Further tags

Εντελώς μεθυσμένος, κουνουπίδι, κουρούμπελο, φέτες, και λοιπά.

Η φράση είναι βέβαια τουρκική (bir duvar benim, bir duvar senin) και σημαίνει κατά λέξη «ένας τοίχος δικός μου, ένας τοίχος δικός σου». Στην Τουρκία, λέγεται καμιά φορά και ανάποδα (bir duvar senin, bir duvar benim), αλλά το ίδιο είναι.

Αν και δεν της φαίνεται εκ πρώτης όψεως, είναι παραστατικότατη έκφραση: Έχεις δύο μπεκρήδες, τύφλα στο μεθύσι, να βγαίνουν παραπατώντας απ' το καπηλειό. Πιθανότατα δεν θυμούνται πώς πάνε σπίτι, και σίγουρα δεν βλέπουν πού πατάνε. Έτσι λοιπόν, για να μη χαθούν αφενός, και για να κρατήσουν ισορροπία και να μη φάνε τα μούτρα τους στο σοκάκι αφετέρου, πιάνει ο καθένας από 'να τοίχο - ο ένας δεξιά ο άλλος αριστερά - και πηγαίνουν. Γαμάτο;

  1. Κυριολεξία:
    - Ρε τι γαμάτα που περάσαμε, ρε Μπάμπη! Σ' αγαπάω, ρε φίλε!
    - Κι εγώ σ' αγαπάω, ρε Μήτσο!
    - Πάμε να τα πιούμε και πιο κάτω, ρε Μπάμπη;
    - Δεν μπορώ ρε μαάκα Μήτσο, δεν την παλεύω λέμε, έχω πιει τον κώλο μου!
    - Ε πάμε σπίτι μου, ρε Μπάμπη, να σκάσουμε κάνα γάρο!
    - Και κατά πού είναι το σπίτι σου, ρε Μήτσο;
    - Δεν ξέρω ρε μαάκα Μπάμπη, πάμε και βλέπουμε!
    - Ρε μαάκα Μήτσο, θα πέσω κάτω ρε μαάκα, θα φάω καμιά σαβούρα!
    - Ε, μπιρ ντουβάρ μπενίμ, μπιρ ντουβάρ σενίν, κάπου θα φτάσουμε!
    - Σ' αγαπάω ρε Μήτσο! (σνιφ) Σπαθί ξηγιέσαι!
    - Κι εγώ σ' αγαπάω ρε Μπάμπη! (σνιφ) Καρντάσι! (ΝΤΟΥΠ)
    (πέφτουν)

  2. Μεταφορά:
    - Φίλε, κλάσαμε στο γέλιο χτες. Βγήκαμε με τον Κώστα, κι αυτός δεν το 'χει το αλκοόλ, την ακούει με τη μία. Τον αγκαζάρει, λοιπόν, ο Πέτρος και τον πλακώνει στα σφηνάκια και στις κανάτες και τον κάνει μπιρ ντουβάρ μπενίμ, μπιρ ντουβάρ σενίν. Πήγαινε βάρκα γιαλό, γέλαγε σα μαλάκας, την έπεφτε σε ό,τι πέρναγε...
    - Και στη Σούλα;!
    - Και στη Σούλα! Και στο τέλος έφαγε μια χύμα και σωριάστηκε μες στο μαγαζί και τον πήρε ο ύπνος ρε φίλε!
    - Άντε ρε μαλάκα!
    - Ναι ρε σου λέω, πήγαμε να τον σηκώσουμε κι αυτός ροχάλιζε!
    - Τελέρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικά, όπως είναι κατανοητό, είναι το μικρό τσουτσέκι.

Είναι, επίσης, όρος που χρησιμοποιείται αποκλειστικά από αγόρια για συγκεκριμενο τύπο κοπέλας... ΟΧΙ για την άτιμη ή ανέντιμη κοπέλα, όπως πολλοί μπορεί να υποθέσουν, αλλά για την μικρή σε μέγεθος και ηλικία κορασίδα η οποία έχει εναλλακτικό ντύσιμο, είναι χαρωπή και, παραδόξως, έχει μεγάλο στήθος (αν και μικροκαμωμένη) και γενικά καλό σώμα...

Ο όρος πλέον τείνει να χρησιμοποιείται όλο και πιο πολύ για τις φοιτήτριες των ΕΑΑΚ και γενικα αριστερών παρατάξεων καθώς η πλειοψηφία των κορασίδων στις παρατάξεις αυτές ειναι σύμφώνη με τα παραπάνω χαρακτηριστικά.

Ο όρος ειναι εξαρχο-γκαζιότικος (καθώς το τσουτσεκάκι συχναζει και στα 2 μέρη).

Προσοχή: O όρος δεν σημαίνει ότι η κοπέλα θα είναι άτιμη ή χαζή και τα λοιπά... (κυριολεκτικά, δεν ξέρω πώς κόλλησε).

- Τι λέει, τι έκανες χτες; Βγήκες;
- Ναι ρε, και γαμώ! Πήγα Πανόρμου και πέτυχα τη Δήμητρα μαζί με τις φίλες της... εκεί όλες κοντούλες και χαριτωμένες.... καλά πέρασα...
- Αααα... τσουτσεκοκατάσταση, δηλαδή;
- Ναι, ρε μαλάκα... Ήταν όλες τσουτσεκάκια... χορεύανε, πίνανε... χαμός... πολύ γέλιο... περάσαμε καλά... θα τους πω να βγούμε και μαζί...
- Μπα, εσύ βγαίνεις με τσουτσέκια... εγώ θέλω κοπέλα στα χρόνια μου... ανεξαρτητη... όχι φοιτητριούλα....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επαγγελματική αργκό. Ο χώρος στον οποίο παρκάρει ο επικεφαλής κάποιους εργαζόμενους όταν δεν μπορεί ή δεν θέλει να τους απολύσει. Μπορεί να είναι μια Διεύθυνση της πλάκας, ένα Τμήμα ανεπιθύμητων ή, πολύ συχνά, ένας τίτλος ειδικά φτιαγμένος γι' αυτούς. Τους δίνει ένα γραφείο, τους παροπλίζει, τους ευνουχίζει επαγγελματικά, τους γδύνει από τις αρμοδιότητές τους και τους βάζει να μην κάνουν τίποτα ή, για τα προσχήματα, να ασχολούνται με κάτι δευτερεύον, κάτι που δεν αρμόζει με την έως τώρα σταδιοδρομία τους. Η λέξη οδηγεί στο συνειρμό ότι η καριέρα τους αναστέλλεται αλλά δεν καταστρέφεται και μπορεί να συνεχιστεί αν και όταν βγουν από εκεί.

Στο ψυγείο οδηγούνται όσοι πέφτουν στην δυσμένεια της διοίκησης: κομματόσκυλα των προηγούμενων, άχρηστοι και ανεπρόκοποι που έχουν κάποιον μπάρμπα να τους προστατεύει αλλά και σοβαροί άνθρωποι που τόλμησαν να πουν όχι στο αφεντικό. Είναι συνήθως μεγαλύτερης εργασιακής ηλικίας από τον μέσο όρο και είναι αρκετά χρόνια στον συγκεκριμένο οργανισμό ώστε να έχουν τα κονέ τους και να αποφεύγουν τα τυχόν χειρότερα (μεταθέσεις σε κωλοπετεινίτσες, υποβιβασμούς κλπ).

Επειδή όμως ο κάθε επιχειρηματίας δεν είναι ηλίθιος να ταΐζει κάποιον για να κάθεται ενώ το μαγαζί του αγκομαχά να επιβιώσει, ψυγεία υπάρχουν μόνο στις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις που έχουν την πολυτέλεια τέτοιων ανοχών και το συνδικαλιστικό υπόβαθρο τέτοιων πολιτικών παιχνιδιών: τράπεζες, ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΚΟ κλπ. Αλλά και γιατί σε τέτοιες επιχειρήσεις υπάρχουν ακόμα άνθρωποι με συμβάσεις εργασίας αρκετά ισχυρές ώστε να μην παίρνουν πόδι όσο εύκολα θα ήθελε η εργοδοσία. Στο Δημόσιο η έκφραση νομίζω πως δεν κολλάει.

Αυτός που μπαίνει στο ψυγείο συνήθως δεν στερείται κάτι από τις οικονομικές του απολαβές. Γι' αυτό και πολλοί βολεύονται μια χαρά, παρ' όλον τον παραγκωνισμό. Δεν είναι και λίγο πράγμα να σερφάρεις όλη μέρα στο διαδίκτυο με το καφεδάκι σου και το γραφειάκι σου και να πληρώνεσαι μισθό διευθυντή και τμηματάρχη. Πολλοί άλλοι ωστόσο, ίσως πιο αξιοπρεπείς ή φιλόδοξοι, το θεωρούν απαξίωση και προσβολή της προσωπικότητάς τους, για να μην πω βασανιστήριο (να δουλεύεις χωρίς νόημα) και ασκούν αγωγές. Όπως πάντα, μόνοι σίγουρα κερδισμένοι είναι οι δικηγόροι. Κλέφτες θα γίνουν κι αυτοί;

  1. Σαν παράδειγμα αλλά και ικανή προσθήκη του ορισμού, ένα σχόλιο του Vrastaman από τον άλλο ορισμό του λήμματος:

Στην Εθνική Τράπεζα σχεδόν όλες οι ανώτατες διευθυντικές θέσεις απαιτούν πολιτικό δόντι. Υπάρχει λοιπόν ένα κτήριο, γνωστό και ως «ψυγείο», που στεγάζει όσους Εθνικάριους είναι σε πολιτική δυσμένεια. Πάνε κάθε μέρα, σερφάρουν, πίνουν το καφέ τους, ξύνουν τα αρχίδια τους, και κατά βάθος εύχονται να μην αλλάξει η κυβέρνηση και αναγκαστούν να αναλάβουν πόστα με περισσότερες ευθύνες. Δεν πρόκειται για urban legend, κάποτε εργαζόμουν σε θυγατρική της Εθνικής και το έχω δει με τα μάτια μου! Vrastaman 2. - Εκτύπωσες το καινούριο υπηρεσιακό; Τι τον κάνανε τον Πατσίδη;
- Εδώ λέει «Σύμβουλος ποιότητας υπηρεσιών δικτύου». Τι είναι αυτό ρε Παναή;
- Ξέρω 'γω; Άμα βλέπεις «σύμβουλος» κάνα ψυγείο θα είναι.
- Ωραίος! Θα αράξει τώρα και μόλις αλλάξει η κυβέρνηση θα το παίξει και «θύμα πολιτικών διώξεων». Κανείς δεν χάνεται...

  1. - Αρχηγέ μου συγχαρητήρια!
    - Μας δουλεύεις ρε;
    - Μα... δεν έγινες Senior Arrears Advisor στην Διεύθυνση Κεφαλαιακής Ισοστάθμισης;
    - Έχεις ξανακούσει αυτή τη Διεύθυνση;
    - Εεεε... όχι αλλά... Τι δηλαδή, ψυγείο είναι;
    - Κατάψυξη. Νά 'ρχεσαι να πίνουμε κάνα καφεδάκι, μια χαρά μού κατσε τώρα με το έμφραγμα, δεν θα πεθάνω 'γω για τις μαλακίες τους μια ζωή...
    - Δηλαδή δε σε πειράζει;
    - Αυτοί θα μου πούνε την αξία μου ή εγώ θέλω να γίνω πρόεδρος; Δεν τους γαμάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι παλαιάς κοπής κρατικοδίαιτοι και εκ πεποιθήσεως δυσκοίλιοι υπάλληλοι της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος.

Οι εθνικάριοι ευδοκιμούν σε ένα αυτοτροφοδοτούμενο παρακρατικό δαίδαλο όπου επιδίδονται σε αέναο κοσκίνισμα άνευ ζυμώματος. Κάθε αναρρίχηση στην ιεραρχία προϋποθέτει πολιτικό κονέ. Ωσεκτουτού, όσοι διευθυντές-εθνικάριοι τελούν σε πολιτική δυσμένεια παρκάρονται σε ειδικό κτήριο στο κέντρο της Αθήνας («το ψυγείο») όπου σερφάρουν, πίνουν το καφέ τους, ομφαλοσκοπούν και κατά βάθος εύχονται να μην αλλάξει η κυβέρνηση και αναγκαστούν να αναλάβουν πόστα με περισσότερες ευθύνες.

Εχθροί των εθνικάριων θεωρούνται οι αλεξιπτωτιστές «σύμβουλοι διοίκησης» που διαθέτουν ακόμα ισχυρότερο δόντι και στελεχώνουν πλουσιοπάροχα αμειβόμενες θέσεις παρά τω Διοικητή ή σε θυγατρικές του ομίλου. Τα εν λόγω γκόλντεν μπόιζ φέρονται συγκαταβατικά στους εθνικάριους, αλλά στην πράξη η μόνη τους διαφορά είναι ότι αποκαλούν την Εθνική Τράπεζα NBG, δένουν την γραβάτα με windsor knot, πετάνε αγγλικούρες τύπου «να το σκεφτούμε έξω από το κουτί» και κραδαίνουν Blackberry.

- Ξεχωριστή εμπειρία υπήρξε το δείπνο που έγινε σε κρουαζιερόπλοιο, γύρω από τη Νέα Υόρκη, η οποία κατάφωτη μάγεψε στην κυριολεξία της τους Έλληνες επισκέπτες της. Φυσικά οι Εθνικάριοι, επισκέφτηκαν το Ροκεφέλερ Σέντερ, το Χάρλεμ, το Άγαλμα της Ελευθερίας, τα Μουσεία Metropolitan, Μοντέρνας Τέχνης και Φυσικής Ιστορίας. Τα ψώνια σαφώς ήταν μέσα στο Πρόγραμμα και φόρτωσαν του υπερατλαντικούς ταξιδιώτες με μπόλικα μπαγκάζια επιστροφής.
(εδώ)

- οι τραπεζες (...) στο βωμο του ...ανταγωνισμου και των <εντυπωσεων> χορηγουν δανεια χωρις κανενα στοιχειωδη και αδιαβλητο ελεγχο! τελικα ισως ο εθνικαριος προτιμησε να ...λαικιση λιγο αφου βεβαια στον ισολογισμο θα αποκρυψει εντεχνα τα μη εξυπηρετουμενα δανεια και οχι μονο!!!
(εκεί)

- διαβαζα σε αλλο σαιτ..οι εγχωριες δυναμεις θα παρεμβουν;;;;; με τι ρευστο να παρεμβουν βρε ηλιθιοι;;;; οι τραπεζες κοιτουν να μαζεψουν κανενα φραγκο...ο αλλος ο εθνικαριος δηλωσε οτι το business plan της εθνικης θα πραγματοποιηθει στο ακεραιο..αντε ρε πινοκιο...
(παραπέρα)

Δες και -άριος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση χρησιμοποιείται καθ' υπερβολήν, για να δηλώσει την «σχεδόν» απουσία, ή τον εξαιρετικά χαμηλό βαθμό ή μέγεθος κάποιων πραγμάτων.
Η έκφραση ακολουθείται από ουσιαστικό, μονάδα μέτρησης, ή αφηρημένη έννοια. Με μηδέν βαθμούς, με μηδέν στροφές, με μηδέν αυτοπεποίθηση, με μηδέν βυζί, με μηδέν ντροπή, με μηδέν συμμετοχή κ.ο.κ.

  1. - Χθες γνώρισα μια γκόμενα...
    - Για λέγε, για λέγε...
    - Θεά, ωραίος τύπος, αλλά με μηδέν βυζί.
    - Για να λες εσύ που είσαι του σαμπανιζέ, ότι είχε μηδέν βυζί, φαντάζομαι ότι θα έχει κοιλότητα, η καμένη η κοπεγιά!

  2. - Ρε τι χάλια έπαιξες χθες. Σαν σταματημένος πήγαινες.
    - Ε, τι περίμενες; Με μηδέν βαθμούς, να χορεύω στη χορταρού; Νορβηγός είμαι;
    - Σωστά, ξέχασα ότι σε πήρανε στην ομάδα για Βραζιλιάνο!

  3. (από το σλανγκρ, και σχόλιο της συγγραφικής εδώ)
    όλες οι ταχύτητες κουμπώνουν και κάνουν τον θόρυβο. Απλά την πρώτη επειδή την βάζεις με μηδέν στροφές, την ακούς, γιατί δεν υπάρχει θόρυβος.....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός που αφορά εταίρους στην Ευρωπαϊκή Ένωση που έπαψαν να είναι κουτόφραγκοι και να τρώνε βελανίδια ενώ εμείς τρώμε κοκορέτσια.

- Πήγα να πάρω δάνειο για εκείνο το εξοχικό στα Σέκλανα και δεν με δώσαν οι μαλάκες
- Ε καλά σε κάναν ρε ψηλέ, τι δάνειο και συ, αφού δεν πάνε καλά τα δημοσιονομικά μεγέθη της χώρας.
- Ναι έχουν θυμώσει οι Ευρω-πέοι, αντί να μας δώσουν δάνειο θέλουν να μας κόψουν και το δώρο, τα μουνιά της λάσπης.

(από kapetank, 23/02/10)(από kapetank, 23/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. γερμανισμός, δηλαδή χρήση μιας γερμανικής έκφρασης ή λέξης ή σύνταξης με ελληνικό τρόπο ή προφορά. Όπως λέμε αγγλιά, γαλλιά, κλπ.

  2. Η γερμανίδα, υποτιμητικά.

Ο έλλην, ως γνωστόν, σνομπάρει από αρχαιοτάτων χρόνων ό,τι δεν είναι ελληνικό (πας μη έλλην βάρβαρος, ναούμ') και σήμερα τους γερμανούς τους έχει στη μπούκα και καλούα επειδή πήγαν να τον κατακτήσουν ή επειδή δουλεύουν σαν ρομποτάκια κλπκλπ.

Ωραία, μόνο που η μισή ελλάδα στη γερμανία πήγε κι έτρεξε να μεταναστεύσει μετά τον πόλεμο (η άλλη μισή στην αμερική και στην αυστραλία. Νταξ, δεν είμαστε αντιαυστραλοί, είμαστε όμως, λέει, αντιαμερικάνοι).

Και τα καυτά ελληνικά καβλοκαιράκια, ο γκρηκ λόβερ τις έχει καλοπηδήξει ουκ ολίγες φορές τις εγγόνες των παρολίγον κατακτητών. Για να μην πούμε τι λένε ότι συνέβαινε και κατά τη διάρκεια της κατοχής (της μαμάς σου το μουνί το γαμούν οι γερμανοί, που λέει κι ο λαός).

Αλλά αυτά είναι ανθρώπινα και συγχωρούνται. Και είναι στερεότυπα στα οποία δεν πρέπει να κολλάμε. Γιατί τα στερεότυπα δεν μας αφήνουν να διακρίνουμε ούτε τα καλά του «κακού», ούτε τις δικές μας αδυναμίες...

Σημ.: δεν λέμε όμως την γαλλίδα «γαλλιά», ούτε την αγγλίδα «αγγλιά», ούτε την ελβετίδα «ελβετιά» κοκ. Επίσης δεν χρησιμοποιείται κάτι αντίστοιχο για τους άντρες.

  1. Ωχ δεν τον μπορώ αυτόν τον μεταφραστή, όλο κάτι γερμανιές κοτσάρει και τα κείμενά του είναι ακατανόητα.

  2. — Το νοίκιασες το εξοχικό σου στη Μάνη;
    — Ναι, σε μία γερμανιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μουσική που μας φτιάχνει και την ακούμε ΔΥΝΑΤΑ. Μας κάνει (για λίγο), να μην ντρεπόμαστε που είμαστε ζωντανοί.

- Θα σταματήσετε, επιτέλους εσείς οι αποπάνω με τα ουρλιαχτά!!!
- Ρε δε βαράτε το κεφάλι σας καλύτερα..
- Πάαινε ρε βρε καμιά γκόμενα να ‘συχάσουμε λεω...
- Γιωρ ε Γιώργη κλείσε το παράθυρο του φωταγωγού, να γουστάρουμε Tool.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Σε έντυπα λεξικά δεν το βρήκα, στο ίντερνετ το βρήκα ως ντοπιολαλιά της Aρκαδίας που σημαίνει αγράμματος, άξεστος. Κυρίως με αυτή τη σημασία το έχω ακούσει και γω.

Υποθέτω πως το ντουβλούκι, με την κυριολεκτική του σημασία, είναι κάτι σαν ξύλο (απελέκητο...), κούτσουρο, γκουμούτσα κττ. Αν όμως κάποιος ξέρει από πού προέρχεται η λέξη (τούρκικα; αλβανικά; άλλο;) και τι σημαίνει, θα βοηθήσει λίγο το πράμα...

  1. Όμως χρησιμοποιείται και ως συνώνυμο των λέξεων κουλό, τούβλο (2ος ορισμός) ή της κακιάς και αναπάντεχης είδησης («μου ήρθε κεραμίδα») κλπ.
  1. Kαλημέρα :) Πάντοτε απορούσα από πού βγαίνει το ντουβλούκι...χαχαχ μαρεσει ηχητικά η λεξη αυτή, δεν την ηξερα, την ακουσα από μια μητέρα κάποτε....πλάκα δεν έχει;
    (για το παιδί της την έλεγε!)
    από το ιντερνέτι

  2. - Τι νέα;
    - Κάθεσαι;
    - ;;;
    - Κάτσε λοιπόν, να ακούσεις το ντουβλούκι που έσκασε σήμερα...

(από joe909, 04/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πληρέστερα: Το 'χω γραμμένο στη βάφτιση.

Ντετερμινιστική (αλλ' όχι κισμετική) ιδιωματική έκφραση, που σημαίνει προδιαγεγραμμένη και μη αναστρέψιμη ιδιότητα προσώπου (θετική ή αρνητική).

Ως γνωστόν, τα στοιχεία που αναγράφονται στις ληξιαρχικές πράξεις γεννήσεως του βρέφους (π.χ. φύλο, κύριο όνομα κλπ), αλλά και του γάμου πριν ακόμα γεννηθεί (π.χ. επιλογή επωνύμου), αποτελούν αμετάκλητες δηλώσεις των γονέων, που μπορούν να αλλάξουν μόνο με δικαστική απόφαση, εκτός προδήλων εκ παραδρομής λαθών (άρθρα Κώδικα 1505 Αστικού και 782 Πολιτικής Δικονομίας).

Έτσι, ο σοφός λαός αποδίδει κάθε θετικό ή αρνητικό γνώρισμα ενός ατόμου στις προεπιλογές των γονέων για το τέκνο τους ή του νονού για το φιλιότσο του, οι οποίες θα το χαρακτηρίζουν εσαεί (βλ. επίσης εκφράσεις «τρελλός παπάς σε βάφτισε», πούστης από κούνια, κλπ).

Ό γέγραπται-γέγραπται και δεν ξεγέγραπται, δηλαδή.

  1. (Θετικό περιεχόμενο)

- Πέναλτυ!
- Λοιπόν, στήστο να το χτυπήσω εγώ!
- Για κάτσε ρε μάγκα, γιατί πάλι εσύ δηλαδή; Το 'χες στη βάφτιση;

  1. (Αρνητικό περιεχόμενο)

- Πού πας;
- Πάω στην εφορία, με καλέσανε ξανά για έλεγχο.
- Πάλι; Τρίτη φορα μέσα σ' ένα χρόνο, τί διάολο;
- Άσε με, με τους κερχανατζήδες! Λές και γράφω μαλάκας στο κούτελο, το 'χω φαίνεται γραμμένο στη βάφτιση να με κυνηγάνε φταίω-δε φταίω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified