Further tags

Μία μαλακία η οποία γίνεται χάριν αστεϊσμού και μην το κάνουμε και πολύ θέμα ρε παιδάκι μου. Η συγκεκριμένη μαλακία σε λεκτικό ή πρακτικό επίπεδο είναι μάλλον άκακη αλλά κοστίζει μία κίτρινη κάρτα στον εκφέροντα, τον οποίο πλέον έχουμε και λίγο υπό στενή παρακολούθηση.

1 ...Και δε μου λες ρε κλάπαρχε! Αυτό το πήγαιν' έλα από τον πρώτο στον πέμπτο και τούμπαλιν για να μου βγάλεις το κωλόχαρτο, για χαριτωμενιά το κάνεις; Γιατί θέλω να σου πω ότι φλερτάρεις με την καταστροφή. Γαμώ την εφορία μου μέσα γαμώ!

2 ...Ξαφνικά λοιπόν εκεί που την έχω πέσει στην ξαπλώστρα και διαβάζω το βιβλίο μου και είμαι μιά χαρά χαρούλα, έρχεται ο παπαρολεβιές ο Σκορδοπούτσογλου και μου πετάει ένα ποτήρι παγωμένο νερό και γίνεται το βιβλίο μουνί καπέλο. Έτσι για χαριτωμενιά... Είπα να τον δείρω θα κλαίει, να τον γαμήσω θα θέλει κι άλλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τοποθέτηση ενός αντικειμένου μέσα ή πάνω σε κάτι άλλο. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πληθώρα εκφράσεων με ευρεία έννοια.

  1. Χλάτσωσε την τηλεόραση στην πρίζα.
  2. Θα μου χλατσώσεις και μένα λίγο ποτό στο ποτήρι;
  3. Να το χλατσώσω μέσα στον υπολογιστή;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οποιοδήποτε αντικείμενο θαυμασμού.

  1. Είδες τη νέα μηχανή του Κώστα; Μουνάρα!

  2. Ο νέος προγραμματιστής είναι πολύ καλός. Ο κώδικας που γράφει είναι μουνάρα.

Μουνάρα και στο μουσταρδί. (από Galadriel, 30/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ευχαρίστηση ή ηδονή.

- Τρία γκολ έριξε η παοκάρα χθες!
- Φφφςςς, δώσε πόνο!

Τώρα και σε τραγουδάκι. Που λέει ο λόγος. (από Galadriel, 05/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φεύγω γρήγορα, άρον άρον, βιαστικά.
Συνώνυμο του «παίρνω τον πούλο».

Μάγκες, το πουλελέ κι αμάν αμάν!!! Είναι δύο παρα δέκα!!! Έπρεπε να είμαστε ήδη εκεί!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαρισαϊκός ιδιωματισμός για τα σκατουλάκια που κρέμονται επίμονα από τις κωλότριχες.

- Γαμώ την παναγία μου, πάλι λέρωσα το σωβρακό μου, αυτά τα μαλακισμένα τα ταρζανίδια φταίνε πάλι.

(από gizaha, 01/12/08)

Βλ. και ταρζανάκι, ταρζανέλια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαλαρό κουβεντολόι, κουτσομπολιό, κουσκούσι. Το ψου-ψου-ψου σ' ένα κάπως πιο εκλεπτυσμένο.

Η κοζερί συντάσσεται πάντα με το ρήμα κάνω.

Από το γαλλικό causerie- σημαίνει ακριβώς το ίδιο.

Αν και παλιά λέξη - ήταν του συρμού την εποχή που οι καθώς πρέπει κυρίες ήξεραν Γαλλικά - η σημασία της συχνά παρερμηνεύεται (βλ. παράδειγμα 2).

  1. Από το blog http://ritsmas.wordpress.com/
    Γι’ αυτό σου λέω, βανίλια μου: πολυκατοικία και πάλι πολυκατοικία. Να είμεθα και πολλοί να κάνουμε και κοζερί.

  2. Παλιό ανέκδοτο
    - Λίτσα, ο Χρηστάκης είπε να πάμε απ' το σπίτι αύριο το βράδυ ... θα είναι κι ένας φίλος του ... να κάτσουμε, να γνωριστούμε καλύτερα, να κάνουμε και κοζερί ... με είπε ...
    - Να πάμε, Πόπη μου, γιατί να μην πάμε ... κορίτσια στον καιρό μας είμαστε ... αλλά, βρε Πόπη, αυτή η κοζερί τι είναι ...
    - Έλα μωρέ, σάματις ξέρω κι εγώ ... αλλά, καλού κακού, κάνε κι ένα μπιντέ προηγουμένως ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα που χρησιμοποιείται στην περιοχή Πηλίου και σημαίνει μαλακίζομαι, δεν κάνω τίποτα ουσιαστικό. Επίσης σε ερώτηση σημαίνει «πας καλά;», «είσαι καλά;»

- Πάμε για μπάνιο στη θάλασσα, Κωστή;
- Κουφομπλώνεις; Έχει κρύο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σoν στα Τούρκικα σημαίνει τελείως (τελείως ό,τι να 'ναι κι έτσι).
Παράγωγα: σόνοση, σόνατα, κορασόν.

- Καλά μαλάκα σον! Χτες γαμήθηκα με τον Βλαδίμηρο!
- Πώπω μαλάκα χέσε με άγρια... Πως ήταν; Σονάτα του σεληνόφωτος κι έτσι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υφίσταται κατηγορία τις αθρώπων, οίτινες διατείνονται πως ακούνε μουζικήν αποκαλουμένην black metal. Επιπροσθέτως, ισχυρίζονται ούτοι πως η ποικιλία του εν λόγω είδους μουζικής δύναται εξαντλήσειν τας προσδοκίας οιουδήποτε νορμάλ ακροατού. Ερωτώμενοι, ουν, εις ποίον είδος μουζικής εντρυφούν, αποκρίνονται κατά κανόναν «μόνο μπλακ».
Γενίκευσις της απαντήσεως ταύτης δια τελείας επαγωγής οδηγεί εις την χρήσιν αυτής προς αποτύπωσιν της πλήρους ικανοποιήσεως και επιδοκιμασίας, της καύλας εις την τελικήν, βρε αδερφέ.
Καθώς το συγκεκριμένον είδος μουζικής θεωρείται ευρέως, και ουχί αδίκως, κάφρικον, ευκταίον εστί όπως η φράσις ταύτη μη χρησιμοποιήται δια τον χαρακτηρισμόν επιτυχημένης τεϊοποσίας, μετά βουτημάτων ή άνευ.
Ένεκα της μονομανίας δηλουμένης εκ της φράσεως τούτης, η χρήσις επεκτείνεται ομαλώς εις άνδρες επιφανείς τε και διακρινόμενους δια την προσήλωσίν των εις τον επιδιωκόμενον στόχον.

  1. - Πώς περάσατε, ρε Θύμιο, χτες στο κωλάδικο;
    - Είχε κάτι ρωσσάκια, φίλε, απίστευτα. Μόνο μπλακ σου λέω.

  2. Ο τύπος είναι μόνο μπλακ ρε, κάνει ό,τι του κατέβει στη γκλάβα. Στην τελευταία πορεία βούτηξε ένα καδρόνι και πήγε ταλιμπάν στους μπάτσους για πέσιμο χύμα μόνος του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified