Further tags

Το πατρινό ισοδύναμο του πάει η μαλακία σύννεφο. Δεν ξέρω αν προέρχεται από την επιτατική έννοια που παρατηρείται στη λέξη γόνατο στο οικείο λινκ, ή αν είναι από την εικόνα του τύπου που την παίζει τόσο βίαια που το χέρι πάει κι έρχεται μέχρι το γόνατο.

- Πιστεύω ότι πρέπει να εισηγηθούμε την προσάρτηση τρίτου βυζιού στη μέση.
- Ναι. Χρειάζεται.
- Προφανώς. Έχεις χουφτώσει τα δύο. Το στόμα σου πού το βάζεις;
- Και προφ για εργονομικούς λόγους πρέπει να είναι σε σειρά. Στο ίδιο πνεύμα, βέβαια, χρειάζονται τέσσερα. Για να μπορείς να χουφτώνεις τα δύο και να βάζεις τη μάπα σου ανάμεσα στ' άλλα δύο.
- Ναι...εδώ βέβαια δεν είναι ξεκάθαρο αν βολεύει να είναι εν σειρά ή σε ζεύγη...
(τρίτος που άκουγε τη συζήτηση:)
- Να βάλουμε και δυο στην πλάτη λέω 'γω;; Πάει η μαλακία γόνατο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το «σκουράτζο»: επτανήσιο ιδιόλημμα για πέτσικη ρέγγα (πολυκαιρισμένη, στρεβλή και ανάλατη). Στραβωμένος και πέτσικος.

Ο στρυφνός ο άντρας, ο χωλός, ο σκουράτζος, δεν μασιέται με τίποτε! Ούτε με τσίπουρο δεν καταπίνεται!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στὴν Κυπριακὴ διάλεκτο σημαίνει τὸ ἀντίστοιχο τῆς Κρητικῆς μαντινάδας, δηλαδὴ ἔξυπνα λυρικά, σκωπτικά, ἐγκωμιαστικά, ἀκόμη καὶ πατριωτικὰ δίστιχα ἢ τετράστιχα, τὰ ὁποῖα συντίθενται «ἐκ τοῦ προχείρου» σὲ παρέες, οἰνο-ρακο-τσικουδοποσίες, γάμους καὶ ἐν γένει χαρούμενες κοινωνικὲς ἐκδηλώσεις.

Παρ' ὅτι συντίθενται ἐκ τοῦ προχείρου, ὁ συνθέτης δὲν ἔχει τὴν μορφὴν τοῦ χοίρου, τοὐλάχιστον ἐκ τοῦ λόγου αὐτοῦ, εἰδικῶς.

Ἡ ἀπόδοσις τῆς προφορᾶς θὰ ἔμοιαζε περίπου ὡς «τchαττιστά».

Ἡ κυριολεκτικὴ σημασία σὲ κοινὰ νεοελληνικὰ (τοῦ ἐπικρατήσαντος Πελοποννησιακοῦ ἰδιώματος) εἶναι ταιριαστά, αὐτὰ δηλαδὴ ποὺ δημιουργοῦν ὁμοιοκαταληξία.

Λέει ὁ νέος:

— Ἔεεεεε, ἐννάρττω τὸ πουρνὸ ποτschεῖ
νὰ σὲ ποchιαιρετήσω...

Καὶ ἀπαντᾷ ἡ καύκαν του (γκόμινα):

— Ἔεεεεε, μονάχαν ἡ καρκιά μου ἐμέν' ξέρ' ἴνταλως νὰ ζήσω!!!

(από aias.ath, 03/12/09)Χότζα μου, (τ)ο Πουτίν (από aias.ath, 04/12/09)(Τ)ο Πουτίν ψαρεύτchει... (από aias.ath, 04/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασύφταο. Μία λέξη που πηγάζει καθαρά από την Ιθάκη και είναι συνώνυμη του ζωηρός, ανήσυχος κλπ.

- Γιαγιά πάω έξω με τα παιδιά να παίξουμε.
- Πάλι έξω θα πας μωρέ ασύφταο; Τσακίσου κάτσε μέσα να διαβάσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κακοχυμένος στην εμφάνιση και άξεστος στους τρόπους μπουνταλάς.

Το άκουσα σε καφενείο στην Δημητσάνα και αμέσως θυμήθηκα τον άρκαλο, τον Κρητικό ασβό που φέρει την ίδια μεταφορική έννοια.

Πρόχειρες συνεντεύξεις τοπικών ηρώων επιβεβαίωσαν ότι χρησιμοποιείται ευρύτατα στην ορεινή Αρκαδία, χωρίς ωστόσο να υφίσταται εννοιολογική ή άλλη σύνδεση με ασβούς ή άλλα μικρά θηλαστικά.

Εικάζω ότι ο αρούκαλος είναι ομοούσιος του αρκάλου και εισήχθη στη περιοχή κατόπιν αλλαξοκωλιών ορεσίβιων με μέτοικους χαλικούτηδες.

Δεδομένης δε της τρωκτικής υποστάσεως του αρκάλου, εικάζω ότι και τα δύο λήμματα ετυμολογούνται εκ του ἄρουρος (γη).

Βλ. επίσης αρούγκανος και αρούκατος.

- Ανθρακονήμα ή υαλονήμα; … το ότι τα carbon σπάνε εύκολα κλπ, εξαρτάται και από το carbon και από τον χρήστη. Άμα είσαι εντελώς αρούκαλος, θα σπάσεις ακόμα και το λαστιχένιο balco από το ψιλικατζίδικο. Με κανονική χρήση μια καλή λεπίδα carbon δεν θα σπάσει ποτέ.
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που εμπαίζει τους άλλους συνέχεια.

Πάψε, κρύε αναμπαίξουλε να κοροϊδεύεις τους άλλους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι καλικάντζαροι.

Οι λυκούτσαρδοι είναι τριχωτοί, κοντοί, με στραβά πόδια, σαν νάνοι και γυρίζουνε πάντου απο την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι την παραμονή των Φώτων.

Σχετικό: κατσιμπουχέρια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέγαμε όταν ήμουνα μικρός στη Λευκάδα (τώρα είμαι άπαιχτος στο σηάτλ) αντί των για κοίτα ένα μαλάκα, πάρε ένα μαλάκα και τα συναφή.

Για την προφορά δες και το κάνε.

- Για ιδές κεφάλ' π' θέλ' να παίξ' κι επίθεσ'! Τέρμα 'α παίξ'ς ρε μόμολο!

Got a better definition? Add it!

Published

Παρατσούκλι που έδωσαν οι ροδίτες στους εσωτερικούς μετανάστες από την Σύμη οι οποίοι τρελαίνονταν να βουτάνε το ψωμί στο ζουμί της σαρδέλας, ίσως και λόγω της φτώχειας τους.

- E! Συμιακέ, σαρδελοτζούμι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι κορόιδευαν οι Συμιακοί μετανάστες τους γνωστούς για την τσιγκουνιά τους κατοίκους της πόλης της Ρόδου.

Μόνος σου μπογιατίζεις το σπίτι σου; Είσαι εσύ ένα ροδίτικο φελάκι... Δώσε, ρε συ, κάτι σε έναν άνθρωπο να σ' το βάψει αφού δεν είναι δουλειά σου... Τσιγκούναρε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified