Νεότερη και πιο γιολαριστή εκδοχή του άραξε την πέτσα σου, σλανγκοτουμπανιζέ δια του προσφιλούς γαμοσλανγκοτέτοιου - όνι. Και για όποιον δεν κατάλαβε: τσίλαρε, κούλαρε, ηρέμησε.

Φοριέται πολύ από την σημερινή πιτσιρικαρία. Στο ιντερνέτι καταγράφεται κυρίως σε εφηβικά κοινωνικόμηδα τ. σνάπτσατ και ασκεφέμ.

1.
- Παρε καρέκλα, άραξε πετσόνι

2.
- μουσγουλη, αραξε πετσονι εχεισ σαπίσει ε;

3.
- Αραξε πετσονι μαι φρεντ ειμαιι κουκλα (δαεελη)✌

(από σφυρίζων, 24/02/15)Συνοπτικός ορισμός για σνάπτσατ (από Rebelais, 24/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση προέρχεται από το τουρκικό bırak lakırdıyı που σημαίνει κυριολεκτικά «άσε την κουβέντα», και στα καθ' ημάς πα να πει διάφορα πράματα, από «άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε» μέχρι «κόφτο, δε σε παίρνει».

Είναι πιστεύω μία από τις αργκοτικές εκφράσεις οι οποίες ενώ δεν επιβιώνουν στην καθημερινή ομιλία (τουλάστιχον στην Αθήνα), εν τούτοις εντοπίζονται ζωντανές στο νέτι ή στον γραπτό λόγο. Ίσως, λέγω, θα έπρεπε εδώ μέσα να γίνει μιά σχετική κατηγοριοποίηση, ταξινόμηση ή όπως διάολο το λένε τεσπα...αλλά άμα βαριέστε, δε γαμιέται...

Την έκφραση την χρησιμοποιούσε πολύ, αν ενθυμούμαι καλώς, ο Νίκος Τσιφόρος στα γραπτά του (εκεί στα '50-'60), αλλά δεν έχω κανένα βλιβλίο του πρόχειρο, τι θέτε τώρα, τσαμπουκά;

  1. Τα μιλήσαμε, τα συμφωνήσαμε: ούτε γάτα, ούτε ζημιά! μπρακ-λακριντι.

ΜΠΡΑΚ ΛΑΚΡΙΝΤΙ ΛΟΙΠΟΝ ΛΕΒΕΝΤΙΑ ΜΟΥ ΑΝΑΡΧΟ-ΑΠΛΥΤΗ...!!!

Και μη μας κανετε τον κορηο. [...] Σας ανθιστηκανε. Μπρακ λακριντί.

Αν πάλι τυχαίνει ο σχολιογράφος να μην είναι ασόβαρος άνθρωπος, τότε κάνει τουμπεκί ψιλοκομμένο και μπρακ λακιρντί, μέχρι να βρεθούν επαρκή στοιχεία [...]

[...]και αρχίσουν το μπρακ-λακιρντί και μας φλομώσουν με το άσχετο κουτσομπολιό τους.

(Όλα από το νέτι. Μη με βάζετε να λινκάρω τώρα, μπρακ λακιρντί...)

  1. Αναμνήσεις μυτιληνιού βετεράνου της Μικρασιατικής 1919-22. Ο αφηγητής προσπαθεί να διατηρήσει την συνοχή του στρατεύματος, προστατεύοντας αγαθιάρη φαντάρο από τις κοροϊδίες των συναδέλφων του (στις οποίες βεβαίως συμμετείχε μιά χαρά και ο ίδιος ο αφηγητής). Απο το βιβλίο του Τάκη Κόντου «Μικρασία τέλος», Αθήνα 1980.

- Όποιος μου το ξαναπεί, θα τον σκοτώσω! [...]
- Παιδιά, τους λέω, το πράμα σκούρηνε. Ο Παναωτάκης είνε που δεν είνε στα καλά...Η καζούρα μπράκ...

  1. [...]ο επαρχιώτης [...] συμβαίνει [...] να μην ξεχωρίζει αρκετά καλά τα λογιωτατίστικα από τα τούρκικα [...] Ετσι, «Συγχωρέσετέ με, λέει, αν δεν ηξέρω να κάνω κ' εγώ 'σαν την αφεντιά σας ώμορφο λακρεντί». Νομίζοντας το λακρεντί λογιωτατίστικο. Ανδρ. Λασκαράτος, από το «Ιδού ο Ανθρωπος».

  2. Το τουρκόφωνο νέτι βρίθει εκφράσεων όπως:
    bırak boş lakırdıyı = άσε τα κούφια λόγια.
    bırak lakırdıyı, icraata bak = άσε τα λόγια, κοίτα τα έργα.
    bırak lakırdıyı, işine bak = άσε τις κουβέντες και κοίτα τη δουλειά σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόσταγμα ή προτροπή που προτρέπει τον πλησίον να αφήσει τα δύσκολα μονοπάτια, και να κάνει κάτι ευκολότερο από αυτό των δυνατοτήτων του. Εμπνευσμένο από το γνωστό παιχνίδι μπουλώ (bouleaux) ή αλλιώς γνωστό ως πιλλότα, όπου το να παίξεις τα κόζια ή αλλιώς ατού, δείχνει την σίγουρη και απλή κίνηση.

- Σήμερα άμα πάμε για μπάλα, θα παίξω στόπερ...
- Ρε παίξε κόζια, που θες να παίξεις στόπερ, μέχρι χτες δεν ήξερες τι σχήμα έχει η μπάλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τι θέλει να πει ο ποιητής: Από εδώ και στο εξής δε θα μιλάς, τουμπέκα.

Το λογοπαίγνιο λέγεται όταν κάποιος μας τα έχει κάνει τσουρέκια και λοιπά, και λοιπά.

Φροξυλάνθη προς τον σύζυγο της:

- Τι κάνεις εφτού ρε ανεπρόκοπε, μας έχει φάει τη ζωή.

Σύζυγος, έχει πάρει ανάποδες:

- Γυναίκα, απ' εδώ και τουμπεξής μη με ζαλίζεις, άντε τώρα κατάλαβες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λυκειακό σλόγκαν, προτροπή προς χαλάρωση ή απεμπλοκή από μανούρα, συνώνυμο του «ξεφούσκωσε», κατούρα και λίγο.

- Κωλόγαυροι, πάλι πέτσινο πρωτάθλημα! Γαμώ την παράγκα σας!
- Άντε φάε καμιά χαλαρόπιτα και πιες καμιά ηρεμίτα, που θα μιλήσεις για τον θρύλο ρε χουντικέ!

(από doodoon, 16/04/11)(από doodoon, 16/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να προειδοποιήσει το ανυποψίαστο κοινό σχετικά με την επικινδυνότητα μιας άσκησης ή ενός κασκαντεριλικίου που πρόκειται να ακολουθήσει.

Προσδίδει κύρος στον περφόρμερ και δημιουργεί το απαραίτητο θριλ και δέος στους θεατές.

- Δε στάντζς μπιλόου αρ μπίνγκ περφόρμντ μπάι πρόφεσιοναλς, σο ντοντ τράι δεμ ατ χόουμ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ήρεμα, χαλαρά. Απαντά και σε άλλες παραλλαγές, π.χ. «χαμηλά τη μπάλα», «τη μπάλα κάτω» κλπ. Η έκφραση έλκει την καταγωγή από το χώρο του ποδοσφαίρου. Πράγματι, δεν είναι σπάνιες οι φορές που ακούμε μαινόμενους προπονητές να ουρλιάζουν στα γήπεδα τις συγκεκριμένες εκφράσεις προσπαθώντας να τιθασεύσουν τους παίκτες τους, που έχουν πάρει αέρα και κάνουν σαλτανάτια και παιχνίδι εντυπωσιασμού κινδυνεύοντας να φάνε γκολ. Εκτός γηπέδου, η έκφραση λέγεται ήρεμα, παραινετικά και συνωμοτικά και κατατείνει σε χαλάρωση ή εκτόνωση φορτισμένης κατάστασης.

  1. - Πώς πάει ρε Μήτσο;
    - Άσε ρε μαλάκα κι εσύ, μας έχει γαμήσει αυτός ο καινούριος! Ανάσα δεν παίρνουμε.
    - Ήρεμα, ρε συ. Τη μπάλα κάτω, μη μασάς. Θα φύγει.

  2. - Δες το μαλάκα, την πέφτει στη Μαρία! Τώρα θα φταίω άμα του σπάσω κανα μπιφτέκι;
    - Έλα, βρε μαλάκα, δεν τη γάμησε κιόλας. Χαλάρωσε, κάτω τη μπάλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός των φράσεων πάρε τον πούλο (σήκω φύγε και άει γαμήσου) + πάρε δρόμο (φύγε ταχέως από μπροστά μου, εξαφανίσου). Η νέα φράση συνδυάζει πρακτικότατα τον επιτακτικό και επείγοντα χαρακτήρα με τη χαρά του σιχτιρίσματος.

- Αν ήρθες να μου πρήξεις το παπάρι για άλλη μια φορά με το μπούρου-μπούρου σου, καλύτερα να πάρεις πουλόδρομο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαλλική αργκό που σημαίνει «πάνε να κωλογαμηθείς στους Έλληνες» και χρησιμοποιείται με την έννοια του σάλτα και γαμήσου!

Η έκφραση αγγίζει μια ιδιαίτερα ευαίσθητη πορδή του πως ο υπόλοιπος κόσμος αντιλαμβάνεται τον Ελληνισμό και τους Έλληνες. Η πικρή αλήθεια είναι πως αυτό που εμείς αποκαλούμε Οθωμανικό Δίκαιο ο υπόλοιπος κόσμος αποκαλεί «Greek Style». Το ρήμα «to Greek someone» ουσιαστικά σημαίνει «κωλογαμάω κάποιον».

Οι ιστορικές ρίζες της ταύτισης Ελληνισμού και πισωκολλητού ανάγονται στην αρχαιότητα, όταν φιλόσοφοι και σοφιστές έπειθαν τους τυχερούς τους μαθητές ότι η γνώση μεταδίδεται πρωκτικά. Θεωρείτο δε απόλυτα φυσιολογικό (και κοινωνικά αποδεκτό) για ένα δάσκαλο να ρίχνει και ένα κρύο στον μαθητή καθώς του μεταλαμπάδευε την σοφία. Ανήκε στα «τυχερά του επαγγέλματος» των εκπαιδευτικών. Φυσικά τα πισωγλέντια μεταξύ συναινούντων ενηλίκων έφερε τότε, όπως και σήμερα,κοινωνικό στίγμα γιατί άλλο Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της Μάρως!

Με την έννοια αυτή λοιπόν, η προτροπή «πάνε να κωλογαμηθείς στους Έλληνες» εμπεριέχει την θετική διάσταση του πάνε μάθε γράμματα και εκπολιτίσου. Λέμε τώρα...

- Les Grecs sont appelés ainsi parce qu'ils sont tous pédés. Ne dit-on point: «Va te faire enculer chez les grecs» ;
(από εδώ)

- In idiomatic Québecois, one is not told to fuck off. One is told, va péter dans les fleurs (“go fart in the flowers”) or, va te faire enculer chez les Grecs (“go get screwed by the Greeks”). If someone in Montreal is speaking with a snooty Parisian accent, they’re asked, pourquoi tu parles en trou de cul de poule; (“Why do you speak as if your mouth was the ass of a chicken;”)
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρούφα ή ρούφα το/τη. Είναι εκδικητικό επιφώνημα που φανερώνει τη χαρά του υποκειμένου για κάτι που έπαθε το αντικείμενο και του άξιζε. Χρησιμοποείται πολύ στα σπορ από φιλάθλους και παίχτες, καθώς και σε περιπτώσεις πολύ πετυχημένης τάπας.

1) Θα χάναμε παλιομαλάκα ε; Ρούφα την τριάρα τώρα. Πονάει, πονάει;

2) Γιώργος: Θα σε γαμήσω...
Θέμης: Καθώς θα μου γλείφεις την πλάτη...
Παρατηρητής: Ρούφα την (τάπα σου) Γιωργάκη και μην πεις κουβέντα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified