Further tags

Έτσι αποκαλείται, οριακώς υποτιμητικά, ο υπηρετών στο στρατό ξηράς από τους υπηρετούντες σε άλλα όπλα (ναυτικό, αεροπορία).

-Πάμε Τζέμελλι;
-Μαλάκα, σήμερα έχουν έξοδο οι στραταίοι και αράζουνε όλο εκεί. Μην τους φάμε στη μάπα πάλι, τους μπίχλες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που λουφάρει, που την κάνει με ελαφρά όταν τον καλεί το καθήκον, που κάνει τον γερμανό όταν πρόκειται να του ανατεθεί κάτι. Παλαιός και ακόμη δόκιμος σλαγκοόρος, που έχει μπει και σε κάποια λεξικά. Χρησιμοποιείται κατά κόρον στο στρατό.

- Πάλι αγγαρεία σε χώσανε, ρε;
- Ναι, αλλά αυτή τη φορά θα δώσω 20 Ευρώ στο γύφτο να την κάνει.
- Α, ρε λουφαδόρε! Μη σε πάρουνε πρέφα μόνο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στην κλασική αργκό, το αστυνομικό τμήμα, το στρουμφοχωριό.

  2. Διάφοροι μαφιόζικοι σχηματισμοί, που δεν αποτελούν κατ' ανάγκη οικογένεια με την βιολογική έννοια.

  3. Παρτουζοειδείς σχηματισμοί, όπου όλοι πάνε με όλους εν είδει οικογένειας γαμιόμαστε. Η πυρηνική οικογένεια είναι το τελειω-ménage à trois. Ιδίως αυτά που ένα μεγαλύτερο σε ηλικία ζευγάρι βρίσκει ένα διπαί, όπως o Bardem και η Penelope την Kristina στο Vicky Cristina Barcelona. Εκεί όντως το μενάζ (υποτίθεται ότι) ανανεώνει το ζευγάρι σαν την γέννηση ενός παιδιού, που πέφτει όλη η προσοχή σ' αυτό και οι γονείς ξαναζούν τα νιάτα τους από την αρχή. Υπάρχουν, ωστόσο, και πολύτεκνες οικογένειες, όπου χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα.

  1. — Τι κάνει ο Μήτσος;
    — Πέρασε τις γιορτές με την οικογένεια.

  2. Η Στρέλλα βρήκε τελικά την οικογένεια που αποζητούσε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Καπνιά, αιθάλη.

  2. Ρίχνω φούμο: Μαυρίζω κάποιον στις εκλογές, δεν τον ψηφίζω. Για την παθητική έννοια: τρώω φούμο.

Μέχρι εδώ λεξικογραφημένα, βλ. π.χ. στον Τριανταφυλλίδη.

Φούμο στην στρατιωτική ορολογία είναι το καμουφλάζ προσώπου από υλικά που μοιάζουν με μακιγιάζ. Βγαίνει σε σκούρα γήινα χρώματα, κυρίως μαύρο, πράσινο και καφέ, σε κασετίνα με καθρεφτάκι που θυμίζει πολύ (αλλά δεν είναι) γυναικείο αξεσουάρ για την τσάντα.

Σκοπός του είναι να κάνει το πρόσωπο δυσδιάκριτο μέσα στο περιβάλλον της επιχείρησης, καλύπτοντας την λευκότητά του (αν μιλάμε για λευκό στρατιώτη σε νυχτερινή ιδίως επιχείρηση), μιμούμενο κατά το δυνατόν την εμφάνιση φυτών (κλαδιών κλπ) και ακολουθώντας την υπόλοιπη απόκρυψη της στολής.

Ετυμολογείται από το ιταλικό fumo<λατινικό fumus που αμφότερα σημαίνουν καπνός.

  1. Από εδώ:

Ελπίζω όταν βρίσκεστε να μη σου λέει ιστορίες από το στρατό γιατί είναι τόοοοοσο βαρετέεες. Εμείς πάντως το είχαμε πάρει στην πλάκα, μου έστελνε φωτογραφίες από ασκήσεις βαμμένος με φούμο και τέτοια.

  1. Από εδώ:

[...] το έκανε ένας φαντάρος της σειράς μου στο ΚΕΤΘ που έβαλε φούμο και δίχτυ παραλλαγής στη διάρκεια του σχολείου Μαχητή (έπαιζε χρόνια airsoft). Ναι μεν γέλαγαν, αλλά τσίμπησε και 10 ημερούλες τιμητική.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για έσχατη των στρατιωτικών ποινών, μετά την κράτηση, την στέρηση εξόδου, την φυλάκιση και την αυστηρή φυλάκιση.

Ο ντέφινιτιβ ορισμός δόθηκε από τον συσλανγκιστή Πάτση στα σχόλια του λήμματος [i][def=kolodaxtulo15045/#lemma16678
]κωλοδάχτυλο[/def][/i]: η «υποθετική ποινή ή απειλή για πρωκτική εφαρμογή του δαχτύλου ηδονικά πασπαλισμένου με άμμο ή χαλίκι».

Το αυστηρό κωλοδάχτυλο μοιραίως απεφοίτησε από το στρατόπεδο για να περιγράψει κάθε ενδεχόμενο φρικαλέας απειλής, τιμωρίας ή μέτρου οικονομικής λιτότητας.

- ΑΠΑΙΤΩ αυστηρό κωλοδάχτυλο και κρεβάτι του Προκρούστη για όσους καταχράστηκαν δημόσιο χρήμα. ΑΠΑΙΤΩ για μια φορά να λειτουργήσει η Δικαιοσύνη στην χώρα αυτή και όχι η συγκάλυψη και η μετάθεση ευθυνών σε τρίτους...
([εδώ](http://www.adslgr.com/forum/showthread.php?p=3344573
http://yannisayannis.blogspot.com/2010/04/blog-post_8516.html
http://www.adslgr.com/forum/showthread.php?p=3344573))

- το χατ-τρικ του Γιωργάκη: ΕΚΤ, ΕΕ και ΔΝΤ. Κι εμείς ΑΚΜΘ. Αυστηρό Κωλοδάχτυλο Μέχρι Θανάτου.
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για άτομο εξόχου γκαντεμιάς, κωλοκατάστασης και εν γένει ανεπιθύμητων εξελίξεων σε όλα τα επίπεδα και τομείς (π.χ. σχέσεις, εργασία, στρατό, τροχαίες παραβάσεις καιτελειωμόδενέχει...)

Εβραίος χρησιμοποιείται στο στρατό για φαντάρους μουλτιπιπωμένους, ιδιαίτερα όταν συμβαίνει στα καλά καθούμενα, απροειδοποίητα και καθ'εξακολούθηση.

Να μην συγχέεται με τον Μητσοτάκη, σπανίως η γκαντεμιά του τσιμπουκομαγνήτη φέρει παράπλευρες απώλειες, είναι επί το πλείστον αυτοκαταστροφική.

Αντίθετο του κωλόφαρδου!

  1. - Τί'ν'αυτός ο Λάκης ρε, δέκα αυτοκίνητα παρκαρισμένα παράνομα, μόνο το δικό του έγραψε η τροχαία.
    - Τσιμπουκομαγνήτης, λέμε, τσε βάλε!

  2. - Πάλι τιμωρημένος ο Καραμήτρος; Τί έγινε;
    - Τι να γίνει, κοιμόταν στο σκοπέτο.
    - Από πίπα σε πίπα τον πάει ή μου φαίνεται;
    - Έλα ρε, διάσημος τσιμπουκομαγνήτης το παλουκάρι!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοξική κατάσταση του ανθρώπινου οργανισμού (τα ζώα ουδέποτε πίνουν ως γνωστόν) στην οποία υποπίπτει ούτος μετά από κατανάλωση άμετρου ποσότητας ξυλοπνεύματος. Το ξυλόπνευμα παράγεται και από την ξηρή απόσταξη του ξύλου όπως αναφέρεται εδώ. Κάθε πότος περιέχει ίχνη ξυλοπνεύματος και επαφίεται στην δεξιοτεχνία του μάστορα πότε και σε ποια ποσότητα θα πέσει στο μπουκάλι μας. Στην καθαρή του μορφή είναι συστατικό πολλών χημικών, διαλυτικών, καυσίμων και τροφίμων σαν υποκατάστατο της αλκοόλης. Η γλυκιά γεύση και η διαφάνειά του το καθιστούν μη ανιχνεύσιμο και ως εκ τούτου ευκόλως προστιθέμενο στα πιόματα με σκοπό τη νοθεία από διάφορους οπορτουνιστές, λαμόγια, κερδοσκόπους και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις. Σε μεγάλες ποσότητες η χρόνια χρήση επιφέρει τύφλωση.

Η λέξη, αναφερόμενη στην εκούσια αλλά φευ παροδική επίδραση της ουσίας στα πάνω πατώματα, αποτελεί έναν ακόμα κρίκο στην ατέρμονη αλυσίδα των εκφράσεων που, σαν μαλακές, γλωσσικές φασκιές, διαφυλάττουν αλώβητη την επιθυμία του έλλογου όντος να κατακερματίσει τα όριά του, να κολυμπήσει, να πνιγεί η ακολουθώντας τον πνευματικό του άνεμο να στρέψει το πανί για τη δική του Γη της Επαγγελίας.

Ο μεθυσμένος πάσχων από έλλειψη πραγματικότητας, μετουσιώνεται στην φρυκτωρία του νου του σε αυτόν που αλήθεια είναι. In vino veritas. Ο έρωτας ανταποδίδεται, ο φόβος και οι συμβάσεις καταργούνται. Το αλκοόλ ρέοντας στα πιο βαθειά αυλάκια του εγκεφάλου θα εκμαιεύσει δια διηθήσεως την απάντηση στην αιώνια απορία μπρος στο απελπιστικά εφήμερο της ανθρώπινης ύπαρξης. Γι’ αυτό και είναι άρρηκτα δεμένο με τον άνθρωπο, το γέλιο του, το κλάμα του το τελικό ναυάγιο.

Και καμία σχέση ο Βάκχος βεβαίως-βεβαίως. Ο Διόνυσος είναι η ελληνική μετάφραση του Βάκχου όπως η νταρντανομούνα είναι η ελληνική μετάφραση της παρενδυσίας. Οι μαινάδες που πίνοντας μόνο γάλα «κάραν πάλλουσι» και κραδαίνοντας εγχειρίδια και φίδουλες σκαρφαλώνουν ξυπόλυτες τα βουνά, που με τα χέρια ξεσκίζουν θηρία κ ανθρώπους, καταβροχθίζοντας και πετώντας τα κομμάτια στη γη, αυτές που με νυκτιπολίες στο τέλος του χειμώνα λυμαίνονται τους αγρούς καλώντας τους νέους χυμούς ν’ ανεβούν και να γονιμοποιήσουν το χώμα γι’ άλλη μια φορά, ουδεμία σχέση έχουν με διάφορα αναγώγια και καταγώγια όπου γίνεται φάση. Ίσως μια φευγαλέα πνοή τους φτάνει σε μας σήμερα σαν Αναστενάρια. Ιδού και ο εκφραστικός πλούτος που συλλέχτηκε σ’ αυτό το μέρος που ώρες - ώρες η εικονική πραγματικότητα είναι πιο πραγματική από την πραγματική πραγματικότητα και επιπροσθέτως, εξόχως απενοχοποιητική.

Assist: ένας φίλο από το διπλανό τραπέζιμεγάλε α γειά σου χίκ!).

Βλέπε: αλκοόλα, Άλκης, Άλκηστις, αλάμπαρση,έμτυ φιούελ, είμαι κομμάτια, ζάντα, ζαμπόν, γίνομαι Γκόγκολ, γκαργκάνιασμα, γίνομαι γκολ, γίνομαι κουδούνι, γκρούγιος, κροκόδειλος, γίνομαι κώλος, γίνομαι χημείο, γκούμπριτος, καύσιμα, κουρούμπελο, κωλοτρυπίδι, ξίδια, κόκκαλο, κοκαλίγκα, τα κοπανάω, κουνουπίδια, κουστώ, κρασίς, κρασοπατινάδα, κρασοκατάνυξη, κραιπαλιάζω, λιώμα, λιάρδα, λιώσιμο, λυώνω, λιωσμάρα, λικερώνομαι, λιόστ, λιουμίδης, μεθυσμενάκι, μπέκρα, μπέβα, μπεκρίλα, μπεκροκανάτα, μπεκρόχεσα, Μπομπ Ντίρλαν, Μπυρακλής, μπυρούζο, μπυρόβιος, μπυρουέτες, ντίρλα, ντέφι, νεροχύτης, οινόπνευμα, Ορέστης Μακρής, ούζερ, πατημένος, πίνω τον κώλο μου, πίτα, πιώμα, ποτάκιας, πότης της ασφάλτου, πετρέλαιο, πλακάκι, ρούκουνας, σούρα, στρακόττο, σβερκώνω, σκνίπα, σταφίδα, στειλιάρι, στουπί, την πίνω, τσικουδόχοιρος, τάπα, τζάλα, τούτζι, τσαλμπουράνι, τα τσούζω, Τζακ ο αντεροβγάλτης, τύφλα, υγρόν πύρ, φορτωμένος, φιλτιμπίνι, φέσι, φέτες, φτιάχνω-ομαι, φυσέκι, χαϊντιρλάντερ, χάλια, χαλιέμαι, Χανγκάιβερ, χώμα

Ο Μήτσος και ο Τάκης κουτσοπίνουνε στο μπαράκι της Μπουμπούκας τα σχετικά Λιώσε Κουέρβο, Θήβας Ρίγκαλ, Kαυτή Σάρκα κ.τ.λ. Στο σβήσιμο πάνε μέσα από το πάρκο ρομαντικά, άντε και για κανένα τυχερό και άξαφνα ο Τάκης σκοντάφτει στο ποτιστήρι του γκαζόν, πέφτει πάνω σε κάτι πέτρες και σπάει ό,τι προεξέχει: μύτη, δυο δόντια, τρία δάχτυλα. Την άλλη μέρα, μετά την ανάταξη ο Τάκης κατάλαβε. - Μητσάρα, εγώ δεν ήπια απλώς, εγώ έπαθα ξυλοπνευματίαση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δυναμική φράση, η οποία χρησιμοποιείται κυρίως από τα μέλη του σαρωτικού κινήματος - οργάνωσης: «Αλπικαλιστική Διεθνής». Το «Αλ Χουτζούμ» είναι επιθετική φράση που δίνει δύναμη σε αυτόν που την εκστομίζει, συνήθως δυνατά και επικά, ώστε να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια αλπικαλιστικού περιεχομένου. Πέραν αυτού, μπορεί να χρησιμοποιηθεί - μεταξύ των μυημένων - και σαν χαιρετισμός / αποδοκιμασία / επιδοκιμασία / αποδοχή / παρότρυνση κ.λπ. αναλόγως με τον τρόπο εκφοράς.

Ο όρος προέρχεται από τα αραβικά και σημαίνει «Η Επίθεση». Η χρήση του όμως ανάγεται στο ηλεκτρονικό παίγνιο Age Of Empires II, όπου την έκφραση αυτή φωνάζουν οι θρυλικοί μαμελούκοι, όταν επί των καμηλών τους επιτίθενται για να συντρίψουν τον εχθρό.

Τον τελευταίο καιρό όλο και περισσότεροι γίνονται κοινωνοί του όρου και μέσω της δράσης της προαναφερθείσας «Αλπικαλιστικής Διεθνούς». Έρευνες της Ανωτάτης Αλπικαλιστικής Ακαδημίας έχουν δείξει ότι η φράση είναι αρεστή ως ιδιαίτερα εύηχη και χρήσιμη στην αλπικαλιστική συνεννόηση.

Το ασκέρι των μαμελούκων είναι μαζεμένο ένα χιλιόμετρο μακρυά από τα τείχη της μικρής πολιτείας και ξεκουράζεται. Το πρωτοπαλίκαρο πηγαίνει κοντά στον αρχηγό και ρωτάει:
-Μπότε μπρε αρχηγέ θα κάνουμε το ντου; Όλοι είναι έτοιμοι...
Ο Αρχηγός, καταπίνει την τελευταία μπουκιά από το σάντουιτς με παστουρμά, καβαλάει την καμήλα του και κραδαίνοντας το κυρτό σπαθί του…
-Αλ Χουτζούμ, κραυγάζει και το ασκέρι ορμά να λεηλατήσει την άτυχη πόλη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Θράκη εν γένει, αλλά ιδίως ο Ν. Έβρου. Οι κάτοικοι αποκαλούνται «Γκατζόλοι». Ο όρος προέρχεται όχι από το γάιδαρο σε τοπικά ιδιώματα κ.τ.ό., αλλά από την τουρκική φυλή Gacol (προφ. γκατζόλ) που - απ' ότι φαίνεται - είχε εγκατασταθεί στην περιοχή.

- Πότε θα πάρουμε κανα οφάκι, πήξαμε στη γκατζολία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παλιός φαντάρος, στη στρατιωτική σλανγκ. Υπάρχει και ο μεταγενέστερος, ψευδοκαθαρευουσιάνικος τύπος «παλαίουρας».

- Ο Μηνάς όλο αράζει, εμείς έχουμε γαμηθεί στο γόπινγκ.
- Ε, γίνε κι εσύ πάλιουρας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified