Further tags

Η άποψη.

Προέρχεται απ' την ατάκα του Επιθεωρητή Κάλλαχαν, ότι «οι απόψεις είναι σαν τις κωλοτρυπίδες, ο καθένας έχει από μία».
Συνήθως λέγεται για τα δημοκρατικά πολιτεύματα, για την Ελλάδα, και για τα τηλεπαράθυρα.

Τη νομιμότητα της έκφρασης υποστήριξε στις μέρες μας σθεναρά ο γιατρός Ανευλαβής, ο οποίος χαρακτήριζε τις απόψεις των συνομιλητών του κατευθείαν «κωλοτρυπίδες», χωρίς να εξηγεί όλη τη συλλογιστική του.

  1. Ποια είναι η κωλοτρυπίδα σας για το συγκεκριμένο θέμα;

2 - Έχω να πω ότι η κωλοτρυπίδα του συναδέλφου μου από δω είναι απαράδεκτη κι ένα όνειδος για τον σύλλογό μας!
- Κύριε Ανευλαβή!!!

(από xalikoutis, 02/10/09)(από Khan, 21/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ιδιαίτερα προσφιλής, ειδικά στην κατηγορία των γυναικών-οδηγών, δραστηριότητα κατά την οποία η εκκίνηση του αυτοκινήτου γίνεται μετ' εμποδίων. Διαδεδομένη επίσης και στους κατά τόπους μπάρμπα-Μπρίλιους, είναι η μοναδική τεχνική η οποία μπορεί να προκαλέσει στομαχικές διαταραχές τόσο σε αυτούς που βρίσκονται εντός του αυτοκινήτου όσο και σε όσους το παρακολουθούν από απόσταση (δεν έχει σημασία από πόση, δεν υπάρχει «ασφαλής» απόσταση).

Το ύψιστο αυτό κατόρθωμα πετυχαίνεται με την λεπτή εναλλαγή των ποδιών στα πεντάλ του γκαζιού και του συμπλέκτη και σε ανίατες-χρήζουσες κλινικής βοήθειας περιπτώσεις και το πεντάλ του φρένου. Μόλις αισθανθεί κανείς ότι το αυτοκίνητο πρόκειται να ξεκινήσει σκέφτεται όλα τα κακά που συμβαίνουν στο δρόμο, έρχονται εικόνες τροχαίων στο μυαλό του, επεξεργάζεται την είδηση ότι η Μπεζαντάκου οδηγεί Χάμερ, νιώθει ότι στάνταρ θα έχει καμιά πορεία στο κέντρο και θα αργήσει και μετανιώνει για την εκκίνηση. Πατώντας ξανά το συμπλέκτη απότομα το αυτοκίνητο συμπεριφέρεται με άγριο τρόπο με αποτέλεσμα να τρομοκρατηθεί ο/η οδηγός και να κάνει πράγματα που δεν μπορούν να καταγραφούν αλλά ακόμη κι αν καταγραφόταν δεν θα μπορούσαν να εξηγηθούν από την απλή κοινή λογική που δεν χρειάζεται να είσαι Χάκινεν για να την διαθέτεις. Οπότε το επόμενο πράγμα είναι το αυτοκίνητο να πηγαίνει μπρος-πίσω ωσάν να έχει λόξυγγα.

Δικαιολογίες που προσπαθούν να καμουφλάρουν το γεγονός του λόξυγγα αποτελούν οι: «Προσπαθώ να βρω το φίλινγκ του αυτοκινήτου», «Πω το άτιμο, αν είναι κρύο δεν μπορώ να το ελέγξω», «Καλά προχτές το έκανα σέρβις, πάλι μαλάκωσε ο συμπλέκτης;», «Τι σκατά του κάνει το Μαράκι κάθε φορά που το παίρνει και δεν μπορώ να το οδηγήσω μετά;», «Αμόλυβδη έβαλε ή τζόνι;», «Νταξναούμ, εμένα δε με νοιάζει η εκκίνηση , αλλά το πως το ελέγχω στα 300 χουλουμού ναούμ» και άλλα πολλά το ίδιο ή και χειρότερα γλαφυρά.

- Ρε Τάνια τι θα γίνει με το λόξυγγα ρε συ; 3 χρόνια οδηγάς ακόμη δεν έμαθες να ξεκινάς σωστά; Ήμαρτον επιτέλους!
- Τι να κάνω ρε συ Τάκη, όλα τα δοκίμασα: Κι όταν ήταν στο γκαράζ μόνο του τη νύχτα πήγα να το τρομάξω, και νερό του έβαλα στο ρεζερβουάρ, και την εξάτμιση βούλωσα να μην παίρνει αέρα. Τίποτα, το έχω πάρει απόφαση πλέον.
- ...

(από knasos, 28/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τον όρο καθιέρωσε ο Γιάννης Μηλιώκας με το ομώνυμο τραγούδι, όπου το ρήμα κλινόταν σε όλα τα πρόσωπα.

Η επωδός ήταν ως εξής:

«Κι εν τω μετα-ξύνομαι, ξύνεσαι, ξύνεται,
ξυνόμαστε, ξυνόσαστε, ξύνονται,
και όλοι γενικά είναι στο ξύσιμο,
και σύννεφο πάει το βρίσιμο»!

Προφανώς, παράγεται απ' το αρχαίζον «εν τω μεταξύ» και το αγαπημένο ρήμα του Νεοέλληνα, το «ξύνομαι».

Λέγεται για μεταβατικές περιόδους, όπου έχουμε χάσει κάτι σημαντικό, ελπίζουμε σε κάτι σημαντικότερο, κι εν τω μεταξύ τα ξύνουμε. Εφαρμόζεται ιδιαίτερα στην επαγγελματική, ερωτική και πολιτική ζωή. Πιστεύω ότι για την κυριαρχία του ρήματος στην καθημερινή ζωή του Νεοέλληνα έχει παίξει ρόλο η θρησκευτικότητά του. Με τους απωλεσθέντες παραδείσους και τα μεγάλα εσχατολογικά οράματα, στο μεσοδιάστημα των οποίων εντωμεταξύνεται, περιμένοντας τον Γκοντό, τον Μπψηλό, τον Χοντρό ή όποιον άλλο. Έχει παίξει ρόλο και η γραφειοκρατία μας, με θεσμούς, όπως το αλήστου μνήμης ΔΙΚΑΤΣΑ (το ΔΟΑΤΑΠ έχει κάπως βελτιωθεί προς τιμήν του), την θητεία στο στρατό που πετσοκόβει κάθε επαγγελματική συνέχεια, και δημιουργεί κάπου μια τριετία ξυσαρχιδιού πριν, κατά την διάρκεια και μετά. Επίσης, οι κυβερνήσεις που ούτε κάνουν την δουλειά τους, ούτε πέφτουν (και δεν εννοώ μόνο το προφανές παράδειγμα, τό 'χουμε ξαναδεί το έργο). Αλλά και οι αναποφάσιστες γκόμενες που σε κρατάνε στο περίμενε, μια στο καρφί και μια στο πέταλο. (Υποθέτω ότι υπάρχουν κι αντίστοιχοι άντρες). Δηλαδή οι γκόμενες που θες να τις ματώσεις, αλλά εν τω μεταξύ τα ματώνεις...

Για όλους τους παραπάνω λόγους το κράτος και το σύστημα είχαν ενθαρρύνει το εθνικό μας παιχνίδι, το ΞΥΣΤΟ, ώστε να ποιούμε την ανάγκη φιλοτιμία. Αφού τα ξύνουμε, που τα ξύνουμε, να κερδίζουμε και τίποτα...

-Αλήθεια, τι κάνει ο γιος σας ο Λαλάκης;
-Τι να κάνει το παιδί; Γύρισε απ' την Οξφόρδη με το Μάστερ του και περιμένει ένα χρόνο το ΔΟΑΤΑΠ να του το αναγνωρίσει. -Κι εν τω μεταξύ;
-Εν τω μεταξύ, εντωμεταξύνεται. Άνεργος είναι...

-Και πώς πάει η ερωτική σου ζωή ρε Μένιο;
-Γάμησέ τα! Με παράτησε στα κρύα του λουτρού η Μαριλού. Κι έχω απ' την άλλη και την Λίλιαν, που την πολιορκώ δυο χρόνια, και μου κάνει τα γλυκά μάτια μα δεν λέει να ενδώσει...
-Κι εν τω μεταξύ;
-Εντωμεταξύνομαι!

-Ένα πράγμα θέλω ρε πούστη μου! Να ξημερώσει μια μέρα που δεν θα μας κυβερνάει Καραμανλής, Παπανδρέου ή Μητσοτάκης!
-Κι εν τω μεταξύ;
-Εντωμεταξύ, εντωμεταξυνόμαστε όλοι μας...

Γ. Μηλιώκας: Εντωμεταξύνομαι (από Ο ΑΛΛΟΣ, 18/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το «βάλτος» και την «Μονή Βατοπαιδίου». Με αφορμή το γνωστό σκάνδαλο. Χρησιμοποιείται και ευρύτερα για όλες τις δυνάμεις αδρανείας που βαλτώνουν την Ελλάδα και δεν την αφήνουν ν' αγιάσει, ή έστω να προοδεύσει.
Λέγεται και «βαλτοπαίδιο» ή και «βαλτοπέδιο» κατά το «ναρκοπέδιο».

Και νά 'τανε μόνο ένα το βαλτοπαίδι, στο οποίο έχουμε βαλτώσει!

Τι έπαθε ο Hitler απ\' τη Μονή Βατοπαιδίου (από Hank, 01/01/09)Μον-αχ-όπολη (από poniroskylo, 05/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάω ταμείο, ή είμαι σε ρότα ταμείου.

Όταν όλα πάνε ή θα πάνε τόσο καλά, σαν να κινείσαι πάνω σε ράγες.

Σαν δόση υπερβολής έχει ακουστεί και «οδοντωτός».

  1. - Να παίξω Μάντσεστερ ή θα με στείλει κουβά;
    - Ναι ρε, τρένο θα πάει μην την φοβηθείς.

  2. - Χτες πήγα τρένο με τη Μαρία.
    - Τι παίχτηκε τελικά;
    - Της έστειλα έναν επίλογο και πήρε τα χαμπάρια της ότι δεν τραβάει πια...
    - Και πώς το πήρε;
    - Κυριλέ, τρανκίλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κανονικά σημαίνει: Ξεπερνώ την αρχική αμηχανία ή τυπικότητα μιας κοινωνικής συνάντησης μεταξύ ανθρώπων που δεν γνωρίζονται ή δεν έχουν αναπτύξει οικειότητα. Μερικοί άνθρωποι, όμως, το κάνουν με τέτοιο τρόπο, που όχι μόνο σπάνε τον πάγο, αλλά βυθίζουν και το παγοθραυστικό στα παγωμένα νερά. Κι όλοι μετά εύχονται να μην είχε καν ο πάγος ραγίσει.

Το αρχετυπικό παράδειγμα που ανακαλείται στην μνήμη για την συγκεκριμένη έκφραση είναι η ατάκα του Κώστα Γκουσγκούνη.

Μπαίνει ο Γκουσγκούνης και βρίσκει στο σαλόνι την έφηβη κόρη του και μια λολίτα φίλη της. Κάθεται μαζί τους, αλλά δεν έχουν και πολλά να συζητήσουν. Περνάνε μερικά δευτερόλεπτα αμήχανοι με χαζά γελάκια, και χωρίς να μπορούν να βρουν ένα θέμα συζήτησης. Και ξαφνικά ο Γκουσγκούνης ρωτάει out of the blue την φίλη:

-Δεν μου λες. Απ' τον κώλο τον παίρνεις;
-Μπαμπά!!!!, αγανακτεί η κόρη του.
-Ε, έτσι μωρέ, για να σπάσουμε τον πάγο,

δικαιολογείται ο αμίμητος και άξιος.

Δυο φαντάροι ελάχιστα γνωριζόμενοι ψάχνουν θέμα συζήτησης.

-Και δεν μου λες, πού θα πάρεις μετάθεση;
-Στο Πεντάγωνο.
-Είσαι bluetooth, ε;
(Αγριοκοίταγμα!).
-Καλά μωρέ, έτσι το πα... Για να σπάσουμε τον πάγο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πουτσόκρυο αλλά σε πιο ευγενικιά μορφή για να μη μας καταλάβει και καλά κανένας.

[μπαει λου+βαλου]

- Ποο φίλε κάνει τσόκρυο, το έχω δαγκώσει το καυλί.

GATZόμυδο! (από Vrastaman, 03/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στριμόκωλος χώρος, ένα στριμόκωλο αμάξι κτλ. Πολύ συχνά απαντάται και πιο γενικά «είναι στριμόκωλα (τα πράγματα) εδώ μέσα». Σημαίνει ότι υπάρχει έλλειψη φυσικού χώρου (με αποτέλεσμα να... στριμώχνεται ο κώλος του υποκειμένου) ή όταν κάποιος δεν έχει περιθώρια επιλογών.

  1. - Μαρία, μη μπεις και συ στ' αμάξι, είμαστε στριμόκωλα από μόνοι μας εδώ! Πήγαινε στου Γιάννη.

  2. Φίλος που ανησυχεί: - Τι γίνεται ρε μαλάκα, έμαθα πως η Γιωργία σε απειλεί ότι θα πει στη γκόμενά σου ότι την πήδηξες!
    Φίλος σε στριμοκωλίαση:
    - Γάαμησε φίλε! Πολύ στριμόκωλα τα πράγματα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στρατιωτικός κουρέας. Χρησιμοποιείται για πολύ κοντά κουρέματα και κουρέματα με ψαλιδιές («έπεσε νίντζα»), καθώς και για να περιγράψει κουρείς που έχουν μια τάση να κοντοκουρεύουν ανεξάρτητα του τι ζητήσεις.

  1. Φαντάρος Α: - Πού πας ρε;
    Φαντάρος Β: - Γάμησε... ο λόχας μ' έστειλε στο νίντζα για να κουρευτώ...

  2. (Ο Γιάννης εμφανίζεται στραβοκουρεμένος στην παρέα του)
    Οι άντρες της παρέας:
    - Έπεσε νίντζα βλέπω...

  3. Γιώργος: - Γιατί τα 'κοψες τόσο κοντά ρε;
    Τάσος:
    - Καλά μαλάκα, ο Μίλτος δεν είναι κομμωτής, νίντζα είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίρνω (πολλά) χάπια. Μπορεί να αναφέρεται είτε σε ιατρικά χάπια, είτε σε ναρκωτικά.

  1. - Άσε, ο ξάδερφός μου είναι χάλια. Όχι μόνο του είπε ο γιατρός να κάτσει αυτές τις μέρες συνέχεια σπίτι, αλλά και να χαπακώνεται κιόλας κάθε μέρα.

  2. - Ρε συ ο Σωτήρης δεν έχει γίνει τελευταία πολύ παράξενος; Σαν να είναι τελείως στον κόσμο του ώρες ώρες...
    - Άσε Γιώργο, υποψιάζομαι ότι έχει μπλέξει με ναρκωτικά. Προχθές στο σπίτι του τον είδα να χαπακώνεται και φοβάμαι πως δεν ήταν κάποιο φάρμακο. Ντράπηκα όμως να τον ρωτήσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified