Στην Πάτρα λένε επίσης: «Κουνιούνται τα Καλάβρυτα και σιέται η Παλιοβούνα». Επίσης υπάρχει και το δημώδες: «Βαριά κοιμάται ο Κωσταντής, τ' αρχίδια του κουνιούνται».
-
Στην Πάτρα λένε επίσης: «Κουνιούνται τα Καλάβρυτα και σιέται η Παλιοβούνα». Επίσης υπάρχει και το δημώδες: «Βαριά κοιμάται ο Κωσταντής, τ' αρχίδια του κουνιούνται».
-
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για το άχρηστο μαχαίρι που δεν κόβει καλά.
Έχω ακούσει και την εξής παραλλαγή από την Θεσσαλία: «Δεν κόβει ούτε πούτσο από πεθαμένο».
Αυτό το μαχαίρι δεν κόβει ούτε του σκυλιού τον κώλο.
Got a better definition? Add it!
Κατάσταση πείνας, ασιτίας. Λέγεται στην Πελοπόννησο.
Έχεις τίποτα για φαγητό; Κόλλησε το στομάχι μου από την αφαγανίλα.
Got a better definition? Add it!
Στα Χανιά λεγόταν έτσι το σάντουϊτς με γύρο, στα ογδόνταζ, άντε βαριά - βαριά αρχές 90's.
Λόγω σχήματος, επειδή το ανοιγμένο ψωμί σαν σαγόνι κατάπινε τη γέμιση; Λόγω του μεγάλου ανοίγματος των σαγονιών που επέβαλε η βρώση του; Και τα δύο; Ποιος να ξέρει;
Αν και το λήμμα δεν το ήξερα, με συγκίνηση διαπιστώνω ότι σώζεται ακόμη στο (προφανώς σουρεάλ για τους αναμαζωξιάρηδες) μενού κεντρικού σουβλατζίδικου της πόλης:
Σάντουιτς καρχαρίας. Καρχαρίας με γύρο χοιρινό 3.00€; Καρχαρίας με γύρο κοτόπουλο3.20€. Καρχαρίας με κεμπάπ3.20€.
Από 'δώ.
Πραγματικός πρόσφατος διάλογος:
- (παλαιός Χανιώτης τηλεφωνεί σε ντελίβερι) Έλα, θα μου φχιάξεις ένα γκαρχαρία...
- (σουβλατζής νέας κοπής) Ορίστε;
- (παλαιός Χανιώτης) Καρχαρία με γύρο θα μου φχιάξεις ένα...
- (σουβλατζής παλαιάς κοπής, ακούει κι αυτός τον βροντόφωνο πελάτη απ' το τηλέφωνο) - Ασ' το, ξέρω 'γώ τι θέλει...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εκ του κυπριακού βίλλα (=πέος), είναι η κυπριακή εκδοχή του ψωλομούρης, του dickhead/ dickface αγγλιστί, σημαίνει δηλαδή τον πολύ άσχημο και αποκρουστικό. Χρησιμοποιείται και ως βρισιά.
1. ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΗ ΣΤΑ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΑ ΛΑΘΗ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΑΛΛΑΣ ΛΑΛΕΙ Ο ΒΙΛΛΟΜΟΥΤΣΟΥΝΟΣ... ΔΕΤΕ ΤΑ
2. Ξεφούσκωμα λαστίχων σπίθκιών που δεν έχουν γκαράζ αλλά έχουν αυτοκίνητα καλά παρκαρισμένα πόξω. Τούτον δεν έσιει να κάμει καθόλου με αρχιτεκτονική αλλά κατά γενικήν ομολογίαν όσο πιο καλό το αυτοκίνητο τόσο πιό βιλλομούτσουνος τζιαι νεόπλουτος ο οδηγός (ξέρετε, πούροι της λίρας που εκάπνιζεν τζι ο πατέρας τους τζιαι μουσούθκια όπως τον κώλο του πιθήκου). Τούτον θα το κάμουμεν καθαρά που διασκέδασην διότι τζιαι οι επαναστάτες έχουν ανάγκην την υγιήν ψυχαγωγίαν.
3. Ο βιλλομούτσουνος Αρχιεπίσκοπος αν τολμά να σχολιάσει ακόμα μια διαφορετική σύγκλιση.
Got a better definition? Add it!
Η έκφραση απαντά στην Πελοπόννησο και λέγεται όταν καταναλώνουμε γάλα, τσάι ή άλλο ρόφημα με ψωμί, παξιμάδι ή άλλη στερεά τροφή, χωρίς να βουτάμε (δηλ. παπάρα), αλλά πίνοντας γουλιές και τρώγοντας μπουκιές εναλλάξ.
- Βούτα, παιδί μου, το παξιμάδι στο γάλα για να μαλακώσει...
- Όχι, μου αρέσει καλύτερα δαγκορούφι...
Got a better definition? Add it!
O bufo vulgaris, άκα βάτραχος ο κοινός, πρόκειται για μια λέξη συγγενή με την μπράσκα. Εδώ ετυμολογείται από το βλάχικο broască και δίνονται και οι τύποι μπρέσκα, μπρέσκλα, μπριάσκα.
Όπως σημειώνουν και οι σύσσλανγκοι στο λήμμα μπράσκα, σημαίνει τον χοντρό άνθρωπο, αυτόν που πετάει κοιλιά και γενικά είναι ωσεκτουτού βατραχόμορφος. Εδώ βρίσκουμε και τον τύπο μπρασκαφούσκας ως Τοπικό Ιδιωματισμό στην Υπάτη.
O τοπικός αυτός ιδιωματισμός έχει προσφάτως διαδοθεί ως παρατσούκλι του Αλέξανδρου Κοντοπίδη τουπίκλην Ponzi που αποκαλείται και Μπρασκαφούτας βασιλεύς/ βασιλιας.
Πάσα (Δ.Π.): Τσιμπατόνε.
και έφυγε με το εργαλείο να είναι μ1α χαρά, αλλά η μπάκα του πρησμένη σαν μπρασκαφούτα. (Εδώ)
Got a better definition? Add it!
Λολαδερή εκδοχή του αντιπροσώπου, εκφέρεται συνήθως με χλευαστική ή σκωπτική δίαθεση. Εκτός φυσικά από την μαρτυριάρικην μεγαλόνησον, όπου αποτελεί δόκιμη εκδοχή τση λέξης.
Εκ των αντί- και μουτσούνα.
Σε καλόν μας, ευτυμήσαμεν πάλιν.
1.
μου `στειλε τον αντιμούτσουνό του για να μου φέρει τα μαντάτα
2.
Γιατί τζιαι που λαλείτε, άμαν τζιαι πάτησεν το πόϊν του στην Αμερικήν, ελάμνισεν ολόϊσια για τον ΟΗΕ. Ητουν τζειμέσα τζι εσυνεδριάζαν οι αντιμούτσουνοι ούλων των χωρών του κόσμου για τον αφοπλισμόν.
3.
@Αππωμένη
χμμμμ 5% α; Τώρα να δούμεν πόσα εννα ζητήσει η Πρασινάδα για να γινεί αντιμούτσουνος εις τες Γιου Ες οφ Έϊ τζαι μιλούμεν :Ρ
4.
Παρεμπιπτόντως, όταν ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέφανος Στεφάνου συνομιλούσε με τον Αντρέα Πογιατζή στην έκτακτη αθλητική εκπομπή του ΡΙΚ μιλούσε συνέχεια για τις ελληνικές ομάδες. Παρά την υπόμνηση του Αντρίκου για ελλαδικές ομάδες, ο αντιμούτσουνος του Χριστόφια επέμενε στην αναφορά του για ελληνικές. Ε, όταν το λες τρεις συνεχείς φορές, μάλλον δεν πρόκειται περί γλωσσικού ολισθήματος, αλλά περί συνειδητής αναφοράς.
Got a better definition? Add it!
Ο άγριος ήχος που παράγεται όταν ένας ντράμερ κοπανάει τα ντραμς (drums).
Μία παραλλαγή της λέξης αντρομίδα, την οποία επίσης βρίσκουμε στις παραλλαγές αντραμίδα, αντρουμίδα, ανεντρομίδα, ντρομίδα, αντρομίδι, αντραμίδι (δες). Στο βιβλίο του Νίκου Σαραντάκου Λέξεις που Χάνονται (Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2011, σ. 32) η αντρομίδα ορίζεται ως «το χοντρό μάλλινο κλινοσκέπασμα, η βελέντζα, το κιλίμι, η κουβέρτα του αργαλειού» και ετυμολογείται από το ελληνιστικό ἐνδρομίς που ήταν «ένα είδος μπουρνουζιού, ένα χοντρό ύφασμα με το οποίο τυλίγονταν οι δρομείς μετά τον αγώνα για να μην κρυολογήσουν». (Για την αντρομίδα βλ. και εδώ). Η λέξη είναι κυρίως μωραίτικη, αλλά και γενικότερα χωριάτικη κατά τον Σαραντάκο, ενώ ο πασαδόρος του λήμματος Τσιμπατόνε αναφέρει ως τόπο για το ντραμίδι την Ζάκυνθο.
Πάσα (Δ.Π.): tsimpatone.
1.α. πολυ καλο το τελευταιο ...παλια ακουγα τετοια αλλα πολυ χειροτερα,,,αλλα λογικο δεν ειναι να τρομαξεισ αν αρχισει μια κιθαρα και ενα ντραμιδι τα παιζουν σα τρελα...
β. Το καλυτερο ειναι να ακους κατι με τρελο ντραμιδι να κρατας και ρυθμο,να τα σπαει για να χτυπιεσαι ενω γαμας και να ειναι καφριλα. (Μουσική για σεξ).
2.α. Οι Ηπειρώτες «σμίγαν κάτω από τις αδρές μάλλινες αντρομίδες κι ένα μονάχα είχαν στο νου τους: να κάνουν παιδιά» (Από τους Αδερφοφάδες του Νίκου Καζαντζάκη, βλ. το βιβλίο «Λέξεις που Χάνονται» του Ν. Σαραντάκου).
β. Σύμφωνα με την παράδοση, η μητέρα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη τον γέννησε κάτω από ένα δέντρο, πάνω σε μιαν αντρομίδα. (Ο.π., σ. 32)
Got a better definition? Add it!
Κατάσταση απόλυτης χαλαρότητας και βαρεμάρας. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει χρονικές περιόδους αυνανισμού, παλιμπαιδισμού και μειωμένης εγκεφαλικής δραστηριότητας.
Η ρίζα από το ισπανικό kot (κάποιος) και hemel (~άνετος) (kot'hemel). Χρησιμοποιούνταν ευρέως στη περιοχή του Πουέρτο Ρίκο για να περιγράψει τις καθημερινές καταστάσεις κατά την μεσημεριανή σιέστα.
Συχνά χρησιμοποιούμενες εκφράσεις με το λήμμα:
- Πάμε για ένα κοτεμέλ;
- Έκανα το καλύτερο κοτεμέλ της ζωής μου.
- Ούτε κοτεμέλ να ήτανε.
- Στό ένα χέρι το πουλί του και στο άλλο χέρι κοτεμέλ.
- Ήπια ένα κοτεμέλ.
- Έκανα ένα κοτεμέλ.
- Έπαιξα με ένα κοτεμέλ.
Got a better definition? Add it!