Η πεολειχία.

  1. Ξεκίνησε τα ερωτικά χάδια οριοθετόντας μια GFE συνεύρεση, που με έβρισκε απόλυτα σύμφωνο. Αφού με έγλειψε στις ρώγες και το λαιμό, πριν κατέβει χαμηλότερα, ανέλαβα να γευτώ τα στηθάκια της με τις μελανές σκληρές ρωγίτσες που θέριεψαν, και σε συνδυασμό με την εφύγρανση του γατιού της, που ένιωσαν τα δάχτυλά μου θωπεύοντάς την, άρπαξε τον πολεμιστή μου, του φόρεσε τη στολή της μάχης και μου πρόσφερε ένα απολαυστικότατο, από τεχνική και διάθεση, πεορούφηγμα, κοιτώντας με στα μάτια με ναζάκι και τσαχπινιά. Δεν άντεχα και πολύ, έτσι λοιπόν την ανέβασα επάνω μου και λικνιστήκαμε μετά φιλιών και χαδιών ώσπου με μια μαεστρική κίνηση την έβαλα από κάτω χωρίς να χάσω την διείσδυση, γεγονός που της άρεσε. Άντε να το κάνεις με καμιά μπουμπού αυτό...ή θα χάσεις τη μέση σου ή το καβλί σου! Κακά και τα δυό. Ενώ τα μικρόσωμα, άλλη χάρη. (Μπου).
  2. Στο δωματιο πολυ χαλαρη, χαδια και χουφτωματα παντου και στη συνεχεια ασκούφωτο πεορούφηγμα, όπου κατειχε αρκετα καλη τεχνικη,με αναλογη περιποιηση όρχεων. (Μπου).
  3. Οι επιδωσεις της στο τσιμπούκι πολυ καλες, γλειφει στοχευμενα, προσφερει ενα αργο και ποιοτικο πεορούφηγμα καθώς και πσβουράκι στα αρχιδια. (Ιερόδουλες).

Got a better definition? Add it!

Published

Η/ο ερωμένη/ος που ρουφάει τα πάντα κατά την πεολειχία. Επίσης, ο τοξικοεξαρτημένος. (Δες).

Για τον Τζέι Έντγκαρ Χούβερ του FBI λένε ότι το επώνυμό του δεν ήταν τυχαίο, αφού ήταν ηλεκτρική σκούπα στο πεορούφηγμα.

Got a better definition? Add it!

Published

Στα καλιαρντά είναι το λαρύγγι. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το τσαρούχι (<τουρκικό çarık) στη λογική ότι λέμε και η γλώσσα μου έγινε τσαρούχι.

Αβέλα κανικό σήμερα το απόγευμα γιατί αβέλα κράκρα για πούλη με πρόγευμα μουτζό και βαθιά τσαρουκού για να τζασάρω τα φλόκια μου. (Από καλιαρντή κριτική στο Μπου, λίγο ντεκαλιαρντέ αφού αναφέρεται σε ηρακλωτές ντάνες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτικά, αυτός/ή που κάνει πεολειχία μέχρι να ξελαρυγγιαστεί, η τσιμπουκλού.

Ίσα μωρή λαρύγγω, θα πνιγείς απ' το στριγκάκι σου. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του τσιμπουκόστομα, κυρίως χρησιμοποιείται ως βρισιά, προκειμένου να υποχρεώσουμε τον υβριζόμενο αντίπαλο στη σιωπή, αφού θεωρείται ότι το στόμα του έχει ως μοναδική χρηστική αξία το να παίρνει πίπες, οπότε δεν θα πρέπει να το χρησιμοποιεί επιπλέον και για να μιλάει/ εκφέρει τη γνώμη του/ πιάνει σε αυτό πράγματα και πρόσωπα που τον υπερβαίνουν και τα λερώνει αναφέροντάς τα λεκτικώς κ.ο.κ. Μικρή διαφορά από το απλό τσιμπουκόστομα είναι ότι το πουτανόστομα παίρνει πίπες επί πληρωμή, οπότε είναι ακόμη μεγαλύτερη ξευτίλα.

  1. Καλα να παθεις κωλομπουτσουρα να γαμας ολα οσα σου συμβαινουν κωλοαπογονε του χιτλερ που τροει χουμους και ψοφαει απο βαλλιστικη επιθεση κωλοκαριολη παλιολεσβια πούστη σαμαρα ο κασιδιαρης σας γαμαει μεσα στο σπτι σου γαμο το κωλοκερατο της πουτάνας και του πουστη που σε γαμησε ανθρωπο και μαλακισμενο κατασκευασμα φατη στον κωλο σου μπασταρδοποιημενο ανανδρο τσογλανι πολιτικος φτωχος ξυλο απελεκητο καριολη κωλοπαιδι κωλογιδοβοσκε κερατα γαμωπουστα που πιανεις στο πουτανοστομα σου τις ανακριτριες τσογλαναραιε της κορινθιας αλβανομεταναστη βλακα τωρα στη φυλακη ευχομαι να μπεις μαλακισμενο σκατοτσογλανακι κωλοπαιδο (Το βρισίδι συνεχίζεται αρκετά ακόμη εδώ).
  2. re shiloputane an me ksana piasis mes t putanostoma sou pou mono pipes kseri na kami kales ena s spasw tha s aniksw ti kele s orkizume s to tha se skotosw (Από Ασκ, μάλλον για κυπριακό ιδίωμα πρόκειται).
  3. Που να τα βγάλεις πέρα με το πουτανόστομα τους! Και πάλι οι γυναίκες από πάνω! (Σχέσεις).

Σπανιότερα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε σαδομαζοχιστικές φαντασιώσεις με θετικό πρόσημο, ή, μάλλον, με αρνητικό πρόσημο με την κα(υ)λή έννοια, για να περιγράψει κάπως πιο κυριολεκτικά κάποιον που όντως έχει διαπρέψει στην πεολειχία.

  1. Η Καίτη με έπιασε από το αυτί και με έφερε μπροστά στα δύο πέη αναγκάζοντάς με να πλησιάσω σε απόσταση αναπνοής το ένα. - Έλα καριόλα! Άνοιξε το πουτανόστομα σου να πιπώσεις το γαμιά μου! Είπε επιτακτικά η Καίτη. (Από κίνκι μπλογοτέχνημα).
  2. -Και τώρα οι δυο μας βρωμότσουλο! Άνοιξε το χυμένο σου πουτανόστομα και άρχισε να μιλάς. Κλαίγοντας με λυγμούς , άρχισα να διηγούμαι την ιστορία μου. Όλα ξεκίνησαν όταν γνώρισα την Κυρία Βάνα η οποία μετακόμισε στο διπλανό διαμέρισμα όπου κατοικούσα ως φοιτητής. Φυσικά η Κυρία Βάνα ήταν μια Γυναίκα που δεν μπορούσε να αφήσει κανέναν ασυγκίνητο. (Από μπλογοτέχνημα που χρησιμοποιεί την αφηγηματική τεχνική in media res).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες Α.Τ.Μ.

Αφενός είναι το Automated Teller Machine, δηλαδή το ηλεκτρονικό μηχάνημα στις τράπεζες που βγάζει κασέρι και επιτρέπει και άλλες τραπεζικές συναλλαγές.

Αφεδύο είναι αρκτικόλεξο από τον μαγικό κόσμο της τσόντας για το Ass To Mouth. Γιατί υπάρχει ένα μόνο πράγμα χειρότερο από το πίπα-κώλο κι αυτό είναι το κώλο-πίπα. Όπως περιγράφει γλαφυρά ο slangprof στον σχετικό ορισμό, το κώλο-πίπα (ή Α.Τ.Μ.) έχει μια σπάνια προστυχιά και βρωμιά, γυναίκα που το κάνει "είναι να την πας νύφη στη μάνα σου", σύμφωνα με τον Προφέσορα, καθώς οι καφροσέξουαλ εραστές, που αρέσκονται στα παρόμοια, φαίνεται ότι ηδονjίζονται στη σκέψη ότι κερνάνε στην/ον ερωμένη/ο μεζέ από τον ίδιον αυτής/ού πρωκτό δίκην τσιμπούμεραγκ. (Για τους περισσότερους βέβαια κάτι τέτοιο παραμένει απλώς υγρό όνειρο κατά τη διάρκεια αριστερού ποντικώματος).

Το πίπα-κώλο βεβαίως εδώ και καιρό χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστάσεις όπου κάποιος κυριολεκτικά γαμιέται πολύ άσχημα, την πατάει γερά. Το Α.Τ.Μ. ως κώλο-πίπα είναι ακόμη χειρότερο. Δεν είχε περάσει μαζικώς στην αργκό, παρά ήταν μέχρι πρόσφατα γνωστό κυρίως στους μύστες του πορνό που το χρησιμοποιούσαν ως σεξουαλική κωδική ονομασία. Πλέον έχει δώσει λαβή για πολλά λολοπαίγνια μετά τα πρόσφατα capital controls, γύρω από τη διενέργεια του ελληνικού δημοψηφίσματος 2015, οπότε οι Έλληνες συνωστίζονται στα ΑΤΜ για να βγάλουν χρήματα, όσο υπάρχουν, μέχρι κάποιο μικρό όριο, λ.χ. 60 Ευρώ ή και λιγότερα. η κατάσταση αυτή βιώνεται από πολλούς ως άγρια τσόντα, με αποτέλεσμα πολλά λολοπαίγνια και υπονοούμενα τ. wink wink nudge nudge, τα οποία με τη σειρά τους κάνουν περισσότερο γνωστό το αγγλικάνικο αρκτικόλεξο ΑΤΜ (Ass To Mouth). Υπάρχουν βεβαίως και πολλοί ψυχανάλατοι συσχετισμοί μεταξύ πρωκτού και χρημάτων, σχετικοί με το πρωκτικό στάδιο ανάπτυξης, οπότε ήρθε κι έδεσε.

  1. Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες ανθρώπων. Αυτοί που ενημερώνονται για τα ΑΤΜ από το Μέγκα. Κι αυτοί που προτιμούν το Porn Hub. (Από το Facebook).
  2. Ινσέψιο: Άργος. Παντρεμένη έλεγε ότι πήγαινε στο ΑΤΜ ενώ το γλένταγε με τον εραστή.
  3. Στο ΑΤΜ που συναντιόμαστε και βλεπόμαστε, μια μέρα θα γίνουν πολλά.

Το ΑΤΜ είναι το νέο ασανσέρ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η την ψωλήν βυζαίνουσα, ήτοι η πεολείχουσα, η τσιμπουκλού, η πιπατζού, η ψωλογλείφα. Ανήκει στην ιδιόλεκτον του ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Ἤθελε, τώρα, νὰ πέσηι εἰς τὰ γόνατά του καὶ νὰ τῆς εἴπηι τὰ πλέον γλυκὰ καὶ τὰ πλέον αδιάντροπα ὡραῖα λόγια: «Ἀγάπη μου καὶ φῶς μου! Χρυσή μου καὶ ἄγγελέ μου! Πουλάκι μου! Κορίτσι μου! Ψωλοβυζάχτρα μου! Γλυκὸ καὶ παχουλὸ μουνί μου!...» (Μέγας Ἀνατολικός, Τόμος 5, σ. 70).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Θα σε φτιάξω εγώ (αλλά με οικείο ή και φιλικό τόνο), θα σε σενιάρω, θα σε τακτοποιήσω, θα σε βυσματώσω/βολέψω.

    Απευθύνεται από φίλο/συγγενή προς φίλο/συγγενή όταν θέλει να βοηθήσει τον δεύτερο να ξεμπερδέψει από κάτι κτλ. Από βύσμα προς βυσματία όταν θέλει να εφησυχάσει τον δεύτερο για το σίγουρο αποτέλεσμα της πρόσληψής του σε μια Ιδιωτική ή Δημόσια επιχείρηση/οργανισμό, την καλή μετάθεση του υιού στο ΓΕΣ κτλ. Ακόμα κι από έναν συνοικιακό έμπορα(μανάβη, κρεοπώλη, ιχθυοπώλη κτλ.) προς έναν συχνό του πελάτη όταν θέλει να πείσει σε φιλικό τόνο τον δεύτερο για την υψηλή ποιότητα του προϊόντος που θα του δώσει.

  2. Θα σε φτιάξω εγώ (αλλά με απειλητικό ή και εχθρικό τόνο), θα σε κανονίσω, θα σε τακτοποιήσω με μαφιόζικο/μάγκικο τρόπο.

  3. Θα σε κάνω Μάγκα ή Γιώργο Μάγκα! Μεταφορική, απειλητική και με σεξουαλικό υπονοούμενο έκφραση συνήθως προς μια γυναίκα. Μιας και υπονοεί ότι θα την κάνει εκείνος που το λέει, εξπέρ στο «κλαρίνο»(στοματικό σεξ, κοινώς στην πίπα) ταυτίζοντας την μαεστρία που θα αποκτήσει στην πίπα η εν λόγω γυνή με εκείνη του πασίγνωστου δεξιοτέχνη Τσιγγάνου κλαρινοπαίχτη από την Λιβαδειά Γιώργου Μάγκα.

  1. - Θα της μιλήσεις ρε φίλε να τα ξαναβρούμε; Σε παρακαλώ κι από εμένα ότι θες!
    - Μην ανησυχείς καθόλου, θα σας τα ξαναφτιάξω εγώ. Τί φίλοι είμαστε;

  2. - Σε έδωσε στο αφεντικό ρε έμαθα ο Άκης γι'αυτά που συζητούσαμε προχθές στο γραφείο.
    - Άσ'τον, θα'ρθει η ώρα του σύντομα. Θα τον κάνω μάγκα εγώ τον τύπο!

  3. Τί τσιμπουκόχειλα έχει αυτό το μωρό απέναντι, κοίτα, κοίτα ρε φίλε... Πω πω, την κάνεις ή δεν την κάνεις Μάγκα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Βασίλης Σαλέας. Ο γνωστός Τσιγγάνος λαϊκός κλαρινοπαίχτης. Επίσης με το ίδιο όνομα και επίσης κλαρινοπαίχτης δημοτικών τραγουδιών (και το γνωρίζουν λίγοι) ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος-Σαλέας (1929-1972).

  2. Χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε γυναίκα, η οποία έχει μεγάλη εξειδίκευση, πολύ υψηλή τεχνική στον στοματικό έρωτα, αλλά και αγάπη σ'αυτό που κάνει. Παίζει τόσο αριστοτεχνικά το αντρικό μόριο στο στόμα της που πραγματικά θυμίζει το κλαρινοπαίξιμο που μαγεύει μικρούς και μεγάλους του γίγαντα Βασίλη Σαλέα. Είναι επαγγελματίας, καταξιωμένη και με μετάλλια στον χώρο της πίπας.

- Φτηνό πολύ το 'ρδέλο που πήγαμε χθες και λίγη ώρα κάτσαμε αλλά περάσαμε καλά τουλάχιστον.
- Ναι ρε φίλε. Τι πίπα ήταν αυτή που έκανε η τανάπου, ένα τέταρτο μου τον είχε στο στόμα. Ο Σαλέας ήτανε;

(από Mpiliardakias, 03/04/14)(από Mpiliardakias, 03/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία εκ του καραμπαλίκια (= όρχεις) + licking (= γλείψιμο). Το γλείψιμο των όρχεων (ορχεολειξία ή ορχεολειχία). Καραμπα-licking.

Εδώ η επεξήγηση-γένεση της λέξης.

Και αφου μου τριφτηκε λιγακι ακομη κατεβηκε ποιο χαμηλα και ακολουθει καραμπαlicking ! Ευλαβικο θα το χαρακτηριζα ενα απαλο γλωσσομασαζ στα ξουρισμενα μπαλακια που οσο το σκευτομαι νιωθω κατι να με γαργαλαει ακομη... Bravo baby! (Δείτε όλο το κείμενο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified