Ο μπάφος στα πολύ ξεχού!
Παίζει κάνας φιόρος ρε ψηλέ?
Βγάλε το φιόρο δεν παίζει κίνηση...
Ο μπάφος στα πολύ ξεχού!
Παίζει κάνας φιόρος ρε ψηλέ?
Βγάλε το φιόρο δεν παίζει κίνηση...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το σκληρό ναρκωτικό. Συνήθως η ηρωίνη, κοκαίνη η οποιοδήποτε χημικό ναρκωτικό.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο εθισμένος σε ενέσιμες ναρκωτικές ουσίες πρεζάκιας που έχει γεμίσει με τρύπες το σώμα του επειδή βαράει ενέσεις, ο τοξότης.
Got a better definition? Add it!
Το μέρος όπου γίνεται νταραβέρι και διακινούνται ναρκωτικά από ανθρώπους.
Got a better definition? Add it!
Λιωσίδι, οι κυριότερες κατηγορίες:
Ανάδοχος εκ του δουπού: Γαλαδριήλ.
1. Στο σταθμό της Ομόνοιας μπήκε ένα λιωσίδι (καμμένος), που έστριβε σα τζέτλεμαν το τσιγάρο του, και έκατσε στην απέναντι απο εμένα τετράδα. Το λιωσίδι αυτό έμελλε να παίξει καίριο λόγο στην ιστορία μας. Αφού ξεκίνησε ο συρμός, άρχισα να τρώω ξανά το σαντουιτς μου, το οποίο πια είχε φτάσει στη μέση του. Τότε συνέβη το εξής.
2. Οι Wolf είναι κατά την ταπεινή μου γνώμη, η καλύτερη Heavy/Power Metal μπάντα της προηγούμενης δεκαετίας. το δε Black Flame ο καλύτερος δίσκος του είδους. Ο αριθμός ακροάσεων του δίσκου είναι σε γελοία νούμερα, λιωσίδι κανονικό.
3. Αρνείσαι ότι είσαι λιωσίδι. Ναι σε σένα μιλάω, που όταν σου το λένε, πάντα έχεις μια φθηνή δικαιολογία του στιλ: «Τώρα μπήκα για να στείλω ένα μήνυμα». Όταν είσαι έξω, κάθεσαι όλη την ώρα με το κινητό στο χέρι και τσάκα τσούκα στη home screen να δεις (όλοι ξέρουμε τι..). Βγάλε τώρα το Facebook (fb) από home page στον browser σου, πάτα log out μετά από λίγο και μην μπαίνεις κάθε 10'. Μετά έλα να το αρνηθείς..
Got a better definition? Add it!
Αυτός που είναι υπό την επήρεια κουμπιών, δηλαδή ναρκωτικών σε μορφή χαπιού, ο χαπακωμένος.
Από εδώ:
Σαν χτες φαντάζει εκείνο το σκηνικό όπου, όντας βαριά “κουμπωμένος” σε κάποιο κλάμπάκι που βαρούσε ηλεκτρονική μουσική, σε πλησίασε εκείνο το πολύ καυτό γκομενάκι και σε ρώτησε με νόημα “γουστάρεις τρανς;“
Από εδώ (τροποποιημένο):
Μέτρησα 1 ώρα, 43 λεπτά και 5 δευτερόλεπτα απαλεψιάς απο την στιγμή που μπήκα, γιατί στα decks επαιζε ενας μικελελές το ίδιο τραγουδι σε λούπα όλη την ώρα, μέχρι που είδα την κράβιτζ γύρω στις 5 να πλησιάζει τα ντεκς και λέω μαλακα θα τα γαμησει ολα η τυπισσα, ολοι είναι εκστασιασμένοι...τελικα όλοι ήταν κουμπωμένοι δεν εξηγείται αλλιως ο όλος χαμός αφού και αυτη έπαιζε το ίδιο ντουπ ντουπ, ήπια το ποτό μου γιατί ράντλερ δεν είχε, λέω ήρθε η ώρα κ γύρισα και κοιμήθηκα και ήρθα το πρωι δουλειά και γαμω την π
Got a better definition? Add it!
Άλλη λέξη για τον μπάφο, τσιγάρο το οποίο καπνίζεται και ανήκει στα ελαφριά ναρκωτικά. Αποτελείται από κανονικό καπνό για στρίψιμο ενός απλού καθημερινού τσιγάρου και κάνναβη.
Μαλάκα μου ο Μαυρακάκης ήταν τέρμα κλασμένος στην πενταήμερη... Είχα μπει στο δωμάτιο του και πρέπει να 'χε πιει καμιά 10αριά μπίτσια...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Άτομο που μεταφέρει μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών, συνήθως από χώρα σε χώρα, χωρίς να εμπλέκεται σε λιανεμπόριο. Βλέπε σχετικά βαποράκι, όπου το υποκοριστικό παραπέμπει σε διακίνηση μικροποσοτήτων, χωρίς όμως αυτό να είναι απόλυτο. Οι δύο όροι είναι εναλλάξιμοι.
Πιθανόν η μεταφορά μουλάρι καθιερώθηκε εξαιτίας της μεταφοράς ναρκωτικών με πραγματικούς ημίονους, πρακτική που παρατηρείται εκτός άλλων στην ελληνοαλβανική μεθόριο. Παρομοίως (ίσως) για το βαποράκι: ο κύριος τρόπος εισόδου των σκληρών ναρκωτικών (κόκα) στην Ελλάδα είναι δια θαλάσσης.
- Πώς έβγαλε ξαφνικά τόσα χρήματα αυτός ο μαλάκας;
- Ακούγεται πως κάνει το μουλάρι, φέρνει πρέζα από τα Σκόπια..
Got a better definition? Add it!
Στη ναρκοσλάνγκ, ο τύπος ή το μέρος που μπορείς να βρεις ή/και να προμηθευτείς ό,τι βάλει ο νους σου (θεωρητικά) από τα είδη ναρκωτικών που κυκλοφορούν. Συνήθως αυτός ή εκεί που υπάρχει κάποια ποικιλία γιατί σπάνια έως ποτέ δεν τα έχει κάποιος όλα.
-Λέω να φύγω για κάνα μήνα κάμπινγκ στη Ίφκινθο και πρέπει να ψωνίσω τίποτα, έχεις καμιά καλή άκρη;
-Tράβα στο Τζίμακα, αυτος είναι φαρμακείο. Ό,τι γουστάρεις τό 'χει.
-Και οι ξήγες του, λένε;
-Όπως σε κόψει...
«Με περνάει μια βόλτα από τό Σύνδεσμο... μαλάκα φαρμακείο εκεί μέσα... χόρτα, σκόνες, χάπια... Τα πάντα όλα! Τρόμαξα να βγω...»
Got a better definition? Add it!
πρεζέμπορος, -ας, -όρι
Από το πρέζα (ναρκωτικό) και το έμπορος. Σημαίνει αυτος που πουλάει ναρκωτικά ή και ο ναρκομανής (ή τοξικομανης).
Στην τάξη του φροντιστηρίου μου έχω ένα πρεζέμπορα, το παιδί σνιφάρει μαρκαδόρους εν ώρα μαθήματος σου λέω.
Στο σκοτεινό και αφανές πίσω μέρος του λυκείου πέφτει πολύ πρεζεμπορία και είναι όλα δωρεάν απλά τα ανταλλάζουν με κάτι άλλο.
Got a better definition? Add it!