Further tags

Αργκό της φυλακής.

Δεν είναι ο συνηθισμένος αρραβώνας με βέρες, πεθερικά και φαγοπότι, αλλά ο παρά φύσιν, που συμβαίνει μεταξύ δύο ανδρών, όταν ο ένας σκύβει να πάρει το σαπούνι.

Όποιος συνάψει πολλούς τέτοιους αρραβώνες, του γίνεται η ροδέλα κόσκινο.

- Γιατί ρε συ έβγαλε ο Στράτος το τραγούδι ο «Σαλονικιός»;
- Γιατί όταν είχε μπει στη στενή, ήτανε εκεί και ο Σαλονικιός (διάσημο μούτρο του υποκόσμου). Θα τον γλίτωσε φαίνεται από κανέναν αρραβώνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Θα σου γίνει η ροδέλα κόσκινο» προέρχεται από την αργκό των κρατουμένων.

Είναι το αντίστοιχο του «αρραβώνας». Σημαίνει δηλαδή ότι, όταν πάει κάποιος στη φυλακή, κάνει πολλές γνωριμίες, που του προκαλούνε μέχρι και διάρρηξη του σφιγκτήρα της έδρας.

-Τι έγινε, θα πάει τελικά φυλακή ο Γιώργος;
-Ναι ρε. Βγήκε η απόφαση εχτές.
-Αμάν, την έχει άσχημα... θα του γίνει η ροδέλα κόσκινο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι στρατιώτες καθαρίζουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα τις κάνες των όπλων τους χρησιμοποιώντας σχοινοβελό, ένα σχοινί δηλαδή που έχει στην άκρη δεμένο ένα πανί, περνώντας το σχοινί από τη μια μεριά της κάνης μέχρι να βγει από την άλλη μεριά, από όπου και το τραβούν για να περάσει και το πανί.

Μπορεί να γίνει και χρήση όμως όταν θέλουμε να δείξουμε ότι η σεξουαλική πράξη ήταν τόσο έντονη και ορμητική που τον πέρασες από την μια μεριά και βγήκε από την άλλη.

-Τι έγινε σου έκατσε χθες το πιπίνι;
-Άσε την πέρασα σχοινοβελό.

O Σχοινοβελίξ (από Vrastaman, 04/04/09)

Σχετικό: σουβλάκι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι τα αρχικά των λέξεων Έκθεση Αυθορμήτου Προσελεύσεως, που συμπληρώνεται στον στρατό ως ελαφρυντικό, όταν κάποιος στρατιώτης που δεν έχει επιστρέψει στο στρατόπεδο από άδεια ή έξοδο μετά από την παρέλευση κάποιων ημερών, τελικώς επιστρέφει μόνος του, χωρίς να παρέμβει και να τον αναζητήσει η στρατονομία.

Χρησιμοποιείται όμως και στα στριπτιτζάδικα, όταν μια κοπέλα έρχεται και κάθεται στο τραπέζι σου, χωρίς να την αναζητήσει για σένα ο σερβιτόρος με το λέιζερ.

-Πες στον σερβιτόρο να μου φωνάξει την Λάουρα.
-Δεν χρειάζεται, νάτη έρχεται μόνη της...
-Σωστή η Λάουρα, συμπλήρωσε μια Ε.Α.Π.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπάχαλο, ρημαδιό, ξεσάλωμα μέχρι να μας μαζέψουν, μπουρδέλο φάση.

Συνήθως στην έκφραση τα κάνω πουτάνα όλα.

Μάλλον φανταρίστικη ατάκα.

  1. Μπαίνω μες το σπίτι και τι να δω: είχα ξεχάσει πόρτες-παράθυρα ανοιχτά στη μπόρα και γίνανε πουτάνα όλα. Χαρτιά σκορπισμένα, φύλλα απ' έξω, νερά παντού, χταπόδια...

  2. - Κύριε Διοικητά δείξτε λίγη επιείκια, απολύονται τα παιδιά σήμερα γι' αυτό τα κάνανε χθες πουτάνα όλα μες το θάλαμο...
    - Σκασμός ανάγωγε! Και πάρτε 100 μέρες φυλακή να μοιραστείτε όσοι δεν απολύεστε! Εδώ είναι στρατός δεν είναι καραπουτσαριό!
    [Απολυόμενος από το βάθος, ακόμα σουρωμένος:]
    - Λέμε τώρα...

(από xalikoutis, 05/02/14)(από xalikoutis, 25/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που αναφέρεται σε ένα μελλοντικό και, υπό Κ.Σ., μάλλον βέβαιο γεγονός, το οποίο όμως μπορεί να αναβληθεί ανάλογα με την συμπεριφορά του ομιλητή ή του συνομιλητή του επ' αόριστον. Λέγεται και ως απειλή.

Κλασική καραβανίστικη απειλή σε φαντάρους.

  1. - Έλα λίγη ζωηράδα η ίλη! Πιάστε το φύλλινγκ!
    - Δεν προλαβαίνουμε κυρ ίλαρχε! Στα λελέ μας είμαστε!
    - Ψηλέ πρόσεξε τι λες γιατί η απόλυση είναι κινητή εορτή. Ντάξει;
    - Μάστα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ως όργανο σλανγκίζεται κυρίως το γενετήσιο όργανο, το αιδοίον του ανδρός κυρίως, ο μπαργαλάτσος, και λιγότερο το αιδοίον της γυναικός. Από εκεί έχουμε μια σειρά σλανγκικών συνειρμών και για τις άλλες χρήσεις της λέξης από σλανγκικούς καλοθελητές. Λ.χ.

  2. Όργανον της Τάξεως είναι ο μπάτσος, ο φίλος μας το ζώο, κυρίως ο μη βαθμοφόρος αστυνόμος. Συνειρμοί με την πρώτη έννοια σημαίνουν ότι ο μπάτσος δεν έχει παρά μόνο ένα κεφάλι, το κάτω, ή ότι είναι για τον πούτσο. Έχει σλανγκιστεί ιδιαίτερα απ' τον Λάκη Λαζόπουλο στους «Δέκα Μικρούς Μήτσους».

  3. Μουσικό όργανο. Φράσεις όπως «τι όργανο παίζεις», ή «είναι σολίστ στο τάδε όργανο» πολύ γρήγορα έγιναν κακόσημες από τους σλανγκικώς ευεπίφορους. Εξάλλου, τα πνευστά μουσικά όργανα παραπέμπουν ευκόλως σε φάσεις παιξίματος κλαρίνου, ενώ και τα κρουστά δεν είναι άμοιρα σλανγκικών υπονοουμένωνε, για κάθε είδους σκαμπίλια. Ακόμη και τα έγχορδα μπορούν να έχουν σεξουαλική χρήση, όπως κατέδειξε η χήρα του Μάο. Το κατεξοχήν όργανο, λοιπόν, είναι το πουλόφωνο ή όφωνο κι ο κοινωνικός παίκτης του λέγεται ψωλίστ, ενώ ο μοναχικός οργανοπαίκτης.

  4. Όργανο γυμναστικής, όθεν η ενόργανη γυμναστική.

  5. Οργανική και ανόργανη χημεία.

  6. Από την επιστήμη της Βιολογίας έχουμε το οργανίδιο, (δηλαδή σχηματισμό μονοκύτταρων οργανισμών ανάλογο με αυτόν που έχουν τα όργανα στους πολυκύτταρους), που σλανγκίζεται για να δηλώσει το πολύ μικρό όργανο.

  7. Τέλος, παρόμοια με την σημασία 2, μπορούν να προσλάβουν εκφράσεις, όπως «τα αρμόδια όργανα», «τα όργανα του κόμματος», «τα θεσμικά όργανα» κ.τ.ό.

Σαχλεπίσαχλοι αστεϊσμοί εις βάρος σολίστ:
- Και, αλήθεια, τι όργανο παίζεις; Το παίζεις πολλά χρόνια; Πότε το άρχισες; Και λοιπές σαχλαμπούχλες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στόκος, ο μπουνταλάς, ο μπουμπούνας, το χάπατο. Τύπος αφελής, χοντροκέφαλος και πεισματάρης.

Πάντα στο ουδέτερο, το ντουρντουβάκι. Βορειοελλαδίτικη λέξη. Ειδικότερα, συνηθίζεται στην Ανατολική Μακεδονία - και υπάρχει λόγος για αυτό.

Η λέξη χρονολογείται από την εποχή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η Ανατολική Μακεδονία και η Θράκη βρισκόταν υπό Βουλγαρική κατοχή. Πολλούς νέους τότε οι Βούλγαροι τους έπαιρναν ομήρους και τους έστελναν στη Βουλγαρία σε καταναγκαστικά έργα. Οι όμηροι αυτοί λεγόταν ντουρντουβάκια. Η λέξη ντουρντουβάκι είναι παραφθορά του βουλγάρικου тру̀дови войски, τρούντοβι βόιτσκι = τάγματα εργασίας ή, ίσως, του тру̀дов войник, τρούντοβ βόινικ = φαντάρος αγγαρείας. Ανάλογα στη μετεμφυλιακή Ελλάδα ήταν τα τάγματα σκαπανέων στη Μακρόνησο.

Γι΄αυτούς που υπηρέτησαν στα βουλγάρικα τάγματα εργασίας, το όνομα ντουρντουβάκια έγινε μετά την απελευθέρωση τίτλος τιμής. Αλλά, οι αγγαρειομάχοι είναι πάντα παιδιά ενός κατώτερου θεού - και η λέξη αναπόφευκτα κράτησε και την απαξιωτική σημασία που είχε και το тру̀дов войник στα Βουλγάρικα.

  1. - Μα τι ντουρντουβάκι είσαι... τι πόντιος... αντί να μου πάρεις τηλέφωνο για να το προλάβω...μα είναι δυνατόν...! (Από φόρουμ)

  2. Τώρα θα πεις: και πού πάει η ιδεολογία; Ε, είπαμε και αυτή είναι καλή, όταν ταιριάζει ο ωροσκόπος και όταν ο οπουρτουνισμός το επιτάσσει, ενώ πάντα τα ντουρντουβάκια υπακούουν στο όνομα της σοφίας του κόμματος. (Δ. Σκαμπαρδώνης στην εφημερίδα «Μακεδονία», 07/12/08)

  3. Για να μην υπάρξει αντίσταση οι Βούλγαροι έπαιρναν όλους τους νέους σε τάγματα εργασίας, τα Ντουρντουβάκια (στα βουλγάρικα μπουνταλάς στρατιώτης), 70.000 συνολικά παληκάρια.

Τα ντουρντουβάκια τα έπαιρναν στη Βουλγαρία για καταναγκαστική εργασία, μέσα στο λιοπύρι, στα βουνά και τους κάμπους φτιάχνοντας δρόμους, σιδηροδρομικές γραμμές, με πενήντα δράμια νερό κάθε δύο ώρες, με ελάχιστο φαγητό και άγριους ξυλοδαρμούς. Οποιος απαρνιόταν την Ελληνική καταγωγή και γραφόταν Βούλγαρος γλύτωνε από όλα αυτά.

(Από συνέντευξη του Δημήτρη Μπατσιούλα, συγγραφέα του βιβλίου «Τα Ντουρντουβάκια»)

Όμηροι σε βουλγάρικο τάγμα εργασίας (από poniroskylo, 20/03/09)Το εξώφυλλο του βιβλίου του Δημήτρη Μπατσιούλα (από poniroskylo, 20/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπάτσος που κάνει κατάχρηση της εξουσίας του και τείνει συνεχώς προς την αυθαιρεσία. Ο σκληροπυρηνικός ένστολος που δείχνει υπερβολικό ζήλο στην εκτέλεση των δήθεν καθηκόντων του επιβεβαιώνοντας το άρρωστο εγώ του σε βάρος των αδυνάτων.

Ακολουθεί πιστά το παλιό ρητό του φάρ-ουέστ: «Ένας είναι ο νόμος, ο νόμος του σερίφη».

Την έχει δει σερίφης ο μαλάκας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αστυνομικός, ο μπάτσος. Απαντάται συνήθως στον πληθυντικό: «οι κερατάδες».

Επειδή λείπουν πολλές φορές σε σκοπιές και υπηρεσία τις νύχτες και αφήνουν ανοιχτό το πεδίο, αλλά και γιατί κατά μεγάλο ποσοστό οι γυναίκες τους, όταν είναι κι αυτές μπατσίνες, τα φτιάχνουν με συναδέλφους.

Μου φόρεσαν χειροπέδες οι κερατάδες, λες και ήμουνα κανάς φονιάς.

Τροχοκερατάς γράφει τον Μπεκάτσα (από Marco De Sade, 18/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified