Further tags

Προέρχεται από τη λέξη κύριος και χαρακτηρίζει (αναλόγως θετικά ή αρνητικά) πρόσωπο ή κατάσταση.

Αντίθετο της λέξης χαβαλέ, και πιθανότατα η λέξη κυριλέ ακολουθεί την ίδια κατάληξη.

Αρκετά παλιά έκφραση, που η χρήση της υποδηλώνει ολόκληρη τη φιλοσοφία και στάση ζωής του ομιλούντα...

Παραλλαγές: κυριλάτος, κυριλάτα, κυρίλα και άλλες σύνθετες

Επίσης από αυτήν προέρχονται και άλλες παρεμφερείς που ομοιάζουν ηχητικά με την ίδια ακριβώς σημασία: Κύριλλος, Κυριλέησον.

  1. - Περάσαμε κυριλέ χθες το βράδυ...

  2. - Η γκόμενα που γνώρισα πολύ κυριλάτη...

  3. - Να ντυθείς κυριλάτα να είμαστε ασορτί...


  1. - Στο πάρτυ είχαν κυριλοκατάσταση και την κοπανήσαμε γρήγορα...

  2. - Η γκόμενα; Πολύ κυριλέ για να γούστα μου...

  3. - Μες στην κυρίλα το πουρό...

Διάσημη χρήση του "κυριλέ" από τον Τάκη Κυριλέ. (από Khan, 29/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή της λέξης κυριλέ - προέρχεται από το εκκλησιαστικό Κύριε ελέησον.

Η κατάληξη -έησον πιθανόν να υιοθετήθηκε και από την ομόηχη αγγλική κατάληξη -ation.

- Πολύ κυριλέησον είσαι ντυμένος σήμερα βρε αδερφάκι μου. Γιατί δεν μου το είπες και ήρθα με τα σκισμένα τζίν;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα παίρνω, τσαντίζομαι χοντρά.

Συφιλιασμένος: ο οργισμένος.

Εκεί που καθόμασταν και τα λέγαμε, μου το σκάει το παραμύθι. Όχι πως δεν ενδιαφέρεται για μένα, λέει, αλλά θέλει και δανεικά. Γκρρρ! συφιλιάστηκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρελαίνομαι, δεν βλέπω μπροστά μου από τα απίθανα που ακούω
Επίθ.: σαλταρισμένος.

Άσε, σαλτάρισε ο τύπος με τις εξηγήσεις που του έδωσε η γκόμενα.

(από GATZMAN, 21/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δηλώνει τύχη, ευνοϊκή συγκυρία αλλά ταυτόχρονα και την ικανοποίηση, τον ενθουσιασμό του ομιλούντα.

Επίσης ακούγεται ως μου έκατσε κουτί

Πιθανόν να συνδέεται με το κουτί της συσκευασίας, όπου το περιεχόμενο χωράει ακριβώς.

- Εισέπραξα σήμερα την επιστροφή της Εφορίας και μου ήρθε κουτί!

- Ακυρώθηκε το απογευματινό ραντεβού και μου έκατσε κουτί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρώμα, αντικείμενο ή συμπεριφορά που καταδεικνύει άμεσα τις ομοφυλοφιλικές προτιμήσιες και διαθέσεις κάποιου.

- Καλά, τι είναι αυτό το μπλουζάκι ρε Μπάμπη; Και κολλητό και ροζ πουστριλέ;
- Δεν είναι ροζ πουστριλέ ρε ανώμαλε. Ζαχαρί πουστριλέ είναι. - Σωστόστ τοτε. Πάω πάσο.
- Τα ρέστα.
- Δικαίωμα.

(από GATZMAN, 21/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απάτη, ατιμία. Μάλλον περιορισμένης εκτάσεως - είναι, ας πούμε, μια λέξη που θα χρησιμοποιήσουμε αν ένα μικρό παιδί πάει να κλέψει στη Μονόπολη.

Ματσακόνι είναι ένα βαρύ σφυρί που χρησιμοποιούν στα ναυπηγεία για να καθαρίζουν τις σκουριές και τα άλατα από τα σίδερα π.χ. από την αλυσίδα της άγκυρας. Ματσακονιά, σε αυτό το περιβάλλον, είναι το κοπάνισμα με τέτοιο σφυρί.

Πώς από το κοπάνισμα φτάσαμε σε αυτή την απαρχή ηθικής κατάπτωσης, είναι μέγα μυστήριο.

- Δημητράκη, άσε τις ματσακονιές, έξι έφερες, όχι εφτά - κι έχεις πέσει στη Λεωφόρο Αμαλίας ... λοιπόν, στη Λεωφόρο Αμαλίας με τρία σπίτια ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στην φράση τα έχω παίξει (παρακείμενος): κουράστηκα, εξαντλήθηκα. Συνώνυμο: Τα 'φτυσα

  2. Στην φράση: τα έπαιξα, τα 'παιξα (αόριστος): φοβήθηκα, χέστηκα πάνω μου.

  3. Στην φράση τί παίζει; ή παίζει κάτι: τι συμβαίνει, πώς έχει η κατάσταση ή τι πρόκειται να συμβεί;
    Συνώνυμα: Τι τρέχει;

  1. - Φαίνεσαι ψόφιος... δεν κοιμήθηκες χθες;
    - Όχι ρε, απλά από το πρωί τρέχω για να τακτοποιήσω υποχρεώσεις, τα έχω παίξει από το περπάτημα...

  2. - Πού να σ'τα λέω, χθες το βράδυ με πήρε στο κυνήγι ένας σκύλος, τά 'παιξα σου λέω...

  3. - Τι παίζει ρε παιδιά; Τραβάτε κανά ζόρι;
    - Όχι ρε φίλε, χαλάρωσε. Μια μικρή παρεξήγηση, λύθηκε!

...

- Τι παίζει για απόψε παίδες;
- Λέμε να πάμε σε μπαράκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλακώδης πράξη, χαζομάρα.

Την έκανε την κουτσουκέλα του πάλι, δεν άντεξε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γενναιοδωρία, από το λαρτζ = γενναιόδωρος.

Παράγγειλε κι απ' το 'να, πήρε και τ' άλλο, όλους μας χόρτασε. Τι λαρτζερία είναι αυτή;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified