- Η ταπεινή κολακεία, η δουλοπρέπεια.
- Το καλόπιασμα.
- Στον στρατό η κολακεία των ανωτέρων για εύνοια.
- Το μέσο. Κυρίως στην έκφραση έχω γλείψιμο.
- Το στοματικό σεξ.
- Στην auto/moto σλανγκ είναι το ξυστό πέρασμα, η ξυστή επαφή.
- Το ξυστό πέρασμα σφαίρας ή οβίδας.
α. Κάθε φορά που θέλει κάτι αρχίζει το γλείψιμο. β. Άρχισε το γλείψιμο, για να μη δώσω συνέχεια. γ. Άρχισε το γλείψιμο στον διοικητή, για να πάρει άδεια. δ. Έχει γλείψιμο τον διοικητή. ε. Είναι μαστόρισσα στο γλείψιμο. στ. Τα έχασε με το γλείψιμο που του έκανα στο φτερό και έκανε όλο δεξιά το τιμόνι. ζ. Το γλείψιμο στο αυτί του τού κόστισε για λίγες μέρες την ακοή του.