Further tags

Κυπριακή αργκό. Σημαίνει «δε με νοιάζει καθόλου». Συν.: στ' αρχίδια μου.

Δε φακκώ πενιά, φτάνει να κερδίσουμε τις εκλογές! (Δημ. Χριστόφιας στην Κυπριακή Βουλή, παραμονές των Προεδρικών Εκλογών 1998)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρατσούκλι που κόλλησε στους Αρτινούς, εικάζεται λόγω της ''διαμάχης'' των γειτονικών περιοχών Άρτας - Ιωαννίνων, μια απ' τις πάμπολλες -στα όρια της πλάκας- ανά την Ελλάδα.

Ο χαρακτηρισμός οφείλεται στην ύπαρξη πολλών νεραντζιών στην Άρτα, εξού και ο κώλος των Αρτινών που έχει πάρει πια το σχήμα του νεραντζιού...

- Από πού είσαι;
- Άρτα.
- Α! νεραντζόκωλος.
- Εσύ;
- Ιωάννινα.
- Α! παγουράς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μου τη δίνεις. Κυπριακή αργκό. Από την «Κικίτσα» της πετυχημένης σειράς «Βουράτε Γειτόνοι».

-Τούτη εν η μάμμα μου τζιαι τούτος ο παπάς μου, τούτοι εν οι φίλοι μου τζιαι τουτος, ο πελάς μου...
-Κικίτσααααααααααααααααα!
-Φακκάς μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως αργκό: μ' ενοχλείς, με διακόπτεις, μου σκοτίζεις τον έρωτα.

Ως κοινή φράση: με ειδοποιείς.

  1. (ως αργκό) Έχω δουλειάν και σου φακκάς μου για το πότε θα βγούμε.

  2. (ως κοινή φράση) Έλα με τ' αμάξι και φακκάς μου να κατέβω.

  3. (πιο μοντέρνο) Όταν είσαι έτοιμος, φακκάς μου μιαν αναπάντητη.

Δες και εν φακκώ πενιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καυγάς, διαπληκτισμός.

Έκφραση σε χρήση τουλάχιστο στην ορεινή Ρούμελη.

Εγώ δε θέλω μάγκανα στο σπίτι μου, κι ας λέει ό,τι θέλει το χωριό.

Συλβανα Μαγκανο (από GATZMAN, 13/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέος (εδώ δε διαφωνούμε με τον προλαλήσαντα)

Η λέξη, ως έκφραση, είναι παραπεμπτική (δλδ λέμε κάτι για να αντιληφθεί ο συνομιλητής μας τι εννοούμε χωρίς να το αναφέρουμε κυριολεκτικά).

Από το λατινικό vilis - vilis - vile (επίθετο τριγενές και δικατάληκτο είναι) = ποταπός, χωρίς αξία, ουτιδανός, διαδεδομένο ανά τη Μεσόγειο με τη συγκεκριμένη σημασία από τους βενετσιάνους εμπόρους και τους οκσιτανούς και καταλανούς ναύτες.

Η λέξη είναι πρακτικά άγνωστη στην κυρίως Ελλάδα. Εν τούτοις έχει χρησιμοποιηθεί όπως θα φανεί από το παράδειγμα που παρατίθεται (παραμύθι)

Ένας καλικάντζαρος ήταν απελπισμένος επειδή η γυναίκα του γεννούσε όλο κόρες. Και ήταν πάλι έγκυος. Πάει λοιπόν στη μαμή και της λέει: Αν μου βγάλεις αρσενικό, θα έχεις ένα πουγκί φλουριά. Αν μου βγάλεις θηλυκό, θα πέσει φωτιά αν σε κάψει! Έχε το νού σου!
Τι να κάνει η μαμή... δεν είχε επιλογή φαίνεται. Ξεγεννάει την καλικατζαρίνα και προς απελπισία και των δυο, το παιδί ήταν πάλι κορίτσι. Φτιάχνουν λοιπόν ένα κέρινο πέος (τοτε δεν υπήρχαν sexshops να το αγοράσουν), το εφαρμόζουν κατάλληλα και παρουσιάζουν στον πανευτυχή καλικάντζαρο το παιδί ως αγόρι. Κάποτε όμως η απάτη απεκαλύφθη. Οπότε ο καλικάντζαρος παίρνει το τεκμήριο της απάτης κι έτρεχε προς το σπίτι της μαμής έξαλλος, ουρλιάζοντας: Κυρά μαμή, κυρά μαμή... ψεύτικο είναι το βιλί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλαδή «όπου ακούς πολλά κεράσια κράτα και μικρό καλάθι», αλλά στο πιο νησιώτικό του... Τα στοιχήματα και τα παχιά λόγια σε σχέση με την κολύμβηση, τις αποστάσεις και τις αντοχές ήταν και είναι πολύ κοινά στα νησιά.

Ο χρήστης αρνείται να πειστεί στα λόγια κάποιου που υπόσχεται πάρα πολλά, αλλά ακόμα δεν έχει δείξει τίποτα.

«Για’δε» = Για δες, άκου, πρόσεξέ με.

Ο «κολυμπητής» εν προκειμένω δεν είναι απλά κάποιος που κολυμπάει, αλλά τίτλος τιμής που απονέμεται σε αυτόν που έχει αποδείξει ότι μπορεί να κάνει πράξη, άρα εννοεί αυτά που υπόσχεται περί κολυμβητικών επιδόσεων. Δεν είναι «λογάς», δεν «παίζει» και γι’ αυτό διαφοροποιείται από τους υπόλοιπους που λένε ότι είναι κολυμβητές, αλλά στην ουσία παίζουν.

Αντίστοιχα, ο «ψαράς» στα νησιά δεν είναι απλά κάποιος που αγόρασε ένα καλάμι, αλλά αυτός που έχει επενδύσει χρόνο και χρήμα στο χόμπι του, το έχει πάρει σοβαρά και θα μπορούσε να ζει απ’ αυτό. Κοινώς έχει πιάσει το νόημα.

«Άμαν έβγει απέ τη θάλασσα» = αφού ολοκληρώσει το task κι εξακολουθεί να είναι σε καλή κατάσταση. Το άμαν είναι επίσης ενδιαφέρον. Κατά παρέκκλιση του κανόνα για τη χρήση του τελικού «νι» που αφορά σε άρθρα κτλ εδώ εφαρμόζεται σε σύνδεσμο. Πολύ κοινό στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.

«Τον εβλέπεις» = τον παραδέχεσαι, του αναγνωρίζεις την αξία που ισχυρίστηκε ο ίδιος ή άλλοι ότι έχει.

Γερόντια σε καφετέρια:

Γεράσιμος: -Έναν σκέτο ελληνικό... Θέλω γλυκό, αλλά θα μ’ ανέβει το ζάχαρο στα ύψη... :( Πολυξένη: - Να σου λείπουν τα γλυκά Γεράσιμε. Για μένα ένα υποβρύχιο, μια ψυχή που ’ναι να βγει...
Περίανδρος: -Εγώ θα πάρω το μπανάνα σπιλτ με τρεις μπάλες παγωτό, σαντιγές και τα ρέστα!
Πολυξένη: - Μπράβο κουράγια Περίανδρε! ’α το κατηφέρεις;
Περίανδρος: -Θα του γαμήσω τη μάνα!
Γεράσιμος: -Για΄δε και τον κολυμπητή, άμαν έβγει απέ τη θάλασσα τον εβλέπεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παιδί σου που δεν σε νοιάζεται ή που θέλει να σε ξεφορτωθεί, όταν γεράσεις, αντί να σε φροντίζει και να σε προστατεύει, θα κάνει τα πάντα για να σε ξεκάνει καταλάθος ή ξεπίτηδες. Αντί να σε καθίζει στη σκιά να δροσίζεσαι, θα σε παρατά στον ήλιο να τα τινάξεις μια ώρα αρχύτερα. Και άλλα παρόμοια.

Το άκουσα από Καλάβρυτα μεριά και υποτίθεται ότι το λένε κι άλλοι κειδαπανά.

- Ε, εσύ τουλάχιστον έχεις μια κόρη να σε γηροκομήσει.
- Ποια, η Κατερίνα; Καλέ αυτή θα με παίρνει από τη σκιά και θα μ' αφήνει στον ήλιο!

Got a better definition? Add it!

Published

Αντιγράφω από το μπλογκ του sarant:

κουφουτούρτουρου (το) = χαρακτηρισμός του φλύαρου, που κωφεύει στις συμβουλές των άλλων (Θεσσαλικό ιδίωμα Αντιχασίων).

Κάποιος παρακάτω συμπληρώνει ότι δεν είναι μόνο Θεσσαλικό. Αυτό το διαπιστώνουμε και από το παρακάτω παράδειγμα, όπου τη λέξη τη χρησιμοποιεί μια Κατερινιά.

Βρε κουφοτούρτουρο του hifi που με θες και ηχεία ντεμοντέ!
(από δώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαντάται και ως αρχιδοκούμπι, αρχιδοακούμπι.

Προκειται για το «δυο δάχτυλα και κάτι», το περίνεο στα χιώτικα... αλλά πόσες φορές και σε ποιο context θα χρησιμοποιήσεις τη λέξη περίνεο, για να τη θυμάσαι τη στιγμή που θα τη χρειαστείς; Είναι άλλωστε συνήθειο να μεταλλάσσουμε τους ιατρικούς όρους στο περιγραφικότερό τους. Άσε που υπάρχει και όρος Πελιναίο στη Χίο κι αντί για ανατομία μπορεί να καταλήξεις να συζητάς για γεωγραφία (βλ. Ερωτογενείς Ζώνες) και να νομίζει ο συνομιλητής σου ότι πήγες ξεβράκωτος για αναρρίχηση.

Κατά τον προ Σιφρέντι σέβεντιζ ορισμό –που στερείται φαντασίας– «είτε επισκεφτείς το μπρος είτε το πίσω, εκεί θα ακουμπήσεις τ' αρχίδια σου». Στη μετά Ρόκκο εποχή, με τα ανάποδα ψαλίδια και τα γεφυράτα ροντέα (και με πλήθος άλλων αντισυμβατικών ερωτικών στάσεων), γίνεται κατανοητό ότι έχει κι άλλα μέρη να τα ακουμπήσεις, οπότε το λήμμα αποκτά έναν μάλλον ρετρό χαρακτήρα.

— Και που λες ανησυχώ, γιατί η Μαρκέλλα έχει βγάλει ένα σα σπυρί στο, ανάμεσα στο... μεταξύ του... στο... Πώς το 'πες ρε Παντελή;
— Στο αρχιδακούμπι;
— Αυτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified