Further tags

Τσαφουνώ, τσαφουνίζω, τσαφίζω = γρατζουνώ, προκαλώ επιφανειακή, επιδερμική φθορά ή ερεθισμό, με τριβή ή ξύσιμο.

Σε ευρεία χρήση σε όλη την Κρήτη.

Ενδέχεται να είναι ηχομιμητικό. Όμως υπάρχει η καταπληκτική σύμπτωση ότι το αγγλικό ρήμα to chafe, έχει στη γενική του χρήση την έννοια του ερεθισμού, της φθοράς και του ξυσίματος, αλλά και του «θερμαίνω με εντριβή». Ετυμολογικά, σύμφωνα με το Webster Dictionary, προέρχεται από το γαλλικό chauffer (=θερμαίνω, προφανώς με την τριβή).

  1. - Τι έχεις και φωνάζεις;
    - Ρε φίλε, τον τρελό κάνεις; Δε βλέπεις, μου τσαφούνισες τ' αμάξι!

  2. - Μωρέ Μανόλη, τσαφούνισέ σε η γυναίκα σου;
    - Όι, όι, ο κάτης ήτονε.

Τσαφούνισμα (από nikolaosvlas, 14/10/11)Τσαφουνισμένη μούρη (από nikolaosvlas, 14/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε Αποκόρωνα και Σφακιά, το ανδρικό μόριο σε στύση. Από το μακρουλό καρβέλι που προορίζεται για παξιμάδι, που λέγεται «παύλος». Ακούγεται και «παύρος».

- Γιάντα τρέχεις μωρή;
- Όχού, ο Λυμπέρης την είχε βγαλμένη όξω κ' ήτονε ένας παύλος, να...!

(από nikos sabioneras, 12/11/11)Paul κατά την γαλλική αλυσίδα αρτοποιίας. (από Khan, 16/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικοποιημένο επίθετο: ο μιζμίζης, η μιζμίζω, το μιζμίζι.

Μιζμίζης είναι αυτός ο οποίος τριγυρνάει συνέχεια με ένα πνεύμα μιζέριας και γκρίνιας πρήζοντας πολλές φορές τα όργανα των άλλων, ή κάνοντας τον εαυτό του ανεπιθύμητο έτσι...

Χρησιμοποιείται για την εμφάνιση κάποιου. Επίσης χρησιμοποιείται και στο σεξ, όσον αφορά την σεξουαλική ζωή ενός η του ζευγαριού.

Προσοχή! Δεν ακολουθεί τον γραμματικό κανόνα «σ» πριν από «μ», συντάσσεται κανονικά ως Μι«ζ»μίζης, γιατί ηχητικά θα μπορούσε να είναι κάποιος που τριγυρνάει κάνοντας συνέχεια Μιζ-μιζ-μιζ-μιζ...

  1. Σταμάτα ρε μιζμίζη...

  2. Πώωω τι μιζμίζω που έχεις γίνει από τότε που χώρισες με τον Κώστα...

  3. Πω ρε Τάκη τι μιζμίζης είναι αυτός ο κολλητός σου, πως τον παλεύεις...

  4. ΚΑΙ ΜΗΝ ΜΟΥ ΛΕΣ ΕΜΕΝΑ ΟΤΙ ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑ, ΕΝΤΑΞΕΙ; ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΣΤΟ ΣΕΞ ΕΧΟΥΜΕ ΓΙΝΕΙ ΜΙΖΜΙΖΙΔΕΣ...

βλ. και μιζερομίζερος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιαίτερα ευφυής και δυναμική γυναίκα που επιλέγει τους καλύτερους διαθέσιμους νέους για νυκτερινούς συντρόφους, προκαλώντας αντιπάθειες και κουτσομπολιά και από τα δυο φύλα.

Σε ευρεία χρήση στο Νομό Χανίων.

Μάλλον πως προέρχεται από λατινογενή λέξη που έχει την έννοια της αλεπούς. Η λέξη zorra στα ισπανικά έχει και αυτή την έννοια.

- Είδες πάλι η Βαγγελιώ κουτούπωσε και το Μιχάλη, σκέτη μουλωχτή ζουρού.
- Και γιατί όχι! Τη χαίρομαι, ξέρει τι κάνει.

Αλεπού (από nikolaosvlas, 17/10/11)(από ironick, 18/10/11)zorra negra (από nikolaosvlas, 18/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λάφρας, ο / λάφρα, η / λαφρύ, το. Ουσιαστικοποιημένο επίθετο που χαρακτηρίζει τον εκ γενετής ηλίθιο, τον εκ πεποιθήσεως ηλίθιο ή τον χαζοχαρούμενο... Επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει κάποιον ο οποίος δεν έχει υψηλό αίσθημα ευθύνης για μια δουλειά, σχέση, κατάσταση...

Προέρχεται από το ελαφρύς -> λαφρύς -> λάφρας.

  1. Μα τί λάφρας είναι αυτός, δεν μπορείς να βγάλεις άκρη και να θες..

  2. Δε θα συνεργαστώ με τον Πάνο, γιατί μεγαλύτερος λάφρας δεν υπάρχει, και πάλι σε μένα θα τα ρίξουνε..

  3. - Ποιος είναι αυτός; - Ποιόνα λες ;
    - Α εκείνον πού 'ρχεται..
    - Έλα ρε... ο Τάκης, ο λάφρας του χωριού...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από Ανδρίτσαινα μεριά. Σημαίνει «μια κι έξω».

Νομίζω ότι η λέξη ανήκει εδώ, μου κάνει για ψιλομάγκικη. Μπορεί όμως να κάνω λάθος.

Αγνοώ την ετυμολογία της, πάντως το θεωρώ απίθανο να σχετίζεται με το αγγλικό big. Μάλλον είναι ηχομιμητικό (σύντομος ήχος που δηλώνει ταχύτητα εκτέλεσης), κάτι τ. στο πι και φι, τσακ-μπαμ κττ.

Ο Λευτέρης, δυο τόμους βιβλία μπιγκ τα έβγαλε πέρα!
(ενν. είναι πολύ διαβαστερός)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φέτα χωριάτικου ψωμιού. Γένους θηλυκού. Χρησιμοποιείται στα χωριά γύρω από τη Λαμία.

Ζαφείρ', κόψε με μια φλέγκα ρε χαϊβάν'.

Οι λίμνες Φλέγκα. (από joe909, 21/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σούγλο είναι ο κουβάς που χρησιμοποιείται κυρίως για μεταφορά νερού. Πρόκειται για ιδιωματισμό της περιοχής της Αρκαδίας αλλά συναντάται και αλλού.

Ρε Γιώργη πιάσε το σούγλο. Κει δίπλα σου είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην κρητική διάλεκτο, ο πολύ βαθύς ύπνος, αυτό που λέμε «δεν κοιμήθηκα, ναρκώθηκα». Προέρχεται από το ρήμα «δρουβαλιάζω».

Μαλάκα, σήμερα το μεσημέρι έφαγα 4 μπριζόλες χοιρινές, ήπια και 3 λίτρα μπύρα και μετά έριξα έναν δρούβαλο... Τέσσερις ώρες κοιμήθηκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα που περιγράφει τη στομαχική κατάσταση κάποιου μετά από μεγάλη πόση υγρών, όχι απαραίτητα αλκοολούχων. Για να καταλάβετε την ένταση του μαρτυρίου, είναι εκείνη η κατάσταση που κάποιος έχει πιει τόσο πολύ που νιώθει το στομάχι του σαν ενυδρείο σε περίπτωση σεισμού.

Δεν παίρνω όρκο, αλλά υποψιάζομαι πως η ρίζα του ρήματος είναι ίδια με το ουσιαστικό «βάθρακος», που στα κρητικά σημαίνει βάτραχος. Φυσικά και το ανωτέρω ρήμα είναι κρητική λέξη.

Διψούσα τόσο πολύ που ήπια 1 λίτρο νερό! Βατραχούλιασα τόσο πολύ, που δε μπορώ να κουνηθώ, νομίζω πως στο στομάχι μου επιπλέουν ψάρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified