Further tags

Φράση που χρησιμοποιείται αντί για το «γαμώ το σταυρό μου». Γενικά εμείς οι Έλληνες έχουμε την παγκόσμια πρωτοτυπία να μπινελικώνουμε με τα Θεία, αλλά μερικές φορές για να μην πάμε στην κόλαση χρησιμοποιούμε παρεμφερείς φράσεις όπως:
Γαμώ το σταυρίδη μου (αντί για γαμώ τον σταυρό μου)
Γαμώ την πανακόλα/παναχαϊκή μου (αντί για γαμώ την παναγία μου)
Γαμώ τον χριστόφορό μου (αντί για το γαμώ τον χριστό μου, αν και μερικοί το χρησιμοποιούνε αντί για το γαμώ τους Αμερικάνους τους καριόληδες).

Φέρε το γαμοκατσάβιδο, γαμώ τον σταυρίδη μου ρε Τάσο.

You talking to me? (από Vrastaman, 30/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση επιφώνημα, όταν αντικρίσουμε γυναίκα με μεγάλα στήθη (κοινώς μαστάρια). Προέρχεται από τη γνωστή ισπανική μαλακία.

Ω ρε Ισπανία... Τι βύζοι είναι αυτοί, για δες το μουνάκι απέναντι... όλα τα λεφτα...

Hispano-Suiza  (από Vrastaman, 10/09/08)Hispano-Squeeza (από Vrastaman, 10/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα εκπλήξεως και επιδοκιμασίας, το οποίο εμπεριέχει περισσότερα στοιχεία αυθόρμητου ενθουσιασμού από το συμβατικότερο όπα!

βλ. και άλα, ώπα, τσσς!, τσ-ξςςςς!..., ίσα ρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα-χαρακτηρισμός που χρησιμοποιούν (κυρίως) τα κορίτσια σχετικά με την αγκαλίτσα, με το αίσθημα, ή για να αναφερθούν σε κάτι χαριτωμένο, ζουμπουρλούδικο, φλάφικο και ομορφούλι.

- Σού 'δειξε η Τίτα φωτό από το ανιψάκι της;;
- Ναι! Είναι πολύ γούτσου! Άχου το μωλέ!!

(από Khan, 23/07/09)(από vikar, 29/05/12)

Δες και γουτσισμός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα θλίψης και λύπης.

Μου τελείωσε το αηλάινερ, λυγμ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφωνηματική λέξη της οποίας η ετυμολόγηση παύλα εξέλιξη στη πρότυπα της δαρβινικής θεωρίας είναι
ρησπέκτ* -> ρησπέκτ** -> ρισπέκ -> σπεκ -> σπεκ*** -> φιλαδέλφεια -> μπυροκοίλι***
(τα τρία τελευταία σκέλη αποτελούν το σχέδιο της θείας πρόνοιας για το μέλλον της λέξης, με καταληκτική ημερομηνία 5/5/2024).
Γλιτώνει το χρήστη από φλυαρίες τύπου ρησπέκτ**, αγγλισμούς τύπου ρησπέκτ* ή παρεξηγήσιμες φράσεις και διαχύσεις του τύπου σταμάτα να μιλάς και φίλα με, ενώ καταφέρνει να συμπυκνώσει τον σεβασμό για τα πεπραγμένα χωρίς απώλειες, ανοίγοντας παράλληλα την όρεξη***.

  • αγγλικά στο κείμενο
    ** ελληνικά στο κείμενο
    *** γερμανικά στο κείμενο

- Πήγα Μοναστηράκι χτες και βρήκα σε ένα παλιατζίδικο έναν τόμο με τις ασκήσεις γεωμετρίας των Μπαμπουΐνων μοναχών της Νοτίου Ιταλίας. Μιλάμε οι τύποι είχανε ξεφύγει.
- Στ' αρχίδια μου.
- Και βγαίνοντας από το παλιατζίδικο πέτυχα το Σοφάκι που είχα να το δω κάτι χρόνια, πήγαμε για καφέ και μετά στο σπίτι της έγινε το έλα να δεις και το φύγε να φύγουμε, κατά σειρά εμφανίσεως.
- Σπεκ. Τώρα μιλάς σαν άντρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χασάπης στην περίπτωση αυτή είναι ο άγαρμπος τεχνικός οπτικοακουστικού υλικού (τεχνικός προβολής, μοντέρ κττ) που δεν δίνει δεκάρα για τη δουλειά του και την εκτελεί ορθά-κοφτά με την τεχνική με την οποία οι χασάπηδες δίνουν μια στη σπάλα, πχ, και την κάνουν δέκα κομμάτια. Συνώνυμο του σκιτζής.

Ως επιφώνημα, ακουγόταν τον παλιό (καλό;) καιρό στους σινεμάδες όταν ο τεχνικός προβολής ξεχνιόταν (κοιμόταν; γαμούσε;) και κοβόταν ο ήχος της ταινίας ή κόλλαγε κάποιο πλάνο. Το κοινό τότε είτε χειροκροτούσε για να διαμαρτυρηθεί, ή φώναζε «χασάπηηηη!» μπας και ξυπνήσει το παλικάρι και δει ο κόσμος την ταινία. Αυτά βέβαια προ ντιβιντί και νεότερης τεχνολογιάς.

Χασάπης είναι και ο μοντέρ ο οποίος πετσοκόβει το υλικό του, με αποτέλεσμα να «πηδάνε» τα κατ, να μπαινοβγαίνουν άτσαλα οι σκηνές γενικώς.

- Μάκη, εδώ πρέπει να προσέξεις να βάλεις τον λόγο να ξεκινάει λίγο νωρίτερα, να μην ακουστεί «ατάκα».
- Έλα ρε Αντώνη, λες και δε με ξέρεις... για καναν χασάπη με πέρασες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα ενθουσιώδους επιδοκιμασίας και απότισης σπεκ προς όσους μας καταπλήσσουν με το έργο τους, τον λόγο τους, την δημιουργικότητά τους.

Εκ του «έγραψες ιστορία» ή, πιθανότατα, εκ του «έγραψες άριστα σε εξετάσεις».

Εναλλακτικά, ζωγράφισες, κέντησες, κ.α.

1. Έγραψες μεγάλε! Σωστός και παραστατικός! (σχόλιο του lykos για το λήμμα το μύδι.

2. Έγραψες με γκολ απ' τα αποδυτήρια μεγάλε. (σχόλιο του acg για το λήμμα χασίστες και φουντικοί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξωτική -ως προς τον ήχο της- παραλλαγή της έκφρασης «γαμώ!». Δηλώνει θαυμασμό... Προέρχεται από τα γαμώ (ή μάλλον από το ναζιάρικα προφερόμενο γαμάω) και *ουάου**(α)*. Μιλάμε για άκρατο ενθουσιασμό. Η «κακιά» λέξη παίρνει έτσι μια χροιά αφέλειας και κοριτσίστικου ή αδελφίστικου καθωσπρεπισμού και χάνει την προστυχιά της. Όπως λέγανε κάποτε (και ακόμα λένε, είναι απίστευτο) «άει στο διάτανο» αντί για ασταδγιάλα (άσχετο).

- Δες το φορεματάκι που ψώνισα...
- Μαλάκα, είναι και πολύ γαμάουα! Πού το βρήκες;
- Α δεν έχει άλλο, ήταν το τελευταίο.

Γιουτιουμπική καμενιά (από Khan, 21/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την ιταλική λέξη «coglioni» που σημαίνει τα ανδρικά γεννητικά όργανα (ίδιας ρίζας με τη γνωστή ισπανική λέξη «cojones»). Χρησιμοποιείται σε όποια περίπτωση μπορείτε να φανταστείτε, αλλά κυρίως για να δηλώσει αγανάκτηση.

- Ρε μαλάκα Τάκη, όλο κλεισμένος σπίτι είσαι. Θα έρθεις σήμερα;
- Δεν μπορώ ρε, βγήκε το καινούριο expansion του Warcraft.
- Κογιόνι πια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified