Ο πασιχαρής = ο gay. Λέγεται στις Κυκλάδες.
- Σαν πεσίχαρος μου φαίνεται ο καινούργιος μας Δάσκαλος!
Ο πασιχαρής = ο gay. Λέγεται στις Κυκλάδες.
- Σαν πεσίχαρος μου φαίνεται ο καινούργιος μας Δάσκαλος!
Got a better definition? Add it!
Η υπερηφάνια, η επιδειξιομανία. Νησιώτικη έκφραση. Βγαίνει από το φαντασμένος και δεν έχει σχέση με την κανονική φαντασία-έμπνευση.
- Και εκεί που της έπιασα το θέμα του γάμου, άρχισε τις φαντασίες για τα διαμάντια που θα έχει το νυφικό, για τα λούσα που θα στολίσουν, για τη λιμουζίνα του γαμπρού και άλλα τέτοια.
- Από τότε που άνοιξε την επιχείρηση, βγαίνει στο δρόμο με τις κουστουμιές και το κάμπριο και το μαύρο το γυαλί... Όλο φαντασία ο τύπος.
Got a better definition? Add it!
Στα Αλεξανδρουπολίτικα, σημαίνει την κοπάνα από το σχολείο, αδικαιολόγητη ολιγόωρη απουσία από το μάθημα, με κύρια αιτία τον καφέ στο «Παράφωνο», γνωστό τόπο συνάντησης των σχολικών μαζών.
- Ρε συ, κάνουμε κατσάκι στα θρησκευτικά να πάμε για φραπεδούμπα;
- Πάμε Παράφωνο;
Got a better definition? Add it!
Γενικός χαρακτηρισμός που αναφέρεται στα υδρόβια πτηνά. Φλαμίνγκο κλπ
- Πού;
- Στις Πρέσπες, μωρέ, που πήζει στα νερομπαμπλέκια.
Got a better definition? Add it!
Ψηλός και άχαρος άνθρωπος, ειδικότερα γυναίκα (εύχρηστο στον νομό Ηλείας, από το ομώνυμο λατινογενές ουσιαστικό που δηλώνει το παράπηγμα του τσοπάνη...).
- Πόσο ξελόντζα αυτή η γκόμενα, ρε γέροι...
Got a better definition? Add it!
Το πουνάνι ονομάζεται κατά πολλούς και μανάρι ή γκομενάκι. Είναι μια ωραία λέξη με την οποία δείχνει κανείς την ερωτική και όχι πνευματική έλξη που του προκαλεί το αντικείμενο στο οποίο αναφέρεται.
Πω πω πω, κοιτά κοιλιακούς / στήθος το πουνάνι ρε!
Got a better definition? Add it!
Τα αρχίδια στην Κέρκυρα.
- Δεν την αντέχω άλλο, μού 'χει ζαλίσει τα κολομπόκια.
Got a better definition? Add it!
Γερμανικής προέλευσης έκφραση που απαντάται πλέον μόνο στη Θεσσαλονίκη για λόγους που είναι πέρα από τη θεματολογία του παρόντος ιστοτόπου. Η έντονη ποιητική διάθεση των Θεσσαλονικέων οδήγησε στην παράφραση του κλαν (συντομογραφία του ρήματος κλάνω) σε κλάιν, ώστε να κάνει ομοιοκαταληξία με το μάιν (δικό μου/δικά μου).
Ανήκει στην ευρύτερη οικογένεια σεξουαλικών/σκατολογικών εκφράσεων του τύπου κλάσε μας τ' αρχίδια, θα μου κλάσει τ' αρχίδια κλπ. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι δεν πρόκειται να γίνει, παρά τις περί του αντιθέτου προθέσεις τρίτων.
- Και πότε θα προλάβω να το ετοιμάσω το πρότζεκτ τώρα που μου το λες ρε μεγάλε;
- Πάρε μαζί σου τα χαρτιά το σαββατοκύριακο και δούλεψέ το. Δεν πρόκειται να σου πάρει πάνω από 2-3 ώρες τη μέρα και το χρειάζομαι όπως-και-δήποτε τη Δευτέρα στις 8.
- Α καλά... κλάιν μάιν!
Got a better definition? Add it!
Η 7UP στην συμπαθέστατη Μποχαλία.
Ένα μποχάλι νερό και ένα μποχαλάκι εφταΰρι, παρακαλώ.
Βλ. και 'φτα κι' απά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο τσαμπίκος κάγκουρας.
Πιθανότατα προέρχεται από το πακιστάνι.
Προφέρεται με γνήσια τσαμπικική προφορά στο κ (κάτι μεταξύ διπλού κκ και κχ).
Σκάσανε και οι πάκοι με τα μηχανάκια των.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified