Further tags

Έκφραση την οποία άκουσα στην Πελοπόννησο. Αναφέρεται σε γυναίκες κοντές, σε βαθμό τέτοιο που, μεταφορικά, όταν κλάνουν σηκώνουν σκόνη, σύμφωνα με την κλασσική και γνωστή έκφραση. Το κοντοκλάνι συνήθως το παίζει μαγκιώρα και σκληρή, προληπτική πολιτική προκειμένου να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις που δέχεται πανταχόθεν, λόγω του μικρού μεγέθους του.

- Ρε τι κοντοπούτανο είναι αυτό εκεί;
- Μη μου πεις ότι σ' αρέσει αυτή;
- Την ξέρεις;
- Όχι μωρέ, πήγα να της μιλήσω τις προάλλες και μου το έπαιζε δύσκολη. Μου έγινε και γκόμενα, το κοντοκλάνι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που συναντάται στη Βόρεια Ελλάδα και κατά πάσα πιθανότητα είναι τουρκικής προελεύσεως. Σημαίνει ότι συγκρούομαι σφοδρά με κάποιον, χωρίς να υπολογίζω τις συνέπειες και με μηδαμινές σχεδόν πιθανότητες επανασύνδεσης. Συνώνυμο με το γίναμε από δύο χωριά χωριάτες.

- Ο Στέλιος ήρθε χθες από τη Θεσσαλονίκη και βλέποντας ξαφνικά τον Βασίλη στο σπίτι γινήκανε ανάμια για τα κληρονομικά. Δεν θα το αντέξει η καημένη η μάνα τους, για πόσο καιρό θα συνεχιστεί αυτό άραγε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρυφοπρόστυχη έκφραση που λεγότανε/λέγεται στην Κρήτη από γυναίκες για γυναίκες. Πρόκειται για έπαινο προς τις πολύ δουλευταρούδες χωρικές, οι οποίες τα κατάφερναν σε όλες τις αγροτοκτηνοτροφικές εργασίες (τρύγος, ελιές, άρμεγμα, βοσκή, τυροκομικά, σκάψιμο, κόψιμο ξύλων, πότισμα, κλάδεμα, θέρισμα, αλώνισμα και ξανά από την αρχή) το ίδιο καλά με τους άντρες, ενώ έκαναν φυσικά και όλα τα οικιακά. Έτσι, η μόνη δουλειά που δε μπορούσαν εκ φύσεως να κάνουν ήταν να τον κερνάνε (όχι ρακί, ρακί κερνούσαν).

Η φράση απαρχαιώθηκε όταν διαδόθηκαν και στην επαρχία τα στραπ-ον.

βλ. φωτό

(από xalikoutis, 15/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Κρήτη εκσυγχρονίζεται. Και για το ξεκαθάρισμα λογαριασμών χρησιμοποιεί πια την τεχνολογία. Ονομαστικά μόνο. Γιατί, στην κρητική, η λέξη «κομπιουτεράκια» είναι η τελευταία συνθηματική λέξη της μόδας για τα όπλα.

- Μπρε Θειά! Στο χωριό σου έχει κομπιουτεράκια;
(η θεία έχει μείνει λίγο πίσω και εννοεί την αριθμομηχανή)
- 'ντα στην Αθήνα τα έχω παιδί μου, ήντα να τα κάμω επά πέρα...
(κόκκαλο ο τύπος)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι σφαίρες, στην κρητική (βλ. κομπιουτεράκια)

- Πόσες καραμέλες έπαιξες στον πρόγαμο;
- Έξε χιλιάδες.
- Ώφου μάνα μου!

(από nick, 16/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκληρή φράση -συνοδευτική τσαμπουκάδων στην Κρήτη. Σημαίνει «με βλέπεις που σε βλέπω;» και αποτελεί α. την τελευταία φράση πριν το σημείο χωρίς επιστροφή ή
β. μια τελευταία ευκαιρία στον άλλο να λακίσει
πριν τα μπουκέτα και τα κατακαυκαλίδια αρχίσουν να προσγειώνονται σε μάπες.

Ο χρήστης επιχειρεί να εγκαθιδρύσει eye contact με τον συνομιλητή καθώς στην ίριδα του πρώτου σκιαγραφείται με απόλυτη καθαρότητα το μέγεθος της μαλακίας του τελευταίου.
Συνοδεύεται από άλλες φράσεις όπως «μίλιε όμορφα (=θα μιλάς ωραία, στα Θεσσαλονικώτικα: θα μιλλλάς καλλλά), και πολλά άλλα...
Τελικά, χρησιμοποιείται και απλά ως προειδοποίηση όταν light μαλακίες φαίνονται στον ορίζοντα, και σημαίνει από την πλευρά του χρήστη ένα κατηγορηματικό »όι«.

  1. - Ρε μαλάκα, τί σού 'κανε το κοπέλι και το βρίζεις; - Τι τι ρε μα.... - Με θωρείς που σε θωρώ ρε μαλάκα; Μην του ξαναγγίξεις, γιατί θα σε μισερώσω, το κατάλαβες;

  2. - Δανείζομαι την κάμερα γι' απόψε, έτσι; Καληνύχτα δικέ μ... - Έεεεεπ - Τι έεεπ; - Με θωρείς που σε θωρώ;... Είδες κι εσύ κάμερα και χάρηκες....

(από nick, 17/09/08)(από xalikoutis, 18/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση σημαίνει με μεγάλη όρεξη, βουρ στον πατσά, γιούργια στον νταμπλά με τα κουλούργια κλπ αλλά κυρίως για σεξουαλικές επιθέσεις. Επίσης αφορά στο ξερογλείψιμο που ζωγραφίζεται στο πρόσωπο κάποιου όταν είναι έτοιμος για το συγκεκριμένο ντου (βλ. και το παρεμφερές θέλει η πουτάνα να κρυφτεί και η χαρά δεν την αφήνει). Η φράση προέρχεται από τον τρόπο που οι σκύλες κωλοτρίβονται σε παλούκια (=καζίκια) και λοιπά αιχμηρά όταν έχουν οίστρο. Από Κρήτη.

- Την είδες ρε την ψώλα τη Βάσω, μόλις είδε το τουτού, άρχισε τα σάλια. Και πριν τον είχε στο κλάσιμο το γυαλαμπούκα...
- Σαν τη σκύλα στο καζίκι! Ου να μου χαθεί...

(από xalikoutis, 17/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορεσίβια έκφράση από Κρήτη, που σημαίνει «τον ακουμπούσε (έθετε) ο ένας στον άλλο».

Ολόκληρη η φράση ακούστηκε σε καφενείο της Κρήτης τότε με το κότερο Ψινάκη, Λαζόπουλου κλπ. Επειδή τα κανάλια τα λέγανε απ' έξω απ' έξω (τέλος πάντων), κάποιος στο καφενείο δεν είχε καταλάβει τι είχε συμβεί, κι έτσι ένας άλλος ανέλαβε να του εξηγήσει λέγοντας: «ντα μπουνταλάς είσαι μωρέ; έκεια τσ' είχενε μαζωμένους [ο ιδιοκτήτης του κοτέρου] και τσι μαστώρουνε, κι απής [και μετά] τον έθετε ο γεις τ' αλλού».

Η φράση έμεινε ως περιγραφή για πουστριλίκια, για όποιον θέλει να προσδώσει και μια χωριάτικη νότα

- Τους βλέπεις τους δύο στη μπάρα, κολλητάρια, έτσι; - Εξακριβωμένο... Χθες πήγανε στη σπηλιά μαζί το βράδυ... Κι απής τον έθετε ο γεις τ' αλλού...
- Είσαι κι εσύ το Ρόιτερς όμως...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ερήμη(ν): Οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής της Αχαΐας, χρησιμοποιούν αυτή τη λέξη «ερήμη» χωρίς το , τουλάχιστον στο 99% των περιπτώσεων. Είναι μια λέξη που κολλάει παντού, ή μάλλον που ο Πατρινός την κολλάει παντού. Φυσικά αγνώστου προελεύσεως. Δηλώνει περίτρανα την κατάσταση της Πατρινής νοοτροπίας, κοντολογίς αυτό που λέμε ό,τι να 'ναι.

  1. - Θα φάμε ρε συ;
    - Ερήμη μωρέ θα τσιμπήσουμε.

2) - Θα πάμε πουθενά;
- Ερήμη θα δούμε.

3) - Έγραψες τίποτα ρε μινάρα;
- Ε, ερήμη μωρέ περνάω.

(και άλλα πολλά - ελπίζω να σας κατατόπισα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευρύτατα διαδεδομένο και εύχρηστο, σημαίνει ό,τι και το ερημιτζής.

Δικατάληκτο επίθετο: ο, η ερήμης, το ερήμη.

- Ρε μινάρα θα πάμε για καφέ;
- Μπα δε γουστάρω.
- Τι ερήμης που είσαι ρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified