Further tags

Βραστάρι ονομάζεται ένα ζεστό ρόφημα-αφέψημα που παρασκευάζεται με την προσθήκη, κάποιου βοτάνου σε βραστό νερό (εξ ου και η ονομασία). Πολλές φορές μαζί με τα βοτάνια προσθέτονται και άλλα συστατικά (π.χ. κανέλλα) δημιουργώντας έτσι άπειρες παραλλαγές βρασταριών. Το ακούμε συχνά στην Κρήτη αλλά όχι μόνο εκεί.

Προς αποφυγή οποιασδήποτε παρεξηγήσεως, οφείλω να διευκρινίσω πως η ονομασία ενός αφεψήματος σε βραστάρι δεν υπόκειται σε περιορισμούς όσο αφορά στο τι βότανο χρησιμοποιούμε - αρκεί να προστίθεται σε βραστό νερό. Για παράδειγμα, βραστάρι είναι και το πολύ κοινό σε όλους μας ρόφημα με χαμομήλι ή με τσάι αλλά και με φλούδες γκορτσιάς.

Αξίζει να σημειωθεί πως τα βραστάρια χρησιμοποιούνται κυρίως (όχι όμως και αναγκαστικά) ως φαρμακευτικά σκευάσματα (σίγουρα από αρχαιοτάτων χρόνων, δεν νομίζω όμως να ονομάζονταν έτσι από τότε), είτε για απλά θέματα όπως ο κοιλόπονος (π.χ. τσάι) και η δυσκοιλιότητα (ράμνος και λιναρόσπορος) είτε για πιο πολύπλοκα όπως η χοληστερίνη (φλούδες γκορτσιάς). Περισσότερες πληροφορίες εδώ εκεί και (κυρίως για τους κρητικούς) παραπέρα.

Να σημειώσω επίσης πως εδώ διαχωρίζεται κάπως το βραστάρι με το αφέψημα αναφέροντας τα σαν να είναι διαφορετικά πράγματα. Για να είμαι ειλικρινής, δεν μπορώ να καταλάβω κάποια διαφορά αλλά το παραθέτω ως αντικείμενο προβληματισμού.

  1. το ταχίνι το βάζω όταν κάνω βραστάρι δηλ. σε κάνα τσαγάκι αντί για μέλι ή πάνω στο φρέσκο ψωμί, δεν τρελαίνομαι όμως... (από εδώ).

  2. Ήταν ιδανική για κομπρέσες αλλά και για το παραδοσιακό βραστάρι (ρόφημα φασκόμηλου με λίγη καυτερή πιπεριά, σούμα και ελάχιστη ζάχαρη), το οποίο ανακούφιζε από τα σοβαρά κρυολογήματα του χειμώνα. (Από εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουρκική λέξη που σημαίνει αβλεπί, σε μικρασιατικά ιδιώματα της Ελληνικής.

- Ρε Γιωρίκα, θα πάμε εκεί που λέγαμε;
- Γκιόρμεντεν, γιαβρί 'μ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπαθητικό άτομο με κρεμαστά μάγουλα και ύφος για λύπηση, ανεξάρτητα από την πραγματική διάθεση που έχει. Θυμίζει έντονα το καρτούν Droopie. Ο όρος ίσως είναι ιδιωματικός, σκοτεινού ετύμου.

- Έχει χαλαστεί με τίποτα ο Τέλης;
- Όχι ρε, απλώς είναι δεντροχόλαντρος το άτομο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρητικός ιδιωματισμός για τα κορίτσια της τρυφερής ηλικίας των 12-16. Στην ηλικία αυτή οι δροσερές νεαρές δεν έχουν αναπτύξει ακόμα τα δευτερογενή χαρακτηριστικά του φύλου (δηλαδή τα στήθη δεν έχουν αναπτυχθεί ακόμα σε μπαλκόνια και η λεκάνη διατηρεί ακόμα μία ίσια γραμμή) και ο σωματότυπός τους δεν διαφέρει και πολύ από τα αγόρια (κοπέλια) της ίδιας ηλικίας. Παρόλα ταύτα τα «τουρναράκια» αποτελούν μια ιδιαίτερα δημοφιλή κατηγορία στις «ατζέντες» των καμακιών, ιδιαίτερα αυτών που ακολουθούν το μότο: «Αν η γυναίκα βγάλει δόντια...».

Τα τουρναράκια έχουν επηρεάσει και τον κρητικό πολιτισμό, αφού έχουν γραφτεί τραγούδια -όπως το ομώνυμο «Τουρναράκια»- που εκθειάζουν το μεγαλείο τους...

[I]Τα κορίτσα σερνικά τα λένε τουρναράκια
και χορό τον είχανε τα ντελικανιδάκια
τουρναράκια τουρναράκια ντου και παλαμάκια...[/I]
(εδώ).

Ο Σήφης με τον Μανωλιό πίνουνε ρακές...
Σήφης: - Πάμε τ' απόγεμα για τουρναράκια;
Μανωλιός: - Κουζουλάθηκες μωρέ;; 30 χρονών μαντράχαλοι τουρναράκια θα κυνηγάμε; Θες να μας κλείσουν μέσα;; Και δεν πάμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεγάλη σκύλα, από το καρα- και μπιτς (όχι παραλία αλλά η σκύλα, από τα αγγλικά).

Αργκό από την Βόρεια Ελλάδα.

— Άσε αυτή η παλιοφακλάνα που μου έκλεψε τον πίνακα.
— Τι λες τώρα, καραμπιτσαριό τελείως;
— Τελείως σου λέω....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται στη φράση «θα σου αλλάξω τον Ανανία» ή «μου άλλαξε τον Ανανία», με την έννοια «θα σου αλλάξω τα φώτα / τα πετρέλαια κ.λπ.» (στο κεφαλληνιακό ιδίωμα).

- Ήρτε κειος ο Σπυράγγελος και ζήταε δανεικά.
- Τώδωκες;
- Ωρέ του άλλαξα τον Ανανία, που θα τώδινα κι από πάνω...

(από Khan, 05/10/11)(από GATZMAN, 05/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ανήξερος, ο «Γερμανός», ο «Κινέζος».

Παλιομοδίτικη μάγκικη και εν γένει μικρασιάτικη λέξη, από το τουρκικό bilmem (= δεν ξέρω).

Τι μου παριστάνεις τώρα, ρε Σπύρο; Τον μπιλμέμ μου παριστάνεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα Καρδιτσιώτικα ως ντιβερλίγκες (ή ντιβερλίνγκες) εννοούνται οι βόλτες, τα δίχως ουσία σουλάτσα και σούρτα φέρτα..

- Άι πιδάκι μ' πού γυρουφέρνς όλη μέρα; Μαναχά για ντιβερλίνγκες ίσει....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που τη λένε για αυτούς που δεν μπορούν να συνεννοηθούν λόγω εγωισμού ή μαλακοτριφτικότητας εγκεφάλου. Δεν μπορούν να κάνουν με άλλους παρά μόνο αν ακούγονται μόνο μα μόνο αυτοί. Έτσι διαλύουν τις παρέες τους ή τους συνεταιρισμούς στα επαγγελματικά ή τις οποιεσδήποτε σχέσεις τους, επειδή δεν μπορούν με άλλον. Αυτοί οι τύποι είναι κατά κανόνα μόνοι τους. Όταν λοιπόν βρεθούν δυο ή περισσότεροι τέτοιοι μαζί, πριν ακόμη μαλώσουν ή μετά, λέμε: «Τα γαϊδούρια κοπάδι δεν γίνονται».

Φράση συνηθισμένη στην κεντρική και ανατολική Μακεδονία.

  1. - Ο Χάρης με τον Μπάμπη άνοιξαν νετ καφέ.
    - Τα γαϊδούρια κοπάδι δεν γίνονται, γρήγορα θα το κλείσουν.

  2. - Καθόταν στο καφέ και οι τρεις χωριστά, ο καθένας από ένα τραπέζι. Είναι συνομήλικοι και πήγαν μαζί σχολείο και νομίζεις δεν γνωρίζονται.
    - Τα γαϊδούρια κοπάδι γίνονται ρε Γιάννη; Λες και δεν ξέρεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα» σε παραδοσιακή αυθεντική γλώσσα της κεντροανατολικής Μακεδονίας.

— Αν πάμε νωρίς θα μας φωνάζει γιατί τον ξυπνήσαμε. Αν πάμε αργά θα φωνάζει γιατί αργήσαμε.
— Φίδι να σε τσιμπήσει ή γάιδαρος να σε γαμήσει;

(από Vrastaman, 11/04/10)(από Vrastaman, 11/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified