Further tags

Λευκαδίτικη παροιμία για την έξαρση της σεξουαλικής διάθεσης την άνοιξη. Περισσότερο από όλα, η παροιμία περιγράφει το αίσθημα πλημμύρας που αισθάνονται πολλά αρσενικά στη θέα των ολάνθιστων κορασίδων που φορούν τ' ανοιξιάτικά τους κάτω απ' τον λαμπρό και ζεστό ήλιο, μετά από μήνες κρύου, μουντάδας και χειμωνιάτικου ντυσίματος.

- Τι γίνεται ρε φίλε πάλι φέτος; - Τι ρε;
- Πήγα για καφεδάκι πλατεία και γινότανε του μουνιού το πανηγύρι. Πρέπει να πήγε εκδρομή το Λύκειο και ήταν ίσα με 100 γκομενάκια με τα σορτσάκια και τα κοντά τους τα μπλουζάκια. Πνίγηκα από φρέσκια σάρκα σου λέω.
- Χαχα, τον Απρίλη και το Μάη το μουνί φαρομανάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιωματισμός των Ιονίων Νήσων.

Το χτένι. Οστρακοειδές εδώδιμο με χαρακτηριστικά μεγάλα όστρακα που σερβίρεται ζωντανό με λίγο στυμμένο λεμόνι.

Μεταφορικά, για τη γυναίκα που παρουσιάζει τόσο έντονη σεξουαλική επιθυμία που τα χείλη του αιδοίου της πάλλονται σαν τα όστρακα της καποσάντας.

.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι μεθυσμένος από σεξουαλική επιθυμία. Οι σεξουαλικές ορμές μου είναι ακατανίκητες. Πονάω από κάβλα.

Χρησιμοποιείται στη δυτική Στερεά Ελλάδα για να περιγράφει τη συμπεριφορά των αιγοπροβάτων όταν βρίσκονται σε περίοδο ζευγαρώματος.

-Άσε μι μωρή, όλο καταμεσήμερου σι πιάνει. Άσε μι κι έφαγα τ' σκασμού.
-Α κατσ' ανάσκελα και θ' ανέβω εγώ αμ' πάν' σ. Δε χρειάζιτι να κ'νηθείς καθόλ.
-Άσε μι μωρή σ' λιέω. Δεν καταλαβαίνεις; Είμι έτοιμος να εκραγώ κι ισύ θέλεις καβάλημα. Πώς κάνς έτσι; Καβλομαχάς σαν πρατίνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κερκυραϊκός τοπικός ιδιωματισμός για το ολοθούριο, που σλανγκίζεται επίσης ως ψωλιάγκος, ψωλιόγκος, θαλασσόπουτσος, γιαλόπουτσος και αγγούρι της θάλασσας, λόγω του πολύ ιδιαίτερου σχήματός του, που, όπως το θέτει κομψά η τουκανίστρια Βίκυ: «τα ολοθούρια [...] είναι περισσότερο γνωστά με την κοινή ονομασία αγγούρια της θάλασσας εξαιτίας του σχήματός τους, που θυμίζει το ομώνυμο λαχανικό».

Ένα σλανγκικό ενδιαφέρον ευρύτερο από το εν λόγω θαλάσσιο εχινόδερμο έχουν οι παρατηρήσεις του Νίκου Σαραντάκου στο άρθρο με το οποίο και διασώζει την κερκυραϊκή ονομασία (δες εδώ) ότι ο Γιάννης ή Γιάννος έχει συχνά την σημασία του χαζού. Πρβλ. το στραβόγιαννος, ενώ στο αστραπόγιαννος μάλλον έχουμε ειρωνική χρήση με αποτέλεσμα και πάλι να σημαίνεται ο χαζός. Αν προσθέσουμε τη «φολκλορική ιδέα ενός συσχετισμού ανάμεσα στη μεγάλη ψωλή και το λειψό μυαλό, διάχυτη σε διάφορες κουλτούρες του Παλιού Κόσμου» κατά την παρατήρηση του Ν. Σαραντάκου, τότε μπορούμε να ερμηνεύσουμε το πώς το εν λόγω εχινόδερμο έλαβε μια σημασία που παραπέμπει σαν εικόνα σε έναν ολιγόμυαλο ψωλαρά, όπου το κάτω κεφάλι τρώει τ' απάνω. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε από το σάη μας δύο περιπτώσεις, όπου ο Γιάννης σημαίνει το πέος: αφενός το γιαννούκος και αφεδύο την λολοπαιγνιώδη λεξιπλασία νέας κοπής αστραπόνγιαννος. Μ' αυτά και μ' αυτά ο Γιάννης στις διάφορες μορφές του έρχεται να προστεθεί ως άλλη μια προσφιλής ονομασία για την ψωλή ή τον χαζό φορέα της από κοινού με τον Θανάση.

Να βάλουμε τον πουτσόγιαννο για δόλωμα να πιάσουμε καμιά τσιπούρα.

(από Khan, 06/03/14)ωραία παραλία αλλά είχε κάτι πουτσόγιαννους να με το συμπάθειο (από xalikoutis, 08/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ακρίδα που κυριολεκτικά εντομολογείται από το θέμα αγριμ- (εκ του αρχαίου επιθέτου ἀγριμαῖος) και την κατάληξη -ουδα, η οποία μας δίνει το αγριμούδα που μέσω τσιτακισμού μετατρέπεται σε αγριμούτσα (βλ. εδώ -και εδώ, όπου παρουσιάζεται ως ιδιωματισμός της Δυτικής Κρήτης-, πρβλ. και τη λέξη αγρίμι).

Το σλανγκικό ενδιαφέρον της έγκειται στην έκφραση πετάγομαι σαν αγριμούτσα που ενώ σημαίνει πετάγομαι σαν πηδηχταρού άγρια ακρίδα, λόγω της τσιτακισμένης κατάληξης -ουτσα φέρνει στο νου και τη συνώνυμη έκφραση πετάγομαι σαν πούτσα. Επομένως, αφενός η έκφραση σημαίνει πετάγομαι από το ένα θέμα στο άλλο ατάκτως, χωρίς να έχουν ευπαρακολούθητο ειρμό αυτά που λέω, και αφετέρου μπορεί να λάβει και τις συνδηλώσεις του πετάγομαι σαν πούτσα δηλαδή κατά τον ορισμό του Gatzman «το λέμε για κάποιον που πετάγεται και μας διακόπτει συνεχώς την κουβέντα, όπως το πέος πετάγεται όταν το μάτι αντιληφθεί παρουσία θηλυκού στα πέριξ, ανεξαρτήτως λοιπών συνθηκών». Προσφάτως η αγριμούτσα έγινε διάσημη από την σχετική ένσταση που απηύθυνε με κρητική διάθεση ο δημοσιογράφος Δημήτρης Καμπουράκης στον βουλευτή των Ανεξαρτήτων Ελλήνων Παναγιώτη Μελά.

Πάσα (Δ.Π.): tsimpatone.

«Δε μπορώ να σε παρακολουθήσω γιατρέ μου, δηλαδή... where is my mind», «πετάει ο νου σου σαν την αγριμούτσα». (Ο δημοσιογράφος Δημήτρης Καμπουράκης προς τον βουλευτή των Ανεξαρτήτων Ελλήνων Παναγιώτη Μελά εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κοντόχοντρος, από αρβανίτικα.

Τέτοια κοπέλα σαν τα κρύα νερά να παντρευτεί αυτόν τον μπακούκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιωματισμός της Ηπείρου που περιγράφει τύπο φτυαριού στενότερου και παράλληλου ως προς τη λαβή, που χρησιμοποιείται για τη διάνοιξη στενών τρυπών και αυλακιών. Συχνότερα απαντάται ως μπελ'.

- Τάσου, θα μου δώκεις του φτυάρ' ν' ανοίξου κανένα χαντάκ';
- Άμα θες χαντάκ' να σ' δώκω καλύτερα του μπελ'.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται κι έτσι το πολυτραγουδισμένο μουνί.

Κατ' αρχήν, ειλικρινώς, σε ιδιώματα που έχουν την τάση να κόβουν τα φωνήεντα. Δευτερευόντως, από αστειάτορες που ειρωνεύονται την υποτιθέμενη βλάχικη εκφορά του μουνιού, ή απλώς είναι κορεκτίλες και δεν θέλουν να πουν όλη την λέξη κανονικά, οπότε κάνουν αυτήν την ντεμέκ αυτολογοκρισία είτε προφορικώς είτε στον γραπτό διαδικτυακό λόγο. Βλ. και αμνί.

  1. Αχ μάνα μου, μάνα μου με τρώει το μνι
    ξύστο για να βγάλ' μαλλί
    Άι ντουμουντούμ, άι ντουμουντούμ κι τ' αρχίδια μας γρατζουνούν. (Από σκωπτικό άσμα)

  2. πονος στο μνι.
    Λοιπον θα μπω κατευθειαν στο θεμα.
    Οχι εγω, μη χαιρεστε, μια φιλη μου εχει ενα μικρο προβληματακι.
    (Η συναρπαστική συνέχεια στο Κοσμοπόλιταν)

(από Khan, 05/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Σημαίνει αυτός που έχει κάποιο χαρακτηριστικό από τότε που γεννήθηκε.

- Ρε θεία, πως είναι έτσι κουτσός αυτός;
- Είναι γεννητάτος, μάνα μου. (έτσι γεννήθηκε)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει μήπως και μάλλον. Προέρχεται από το σάμπως, που επίσης σημαίνει μήπως και μάλλον.

  1. Για σώπα ρε, σάμπατι άρχισε να βρέχει.

  2. Άστονε αυτόνε, μη τον κάνεις πολύ παρέα, σάμπατι μολογάει και τίποτα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified