Further tags

Η μηχανή που σου παίζει τον πούτσο σου άμα τον βάλεις μέσα. Αλλά και η κοπέλα που κάνει πίπα με αυτόματο μηχανικό τρόπο και καλό ρυθμό.

Τσιμπουκιέρα τσιμπουκιέρα μοιάζεις με την φοντανιερα,
Το ψωμακι σαν βουτισεις κωλαρακι θα δωρισεις
Βουτα όλη την σαλτσουλα αυτό δεν σε κάνει τσούλα
Το τυράκι αν τσιμπισεις ισως να τον κολατσισεις
Τι και αν γύρισα τον κόσμο το αιδίο μυρίζει διόσμο
Κωλαράκι άμα δωσεις την βραδιά ισως να σώσεις.
http://juanitopoet.blogspot.gr/2009/12/blog-post_30.html

Παραλλαγή του γνωστού και μη εξαιρετέου φραπεδάιζερ (από Khan, 30/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιομαμαδίστικη έκφραση (σε περιορισμένη πιά χρήση) για την πίπίλα. Υποθέτω ηχομιμητικό από το μπου-μπου του ταπωμένου στόματος του μωρού. Συνώνυμο (επίσης παλαιομαμαδίστικο) η σώπα -που το κάνει να σωπάσει.

  1. Πέντε χρονώ γα(ϊ)δούρι κι ακόμα με τη μπουμπού στο στόμα...

  2. Πάρε τη μπουμπού να μη γ(κ)ρινιάζεις (Προχωρά κατεβάζοντας αργά το φερμουάρ του παντελονιού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία εκ του καραμπαλίκια (= όρχεις) + licking (= γλείψιμο). Το γλείψιμο των όρχεων (ορχεολειξία ή ορχεολειχία). Καραμπα-licking.

Εδώ η επεξήγηση-γένεση της λέξης.

Και αφου μου τριφτηκε λιγακι ακομη κατεβηκε ποιο χαμηλα και ακολουθει καραμπαlicking ! Ευλαβικο θα το χαρακτηριζα ενα απαλο γλωσσομασαζ στα ξουρισμενα μπαλακια που οσο το σκευτομαι νιωθω κατι να με γαργαλαει ακομη... Bravo baby! (Δείτε όλο το κείμενο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πεολειχία στὴ ντούρα λιάρντα.

Πρόκειται ἴσως γιὰ τὸ μόνο σημεῖο ὅπου ὁ σεβαστὸς Πετρόπουλος δὲν εἶναι ἀκριβής, μεταφράζοντάς το ὡς αἰδοιολειχία. Πιστεύω ὅτι πρόκειται περὶ κεκτημένης ταχύτητος ἢ τυπογραφικοῦ παροράματος, μιᾶς καὶ τὸ ἁπλὸ πομπόν (ἢ πονπὸν) ἦταν σὲ εὐρεῖα καλιαρντοχρῆσι μὲ τὴ σημασία τῆς αἰδοιολειχίας (μὲ τὴ σύγχρονη ἔννοια τοῦ αἰδοίου, ἐννοουμένου ἀποκλειστικῶς ὡς ὀργάνου τοῦ θήλεος, ἐνῷ παλαιότερα τὰ αἰδοῖα ἐσήμαιναν τὰ γεννητικὰ ὄργανα ἐν γένει).

Ὁ Πετρόπουλος προτείνει δύο πιθανὲς ἐτυμολογήσεις γιὰ τὸ πομπὸν ἢ πὸν-πὸν (καὶ κατ´ ἐπέκτασιν γιὰ τὸ ὑπ´ ὄψιν λῆμμα):

  • Τὸ γαλλικὸ bonbon (ζαχαρωτό), προφανῶς συνειρμικῶς, διότι αὐτὸ πιπιλίζεται ἢ γλείφεται.
  • Τὸ ἐπίσης γαλλικὸ pompon (κρωσσός, φοῦντα), συνειρμικῶς ἐκ τοῦ τριχωτοῦ τοῦ ἐφηβαίου, [ἄλλο τώρα ἂν αὐτὸ τὸ πρᾶγμα σπανίζει τὴν σήμερον, κατ´ ἐπιταγὴν τῆς διεθνοῦς τῶν ὁμοφιλοφίλων μοδίστρων, ποὺ προωθεῖ τὰ νεκροφιλικὰ καὶ ἀφυλετικὰ (asexuel) πρότυπα γιὰ σερνικοὺς καὶ γιὰ θηλυκούς].

Μεταξὺ τῶν δύο θὰ ἔκλινα ὑπὲρ τοῦ πρώτου ἐτύμου, διότι παριστάνει πολὺ καλὰ τὴν πρᾶξι καθαυτήν, ἐνῷ τὸ δεύτερο παριστάνει μόνο τὸ ἀντικείμενο (τοῦ πόθου), καὶ εἶναι γι´ αὐτὸ λιγότερο παραστατικό. Ὅμως θὰ ἄξιζε νὰ δοῦμε καὶ μιὰ τρίτη ἐκδοχή, αὐτὴν τῆς γαλλικῆς λέξεως pompe (ρῆμα pomper), ποὺ σημαίνει:

  • Πομπή, παράταξις (δὲν μᾶς κάνει).
  • Ἀντλία, τρόμπα, ποὺ μᾶς κάνει μιὰ χαρά, ἰδίως μὲ τὴ δική μας χρῆσι τοῦ φραπέ.
  • Μάταιες ἡδονές (ἀπηρχαιωμένη σημασία: Vanités, faux plaisirs mondains qui distraient le chrétien de ses devoirs religieux), ἡ ὁποία μᾶς κάνει κατὰ σκανδαλώδη τρόπον.

Ἡ λέξις πομπίνο μοιάζει ψευδοϊταλικὸ ὑποκοριστικὸ τοῦ πομπόν. Δὲν θὰ μποροῦσε εὔκολα νὰ προέρχεται ἀπὸ τὸ bonbon, καὶ ἀκόμη λιγότερο ἀπὸ τὸ pompon. Συμβατὴ μὲ τὴν ἐτυμολόγησι α. τοῦ Πετροπούλου καὶ τὴ β. δική μου εἶναι καὶ ἡ λέξις πομποτάμπακο, ποὺ σημαίνει τσιμποῦκι (τοῦ καπνίσματος), εἴτε διότι καὶ αὐτὸ γλείφεται, εἴται διότι ρουφιέται, ἀντλεῖται.

Σημειωτέον ὅτι τὸ γλείψιμο λέγεται ροντοσόλ καὶ ροσολιμαντέ (<ροσόλω=γλῶσσα)· τὸ δεύτερο χρησιμοποιεῖται περισσότερο ὡς ἐπίρρημα. Τὸ γλειφιτζοῦρι, ζαχαρωτὸ λέγεται κοντυλομπομπόνι (bonbon).

Καπιάζει τὸ πακέτο τοῦ κατὲ ἡ Γεωργία καὶ τοῦ μπενά μποὺτ σουκρατζέ:

- Τί φωτογένεια! Θὰ μοῦ ἀβέλῃς μωρό μου; Χορχόριασα γιὰ σουάντες... Ἂχχχ!
Καὶ κοντραστάρει ὁ σπαριλόμπεης:
- Νάκα μωρή! Ἐμάντε ἀβέλῃς πομπίνο-φραπέ!

Γαλλικός φραπέ Πομπαντούρ... για τον Λουδοβίκο ΙΕ και όχι μόνο (από GATZMAN, 20/05/11)Τελευταίος φραπέ στην Πομπηία (από GATZMAN, 20/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανάλογα με τις δραστηριότητες που κάνουμε με το λαρύγγι μας, μπορεί να σημαίνει:

  1. Τον ρουφιάνο, τον σπιούνο, τον πληροφοριοδότη. Βλ. και χαμοκελάηδα, όπως και βαθύ λαρύγγι.

  2. Αυτόν /-ήν που κάνει βαθύ στοματικό σεξ, το βαθύ λαρύγγι, και ξελαρυγγιάζεται (αγγλιστί deepthroat, throatfuck).

  3. Την εντυπωσιακή φωνάρα.

  1. - Παρνασσέ, οφείλω να σε προειδοποιήσω, μέσα στην ομάδα σου έχεις ένα λαρύγγι!
    - Ποιον εννοείς, Γκιώνα;
    (Από ταινία για την Αντίσταση που δεν γυρίστηκε ποτέ).

  2. Δυστυχώς, οι κλειτορίδες των γυναικών βρίσκονται εκεί ακριβώς που πρέπει, οπότε το «βαθύ λαρύγγι» δε βρίσκεται στις πρώτες προτεραιότητές τους στη λίστα του τι θέλουν να κάνουν κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης. Αν η πεολειχία-γεώτρηση είναι αυτό που πραγματικά επιθυμείς, μάλλον θα πρέπει να το συζητήσεις πρώτα μαζί της. Το να χώσεις το πέος σου απροειδοποίητα βαθιά στο στόμα της, μάλλον θα έχει σαν αποτέλεσμα ασφυξία ή τάση προς έμετο. (Πορνοταινίες: Ποια sex tricks να μην αντιγράψεις)

  3. - Πω πω φωνάρα η δικιά σου δικέ μου, και το πρώτο λαρύγγι. Κοίτα να δεις! Τέτοια λαρύγγια και να τραγουδάνε στα νταμάρια!
    (Ο ήρωας Βασίλης του Χάρρυ Κλυνν, όταν πήγε στο Ηρώδειο).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βιταμίνη G: Η βιταμίνη της σεξουαλικής δραστηριότητας, κυρίως στοματικής.

Βρίσκεται σε ερωτογόνα σημεία, τα επονομαζόμενα «σημεία G» του ανθρώπου και προσλαμβάνεται από τον ερωτικό παρτενέρ, κυρίως από το στόμα, με την λειχία των σημείων αυτών και με κατάποση των διαφόρων οργανικών παραγώγων τους και λιγότερο από τα γεννητικά όργανα (μέσω της τριβής μεταξύ των σημείων G των δύο ερωτοτροπούντων, μπορούν να μεταφέρονται μικρότερες ποσότητες της βιταμίνης, απ' ότι δια στόματος).

Μακροχρόνια έλλειψη βιταμίνης G εμφανίζει συμπτώματα όπως, άσπρισμα μαλλιών και τριχόπτωση, νευρωτικούς σπασμούς, τραύλισμα, εκνευρισμό κ.α. Συνώνυμο της έλλειψης βιταμίνης G: η αγαμία.

Η μερική έλλειψη βιταμίνης G εμφανίζεται όταν η σεξουαλική πράξη καταντά ανιαρή, καθότι ο παρτενέρ του πλήττοντος δεν ανταποκρίνεται στη φαντασία του και στις ανάγκες του και τον αφήνει να τα κάνει όλα μόνος του και κουράζεται, επομένως δεν αφομοιώνει ο οργανισμός σωστά τη βιταμίνη.

  1. - Φίλε, κάτι πρέπει να κάνουμε φέτος, έφτασα 35 και ακόμα προσπαθώ να ρίξω κανένα πιτσιρίκι, αλλά με ζορίζουνε, δεν μου κάθονται εύκολα, θέλουν χρόνο [κουλουπού]...

  2. - Φίλε, κάνε κάτι διότι έχεις έλλειψη βιταμίνης G και αυτό φαίνεται στη συμπεριφορά σου... Έχει αγριέψει το πρόσωπό σου. Κυνήγα καμιά θεία, που δεν θα σε δυσκολέψει και θα έχει και τις ίδιες απαιτήσεις με σένα, μπας και εξομαλυνθεί η λειτουργία του οργανισμού σου και ηρεμήσεις λίγο...

Προσαρμόζοντας το β παράδειγμα// Φίλε Γρηγόρη, έχεις έλλειψη βιταμίνης G , έχει αγριέψει το πρόσωπο σου... (από GATZMAN, 13/09/10)(από Τσακ εις την μέσην, 25/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτρεπτικό για άρρενες εφήβους. Χρησιμοποιείται για να φοβερίσει τους πρωτάρηδες και να τους δυσχεράνει την επίδοση στο άθλημα. Δημιουργεί ψυχολογικά τραύματα στην σχέση τους με τον έρωτα και δη τον στοματικόν και το γυναικείο φύλο, γενικότερα.

Αποτελεί ένα από τα πιο σκληρά γκρανγκινιόλ σεξ σποτς. Δεν βλέπεται. Αν δεν τον θέλετε, κυρία μου, αν σας ενοχλεί, ξαμολήστε το! Χωρίς αναστολές!

Αντί να ρίχνουν «αντι-διεγερτικά» στο γάλα των στρατευμένων, θα μπορούσαν οι σιτιστές να το παίζουν στο κψμ.

Ο Γιώργος γυρίζει από τη σκοπιά, 2ο νούμερο, κομμάτια, και ξαπλώνει στο κάτω κρεβάτι, ενώ στο πάνω κοιμάται ο συνάδελφός του, Κώστας. Εκεί που ο Γιώργος πάει να χαλαρώσει και εκκρίνει τις πρώτες ενδορφίνες, ξαφνικά νοιώθει να κουνιέται το κρεβάτι και να ακούει ένα κρίτσι-κρίτσι.
«Κώστα;» λέει.
«Έλα.» απαντάει ο Κώστας.
«Όταν η Φωτεινή πιπιλεί, η Όλγα τρέμει», λέει ο Γιώργος.
«Ααααα, πανάθεμά σε!» πετάγεται ο Κώστας και τρέχει κατευθείαν για τις τουαλέτες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα όφωνο αλλιώτικο απ' τ' άλλα. Με αυτό, ορισμένες αξιέπαινες κυρίες που ζουν ανάμεσά μας, δίνουν κανονικά ρεσιτάλ. Ο λυτρωτικός και καθαρτικός χαρακτήρας μιας υψηλής τέχνης απαιτήσεων.

Το πέτσινο μικρόφωνο θέλει να το πονάς, θέλει να το ματώνεις. Η επιτυχία στο άθλημα επ' ουδενί πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Απαιτείται μακροχρόνια τριβή με το αντικείμενο, στοχοπροσήλωση, συνέπεια και συνέχεια. Πάνω απ' όλα πρέπει να το αγαπάς το άθλημα. Όχι «πιάσαμε όλοι από 'να μαρκούτσι και την είδαμε τραγουδιστές». Όχι αγάπη μου, δεν είναι τόσο απλό.

Όροι επομένως όπως πέτσινο μικρόφωνο, κλαρίνο ή βουκολική φλογέρα, υπογραμμίζουν τον εξόχως συναγωνιστικό χαρακτήρα της εν λόγω αγαθοεργού και θεαρέστου πρακτικής. Δεν είμαστε όλες ίσα κι όμοια, πώς να το κάνουμε. Άλλες το 'χουν, άλλες δεν το 'χουν. Όπως σημειώνω και στα παραδείγματα εδώ, η πεολειχία ελάχιστα απέχει από την αναγόρευσή της ως επισήμου ολυμπιακού αθλήματος. Τα όργια (διαγωνισμοί τσιμπουκιού) που έκαναν οι αγγλίδες σε θέρετρα όπως Φαληράκι Ρόδου, Λαγανάς Ζακύνθου, Κάβος Κερκύρας κ.ο.κ., δεν σοκάρουν όπως παλιά την ελληνική καθημερινότητα.

Και μια τελευταία βελτσιά, έτσι να μην ξεχνιόμαστε: οι πεολειχιάστρες αποτελούν τους σύγχρονους συνεχιστές μιας μακράς και αγλαούς προφορικής παράδοσης, εκπρόσωποι μιας αειθαλούς κουλτούρας προφορικότητας. Παράδοση που ξεκινά απ' τον Όμηρα, τους ραπ-σωδούς και τους αοιδούς, την αρχαϊκή ποίησις της Σαπφούς και του Αλκμάνα, συνεχίζεται εν τη Ρωμανία με τον Διγενή Ακρίτα και τα λοιπά άσματα του ακριτικού κύκλου, περνάει κι απ' τα Δημοτικά Τραγούδια. Με τις υγείες σας.

- Θυμάσαι κάτι χαρακτηριστικό που σου έχουν πει για τον κώλο σου;
- Πολλά έχουν πει: «Ποπο κωλάρα!», «Τι κωλάρα είν' αυτή!», «Να σε σκίσω!» κλπ. Δεν μ' αρέσουν όμως αυτές οι ατάκες...
- Τραγουδάς στο μπάνιο σου;
- Όχι, δε μ' αρέσει.
- Έχεις τραγουδήσει ποτέ στη ζωή σου με πέτσινο μικρόφωνο;
- Τι εννοείς; (σ.σ.: γέλια) Σα δε ντρέπεσαι!

Το παραπάνω είναι απόσπασμα από συνέντευξη μιας κάποιας κιουρίας Μάρσιας Αλεξάνδρου, η οποία φωτογραφίζεται με αδαμιαία περιβολή στο MAXIM Δεκεμβρίου (αυτό με τη Σάσα Μπάστα). Όποιον ενδιαφέρει, ας ρίξει μια ματιά εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τοποθέτηση των όρχεων στο στόμα άλλου ατόμου με παρατεταμένη διάρκεια ώστε να μουλιάσουν και να καθαρίσουν.

- Τι θα κάνεις μετά τη δουλειά;
- Θα πάω στο σπίτι της δικιάς μου. Θα την βάλω να μου κάνει και ένα αρχιδόλουτρο, για να με ξεκουράσει.

(από aias.ath, 15/12/09)Ορίστε! (από knasos, 15/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τραγουδιστό σλόγκαν διαφήμισης των '80ς, που έκτοτε σλανγκίστηκε για να δηλώσει τον εντατικό πεοθηλασμό. Πρβλ. τα αγγλικά s/he sucks dick like a hoover, s/he sucks dick like Edgar Hoover.

- Τον έχεις δει τον Λούλη τώρα τελευταία;
- Τι;
- Την δίνει την σκουπευκαιρία στην σκούπα Philips, μου φαίνεται...

Edgar Hoover. (από Dirty Talking, 01/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified