Further tags

Το παράκανες, ασχολήθηκες υπερβολικά, το κούρασες.

- Πήγα χθες για κυνήγι και σκότωσα 10 τσίχλες και 32 μπεκάτσες και μετά πέτυχα και 2 λαγούς. Άσε για το αγριογούρουνο.
- Σώπα ρε φίλε, λύσσα το έκανες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται και ως κολλιάντζα (προφέροντας και στις δυο περιπτώσεις στο -λλιά-, το ι μαζί με το α, όπως το κολιά), και περιγράφει την κατάσταση της ακατάσχετης διάρροιας, ενίοτε και ιδιαίτερα δύσοσμης. Χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον στην περιοχή της Πάτρας.

  1. - Καλά ρε μαλάκα, τι κολιάντζα ήταν αυτή που έκοψες; Σκατά έφαγες χτες;

  2. - Μάγκες δεν ξανατρώμε στου βρωμιάρη, με έπιασε μια κολιάντζα χτες... πήγα να χέσω τ' άντερα μου!!!

(από Galadriel, 13/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πατρινή έκφραση, που χρησιμοποιείται σε αντικατάσταση της λέξης «πούτσος». Χρησιμοποιείται ευρέως για όλες τις εννοιολογικές σημασίες της αντικαθιστώμενης λέξης.

  1. - Τι έγινε χτες με την Μαρία;
    - Super, της έριξα έναν μπέκο, θα της μείνει αξέχαστος!

  2. - Ρε, είναι καλή η γκόμενα που θες να μου γνωρίσεις, ή είναι για τον μπέκο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζεσταίνομαι, σκάω από τη ζέστη.

Αγκουσεύομαι εδώ μέσα που μ' έχετε κλείσει! Πάμε καμιά βόλτα έξω να δροσιστούμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ λεπτός, ο χτικιάρης, ο χλεμπονιάρης εις την Τζυμπριακήν.

Ένει πολλά παστός ο Πανίκος, φου ενά του κάμεις και πεύκει τσειαχαμέ!

Amy πολλά παστή! (από Vrastaman, 19/08/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάλλον τοπικό (Κρήτη, Χανιά), αυτός που φλυαρεί και λέει βλακείες, ή και τα μασάει, εν μέρει συνώνυμο του χαλικούτης, χαλικουτίζω.

- Μίλα καθαρά ρε αμπλαούμπλη, τί σού 'πε δηλαδή και παρεξηγήθηκες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

κούργιαλος / κουργιάλι / κουργιαλιά

Ο ορεσίβιος ή χωρικός που κατεβαίνει στην πόλη με ιμπεριαλιστικές διαθέσεις ως προς γυναίκες, μπάρια κλπ. με τα γνωστά αξεσουάρ (4χ4, μαύρο πουκάμισο κλπ κλπ). Χρησιμοποιούνταν στα Χανιά, τείνει να αντικατασταθεί από το πέτσακας, ο, πετσί, το.

- Δεν πέρασε πανελλήνιες και δουλεύει στου θείου του στο χωριό και το παίζει κούργιαλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάλλον από Ρέθυμνο, Ηράκλειο. Ο ορεσίβιος ή χωρικός που κατεβαίνει στην πόλη με ιμπεριαλιστικές διαθέσεις ως προς γυναίκες, μπάρια κλπ. με τα γνωστά αξεσουάρ (4χ4, μαύρο πουκάμισο κλπ κλπ). Τείνει να αντικαταστήσει και στα Χανιά το «κούργιαλος».

πετσί=το δέρμα.

Πού πήγατε; Στο αριστερό μπητσόμπαρο; Εκεί ρε μαζεύονται όλα τα πετσιά, καλοί είσαστε και σεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρισιά στα Χανιά, σημαίνει χαμένος, σε σύγχυση, και γενικά άγαρμπος, βλάκας. Μπαραμπάκος ήταν υπαρκτό πρόσωπο στα Χανιά, γραφικός που όργωνε την πόλη και κάποιοι λένε ότι ζητιάνευε με τη φράση «βοήθεια το μπαραμπάκο».

Ως πιτσιρικάδες τη χρησιμοποιούσαμε πολύ στη μπάλα, π.χ. όταν κάποιος δεν έμπαινε στο νόημα σε έξυπνη πάσα και πήγαινε γι΄άλλα («πού πας ρε μπαραμπάκο!«), ως το διαμετρικά αντίθετο του Σαραβάκου και λόγω φωνητικής συγγένειας). Επίσης: μπαραμπάκουλας.
Μπορεί να είναι και σκληρή βρισιά, καθώς δηλώνει εντοπιότητα.

- Κοίτα ρε τον μαλάκα που πάλι περνάει και δε μιλάει...
- Άστονε μωρέ τον μπαραμπάκο...

Ωραίοι τρελοί της πόλης: Φτερού (Αθήνα), Ρέψας (Θεσσαλλλονίκη), Μπαμπαΐας (Καβάλα), Μπαραμπάκος (Χανιά).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σβούροι: πιτσιρικάδες με πειραγμένα μηχανάκια που γυρνάνε γύρω γύρω στην πόλη. Λέγεται στην Κρήτη για τους κάγκουρες κλπ.

Σβούρος στην Κρήτη = ο μπάμπουρας, σβουρίζω= γυρίζω γύρω γύρω και κάνω θόρυβο.

Τι πέτσακες και μαλακίες ρε φίλε... τι μαλακία την κάνανε οι σβούροι που μαζεύονται στην Αγορά / στα Λιοντάρια. Που τους είδες εσύ τους πέτσακες; Άμα ήτανε πέτσακες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified