Further tags

Αλλιώς ο μάχιμος. Το ουδέτερο γένος δίνει μια αύρα μεγαλύτερης αλητείας και σλανγκιάς, ίσως και κάποια τρυφερότητα. Για πλήρη ορισμό δες το λήμμα μάχιμος. Να επαναλάβω ότι οι κατηγορίες που χρησιμοποιείται περισσότερο είναι α) στρατοσλάνγκ- μπατσοσλάνγκ, ο μάχιμος στρατιώτης ή μπάτσος, β) σεξοσλάνγκ, μαχίμι στο κρεβάτι, γ) άουτο-μότοσλανγκ, μαχίμι στον δρόμο, δ) μαχίμι-διαδηλωτής, ε) μαχίμι φίλαθλος. Συχνά λέγεται τρελό μαχίμι κατά το τρελό παρεάκι, κι επίσης συχνά λέγεται ειρωνικά για κάποιον που δεν είναι καθόλου μαχίμι, μα καθόλου όμως.

  1. α. Δεν είμαι καθόλου ρατσιστής και γιαυτό δεν ασχολούμαι με το θέμα,απλά θέλω να σου πω οτι η εκπαίδευση που κάνουν οι Έλληνες Ο.Υ.Κάδες θεωρείται απο τις κορυφαίες στον κόσμο και παθαίνουν πλάκα όλοι με τις επιδόσεις στους στις ΝΑΤΟικές ασκήσεις...Μπορεί να είναι κωλοφασίστες του κερατά αλλά είναι τρελά μαχίμια... (εδώ)

β. Όπως λέει και το μαχίμι ο Τσαλίκης: Θέλει δύναμη και νεύρο να φυλάς σκοπιά στον Έβρο. Βέβαια αυτός φυλάει το Πεντάγωνο... συγγνώμη το σπίτι του αλλά τι να κάνουμε. Έτσι είναι η ζωή μάγκες. Κι ο ένας δε βρίσκει να γαμήσει, ενώ ο άλλος κυκλοφορεί τη δίμετρη ξανθιά μουνάρα. (εδώ)

  1. σαν τζεντλεμαν και εγω την περιποιηθηκα με χαδια και φιλια στο κορμί της...ανταπέδωσε και επαιξε τρελλο τσιμπουκακι αισθησιακότατο. Στο σεξ ήταν κομπλε όχι απλα διεκπαιρεωτικη, ηταν μαχίμι. Σίγουρα θα την ξαναεπισκεφτω για πιο φουλ πρόγραμα...
    (ευμενής μπουρδελοκριτική εδώ).

  2. Απο την αλλη, με το φειζερ θα μπορεσεις να νιωσεις πιο μαχιμι στην εθνικη οδο, αφου εκει ξεδιπλωνει καλυτερα τον Yamaha κινητηρα του. (εδώ)

  3. Γιατί ρε πούστη μου δεν έχει βρεθεί ένα μαχίμι του Παμε ή των ΕΑΑΚ να συλλάβει απ'αυτοφώρω εναν προβοκάτορα με μολότωφ; (εδώ)

  4. me ti koinwniko ypovathro na xei maximia opadous reee (εδώ)

Αυτό έβγαλε το συσιφόνι στην αναζήτηση μαχίμι. (από Khan, 09/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μάχιμος που έχει αποκτήσει πολλά παράσημα (λέγε με σουμουνιάσματα) στο πεδίο της τιμής. Ο Γιάννης Γιοκαρίνης χρησιμοποιεί απλώς την έκφραση βαθμοφόρος.

Να μην συγχέεται με τον ταψίαρχο.

Eγώ μετά απο κάθε σχέση κοιτάω τους ώμους μου. Αν είναι καθαροί όλα καλά ,άν έχω γίνει ταξίαρχος και με παράσημα (σκουλαμέντο αφρικάνικο, σύφιλη,βλεννόροια,κονδυλώματα, κοκόσπυρο κτλ) τότε πάω και κάνω αίτηση για υποστράτηγος.
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το στρατιωτικό αρκτικόλεξο Λ.Ε.Α. (Λόχος Έκτακτης Ανάγκης), σλανγκίζεται ως Λούφα Εκτός Απροόπτου.

- Ευτυχώς είμαστε Λούφα Εκτός Απροόπτου σήμερα. Καλά θα την αράξουμε...

Got a better definition? Add it!

Published

Στην στρατιωτική κωδικοποίηση των γευμάτωνε είναι οι πατάτες, ενώ κινέζος είναι το ρύζι και ιταλός τα μακαρόνια. Βλ. και σάκης ρουβάς.

- Πάλι γκοτζίλα με γερμανό ρε πστ! Πότε θα απολυθώ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ό,τι και το κοντοσείρι και το παρασείρι, δηλαδή οι φαντάροι που έχουν καταταγεί με μία σειρά διαφορά, σε διπλανές ΕΣΣΟ. Το λέει ο νεώτερος στον παλαιότερο συνήθως. Δες κάπου εδώ.

- Τι γίνεται ρε αδελφοσείρι;
- Μπα; Ξεψαρώσαμε;

Got a better definition? Add it!

Published

Ο Ιωάννης Ράλλης, γιος του πρωθυπουργού Δημητρίου Ράλλη και πατέρας του μετέπειτα πρωθυπουργού Γεωργίου Ράλλη, ήταν Μακεδονομάχος και αντιβενιζελικός πολιτικός. Τον Απρίλιο του 1943 αντικαθιστά στην Πρωθυπουργία της κατοχικής κυβέρνησης τον Κωνσταντίνο Λογοθετόπουλο, θέση στην οποία θα παραμείνει για μερικούς μήνες. Πιθανώς και με παρότρυνση των Άγγλων, οργανώνει τα Τάγματα Ασφαλείας, διαβόητες παραστρατιωτικές ομάδες που συνεργάζονταν με τους Γερμανούς κατά του ΕΛΑΣ.

Λόγω της στολής Μακεδονομάχων που έφεραν, αποκαλούνταν «Γερμανοτσολιάδες» ή «ράλληδες», και προσήλκυαν το μίσος του δοκιμαζόμενου λαού. Μαζί με τους δοσίλογους και τους μαυραγορίτες αποτελούσαν τον πιο μισητό θεσμό της εποχής, και ακόμα και σήμερα ο όρος «ράλλης» ή «ταγματασφαλίτης» θεωρείται προσβλητικός.

από το ΔΠ (ironick)

Ράλλη, αλήτη, ταγματασφαλίτη!

(από Vrastaman, 05/11/10)Λιγο μετά τα ραλλικά λεφτά, στις 3/11/44 κυκλοφόρησε αυτό με την υπογραφή του Ζολώτα. Αποσύρθηκε λιγες μέρες μετά. Ο υπερπληθωρισμός χτυπούσε ταβάνι (από GATZMAN, 11/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό loop που σημαίνει βρόχος, θηλιά.

  1. Όρος που χρησιμοποιούν οι προγραμματιστές Η/Υ. Είναι μια επαναλαμβανόμενη σειρά από εντολές (ένας βρόχος επανάληψης) που εκτελείται όσο ισχύει μια λογική συνθήκη. Μόλις η συνθήκη πάψει να ισχύει, το πρόγραμμα συνεχίζει παρακάτω στις επόμενες εντολές. Αν ο κουμπιουτεράκιας έχει κάνει κάποιο λάθος στον κώδικα, τότε το πρόγραμμα δεν μπορεί να βγει από τον βρόχο επανάληψης εκτελώντας τις ίδιες εντολές ξανά και ξανά (κάνοντας δλδ συνέχεια τα ίδια και τα ίδια)ν μ΄αποτέλεσμα κάποια στιγμή να κολλήσει.

  2. Η κατάσταση λειτουργίας μιας οποιασδήποτε συσκευής που παίζει μουσική ή κάποια ταινία ή κάποια βίντεο όπου μόλις τελειώσει η σειρά π.χ. των τραγουδιών ξαναξεκινά αυτόματα να τα παίζει πάλι με την ίδια σειρά.

  3. Ανάποδη λούπα. Δύσκολος ελιγμός μαχητικών αεροπλάνων όπου διαγράφεται στον αέρα μια θηλιά. Το αεροπλάνο μοιάζει να κάνει ανάποδη τούμπα.

  4. Έπεσα σε λούπα. Σκατοκατάσταση από την οποία δεν μπορώ να ξεφύγω με τίποτα.

Ρίξτε και ένα βλέφαρο στην καλούτσικη ταινία Λούπα αυτοκτονίας.

  1. Γαμώ τα κοντρολομπρέκια μου γαμώ, ούτε μια λούπα δε μπορώ να στήσω σήμερα. Μήπως να με ξεματιάξεις;

  2. Ρε παίδες!! Ποιος έβαλε σε λούπα το κωλοσιντί; Τρίτη φορά ακούω τα άπαντα της Θώδη. Έλεος!! Υπάρχουν και πράγματα που πρήζονται εδώ χάμω.

  3. - Πωωω ρε πούστη μου πρήξιμο ο νέος. Αμάν μ' αυτήν την ανάποδη λούπα!! Ούτε ο Κρουζ στο Τοπ Γκαν να ήτανε.
    - Δε θυμάσαι τα δικά σου; Σαν νά 'χες πρωτογαμήσει έκανες.

  4. - Ψυχοσάββατο έχει ο Λάκης ή μου φαίνεται; - Σκάσε και κέρνα αβέρτα. Κάτι με τη δικιά του. Δε ξέρω λεπτομέρειες, αλλά μεγάλη λούπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικά ο ΟΫΚάς (Ομάδες Υποβρυχίων Καταστροφών).

Τέτοιους βατραχοπόδαρους τους τρώω για πρωινό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικά, ο ΟΫΚάς (Ομάδες Υποβρυχίων Καταστροφών) για τους καταδρομείς.

Από τον βάτραχο Kermit του Muppet Show, που έδωσε λαβή και για την ανύπαρκτη σλανγκιά κερμιτιάζω.

- Τι να κλάσει μωρέ ο φλώρος ο Κέρμιτ;

Το χαρακτηριστικό κερμίτιασμα (από Khan, 04/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιό μονόβολο τουφέκι, Ελληνοποίηση του Γαλλικού τουφεκιού Gras (Fusil Gras Modèle 1874 M80). Σε χρήση έως και τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο από βοηθητικές μονάδες του στρατού. Σημαίνει και το άχρηστο, παλιό και μακρύ τουφέκι.

Τότε με κάτι γκράδες μονόβολες πολεμούσαμε. Κι οι Ιταλοί είχαν μανλιχέρια και αυτόματα!

Μοντελάκι του 1874 (από Vrastaman, 02/11/10)

Χρησιμοποιείται και ο (λανθασμένος) τύπος η γκράδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified