιστορίας, τότε η Τυφλή Βία θα μας βγάλει άσχημες ιστορίες. Πάντως, στην Χώρα μας η Δικαιοσύνη διαθέτει εξαιρετικήν όραση.
Στην σύγχρονη εποχή, η πρώτη φορά που αγανάκτησαν κάτι πολίτες, ήταν στο Δουβλίνο το 1916, που έσπευσαν να βοηθήσουν ν' αποκατασταθεί η Τάξη (των Βρετανών). Έκτοτε, κύλησε πολύ νερό κάτω απ' το αυλάκι. Το '40 π.χ. αγανάκτησαν οι πολίτες για τις θηριωδίες των αμάχων εις βάρος των Γερμανών, το '60 αγανάκτησαν για τις αυθαιρεσίες των ψηφοφόρων εις βάρος των πολιτευτών, το '90 αγανάκτησαν κατά των καταλήψεων των μαθητών εις βάρος του Υπουργού Παιδείας κλπ-κλπ.
Ο χαρακτηρισμός είναι πονηρά δικαιολογητικός και καθόλου τυχαίος αφού κατατείνει: (1) στην απαλλαγή από την τιμώρησή του για τις παραβάσεις των άρθρων 308 (σωματική βλάβη) και 361 (εξύβριση) του Ποινικού Κώδικα, λόγω δεδικαιολογημένης αγανάκτησης, αν παρ' ελπίδα συλληφθεί, και (2) στην απαλλαγή από την τιμώρηση των εντολέων του, λόγω της θολής γενίκευσης «πολίτης», ενώ είναι ενταγμένος σε συγκεκριμένη πολιτική ομάδα (ό,τι λάμπει δεν είναι ξημέρωμα). Καρφώνονται όμως, διότι το σημείο εκκίνησης της αγανάκτησης εκάστου πολίτη, συμπίπτει χρονικά με αυτό των άλλων (κοίτα ρε κάτι συμπτώσεις)!
Χαρακτηριστικά:
Να μην συγχέεται με τον αγανακτίστα, που είναι φλώρος...
[...]
Προσαγωγές υπόπτων είχαμε χθές το βράδυ μετά τα επεισόδια στην οδό Πανεπιστημίου, στο κέντρο της Αθήνας.
Οι διαδηλωτές εκτόξευσαν απειλές κατά της Κυβέρνησης και η Αστυνομία έκανε χρήση χημικών.
Οι «γνωστοί-άγνωστοι» έβαλαν φωτιά σε κάδους, ενώ Αγανακτισμένοι Πολίτες τους κυνήγησαν και επακολούθησε συμπλοκή.
Στον Εισαγγελέα οδηγήθηκαν τρία 16χρονα άτομα με την κατηγορία της σύστασης τρομοκρατικής οργάνωσης, ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, διακεκριμένης φθοράς, εμπρησμού, εσχάτης προδοσίας, μη καταβολής εργοδοτικών εισφορών, κιβδηλείας, παράβασης καθήκοντος, μονομαχίας, άρνησης αποδοχής νομισμάτων, διγαμίας, πρόκλησης ναυαγίου, απατηλής επίτευξης συνουσίας, παραβίασης οικοδομικών διατάξεων, δολίας χρεοκοπίας, μαστροπίας, αντίστασης, απείθειας, θρασύτητας κατά της Αρχής και άλλα αδικήματα. Με σύμφωνη γνώμη Εισαγγελέα και Ανακριτή, κρίθηκαν προπηλακιστέοι.
Κατ' ενός 45χρονου ατόμου, φερομένου υπαρχηγού της οργάνωσης Χ, επεβλήθη η ποινή της επίπληξης και αφέθηκε ελεύθερος.
Άλλα νέα απο την εσωτερική επικαιρότητα:
Με τον δικό τους τρόπο γιόρτασαν και φέτος, τα μέλη του Πολιτιστικού Συλλόγου «Λέσχη Φίλων της Ταράτσας», που έκοψαν την πρωτοχρονιάτικη πίτα τους πάνω σε άρμα μάχης, όπως κάθε χρόνο στις 4 Αυγούστου, ανήμερα της Αγίας Βαρβάρας της Φαλαγγίτισσας [...]
Δες και ΑΓΑ.ΠΟ..
Got a better definition? Add it!
Μια κάμψη η οποία δεν εκτελείται όπως πρέπει (δλδ με τον κορμό και τα κάτω άκρα ευθυσμένα) αλλά εκτελείται άλλα αντ' άλλων, με τη λεκάνη να προέχει άλλοτε ραχιαίως και άλλοτε κοιλιακώς, ως επί συνουσίας.
(σε στρατιωτικά drills στον Έβρο)
driller: Αυτά που κάνετε δεν είναι κάμψεις - είναι αερογαμίες!
Got a better definition? Add it!
Εκτός από τον λεοντόκαρδο, τον μάγκα και νταή, το αντίθετο της κότας (βλ. άλλο ορισμό), έχει και πιο συγκεκριμένες σημασίες:
Ως σλανγκ εμφάνισης έχει σημασίες αναλυμένες στο λήμμα λάιον κινγκ. Συνδέεται είτε με την ένδοξη εϊτίλα, όπου μιλάμε για ξανθό μαλλί περμανάντ φουντωμένο τέζα. Βλ. και θάντερκατ. Είτε ευρύτερα από τα '80ς αυτό που αναφέρει ο Mr Cadmus: «Tο κλασικό λιονταρίσιο ήταν είτε το κούρεμα μακρύ πίσω και πλάγια και κοντό μπροστά, είτε το ενδιάμεσο στάδιο του μακρύματος των μαλλιών -από μπροστά κι απ' το πλάι πάντα μακραίνει πιο γρήγορα απ' ότι μπροστά αν δεν τα μακρύνεις με συχνά κοψίματα».
Στην στρατοσλάνγκ είναι «καψώνι, όπου οι παλιοί κλειδώνουν το νέοπα μέσα στον οπλοβαστό (εφ' όσον αυτός είναι από εκείνους που διαθέτουν ένα είδος πλέγματος - κιγκλιδώματος που ανοίγει) και τον αναγκάζουν να παριστάνει το λιοντάρι σε κλουβί» (πηγή: Jonas). Δηλαδή μια εναλλακτική του τζουκ μποξ.
- Εδώ μέσα εγώ είμαι το λιοντάρι! Κι εσείς είστε οι κότες! Και σαν κότες που είστε θα μου γυαλίζετε τα παπούτσια και θα μου πλένετε τα σώβρακα! Σύμφωνοι;
- Εντάξει... ρε... λιοντάρι...
- Έτσι μπράβο μανάρι μου, είσαι έξυπνος και θα πας μπροστά εσύ. Κατέβαινε τώρα το κατοστάρικο για να ακούσεις την μουσικούλα.
- Ε αφού σου είπα δεν γουστάρω...
- Στο λιοντάρι δεν λένε ποτέ όχι!
(Από την ταινία «Φυλακές Ανηλίκων»).
- Καλά έσκασε μύτη χτες η Τίνα λιοντάρι. Σαν την Τσιτάρα ένα πράμα.
Παλαίουρας: Τι να το κάνουμε το νέοπαρντ; Τζουκ μποξ ή λιοντάρι;
Καραπαλαίουρας: Ας τον αρχίσουμε με ένα υποβρύχιο και βλέπουμε...
Got a better definition? Add it!
Αγγαρεία είναι γενικώς κάθε μη αμοιβόμενη υποχρεωτική εργασία και αποτελούσε θεσμό των αρχαίων διοικητικών οργανώσεων. Συνώνυμο: επίταξις (αν και αυτό σήμερα χρησιμοποιείται περισσότερο για αντικείμενα ή κτήρια). Αναφέρεται, εννοείται, σε ελευθέρους (δούλους δεν έχει νόημα).
Συνήθως αφορούσε μαζική συμμετοχή, όπως στο χτίσιμο φρουρίων, φραγμάτων, δρόμων, γεφυρών κ.ο.κ. και μπορούσε να είναι έκτακτη ή και τακτική, όπως π.χ. κατά τη συγκομιδή. [Διαφέρει από την κοινοτική εργασία όπου κάποιος συμμετέχει αυτόβουλα]. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το χτίσιμο των πυραμίδων.
Σήμερα η μόνη μορφή αγγαρείας που υφίσταται (χωρίς να χαρακτηρίζεται έτσι) είναι, σε απόλυτους όρους, αυτή καθ' εαυτή η στρατιωτική υπηρεσία. Ο όρος 'στρατολογική υποχρέωση' υποκρύπτει αυτήν ακριβώς την έννοια, διότι είναι υποχρέωση που επιβάλλεται από το κράτος (νόμο) σε ελεύθερους πολίτες. Το ότι αυτό γίνεται για την άμυνα της χώρας δεν έχει σημασία. Όλες οι αγγαρείες έχουν προφανή σκοπιμότητα.
Η λέξη προέρχεται από το περσικό hangar που σήμαινε 'βασιλικός ταχυδρόμος' και πέρασε στην ελληνική ως άγγαρος και ως άγγελος, με όλα τα παράγωγά τους.
Με αγγάρεψε η μάνα μου να σκουπίσω την αυλή.
Ο κίνδυνος υπερχείλισης του ποταμού ανάγκασε την διοίκηση να επιβάλει αγγαρεία για την συσσώρευση σάκκων άμμου, και να επιτάξει μερικά φορτηγά επίσης.
Got a better definition? Add it!
Ο στρατιώτης πεζικού, ο τζιτζικάριος, επειδή εκεί κυρίως κάνουν μεγάλες πορείες και ασκήσεις.
Το απαθανάτισε και ο Νικόλας Άσιμος στο τραγούδι Τρομοκράτες με τους στίχους:
« Είμαστε τρομοκράτες όλοι-όλοι,
Είμαστε τρομοκράτες με πρώτο το Μανώλη
Που δεν πήγε στο στρατό
Φοβότανε τον πόλεμο δεν ήθελε τα όπλα
Ποιος είναι ο τρομοκράτης, ποιος;
Ο χαχόλης ο Μανώλης ο φαιδροπαιδαράς
Γιατί ποτέ δε δέχτηκε να γίνει Βρωμοποδαράς».
Μπορεί βέβαια γενικά να σημάνει τον στρατιώτη ή στρατιωτικό που φορά αρβύλες. Ή κυριολεκτικά αυτόν που έχει βρώμικα πόδια.
Τρίβιουμ: Ο Όμηρος χρησιμοποιεί τον όρο ἀνιπτόπους για τους Πελασγούς.
- Αλήθεια για πείτε μου και μένα που είμαι μικρούλης (20) τι να περιμένω στο στρατό... (Κατα πάσα πιθανότητα θα είμαι διαβιβάσεις (signal corps) φυσικός γαρ...)
- Κατά πάσα πιθανότητα θα είσαι βρωμοποδαράς (πεζικάριος) γιατί οι διαβιβάσεις είναι ήδη κομπλέ. (Εδώ).
- Ποιες είναι οι πηγές;
- Προφανως καποιος βρωμοποδαρας και φθειρωπωγων καπετανιος τους ΕΛΑΣ. Ο καπεταν ΚΛΑΝΙΑΣ μηπως;; (Εδώ).
Got a better definition? Add it!