Further tags

Συνώνυμο του «κωλοβαράω», αλλά επί το εμφατικότερον.

Περνάω την ώρα μου χαζολογώντας, επιδίδομαι στο ευγενές άθλημα του αυνανισμού, μεταφορικώς βεβαίως και ουχί κυριολεκτικώς.

Συνώνυμα: κωλοβαράω, πουτσοβαράω

Αντί να ψωλοκοπανάτε όλη μέρα εδώ μέσα, δε σηκώνεστε να κάνετε καμιά δουλειά λέω γω; Μου 'χει φύγει ο τάκος απ' το πρωί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση χρησιμοποιούμενη κυρίως στην Πελοπόνησσο, ισοδύναμη με το «θα μου κλάσεις τ' αρχίδια» ή «θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια».

- Άμα έρθω εκεί ξέρεις τι έχεις να πάθεις;
- Ξέρω, θα μου κλάσεις τον γκιώνη!

Γκίωνης aka Otus scops (από Vrastaman, 30/11/11)(από GATZMAN, 02/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθης απάντηση στην ενοχλητικότατη ερώτηση «Για πες, τι νέα» που μας κάνει κάποιος «έτσι μωρέ δε βαριέσαι κουβέντα να γίνεται» και όταν φυσικά δεν έχουμε να πούμε κάτι ενδιαφέρον και νέο.

Αντίστοιχου επιπέδου και ύφους απάντηση: τα ίδια ή τίποτα.

Θα μπορούσε να αποδοθεί στα αγγλικά με την έκφραση same old, the same, nothing new, not much, a big fat nothing.

- Ρε συ Μήτσο καιρό έχουμε να τα πούμε, τι νέα;
- Τα ίδια ρε φιλαράκι, φρέσκα κουλούρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση έμπνευσης όπου ο αργκοδαίμων επιδίδεται σε ακατάσχετη αργκογραφία και αργκολογία, πολλές φορές εκνευρίζοντας τους οικείους του με αυτή του την εμμονή.

Σε περιπτώσεις οξείας αργκοδαιμονίας οι αργκίατροι συνιστούν αργκανάπαυση, αποχή από αργκογενή και αργκογόνα περιβάλλοντα (π.χ. slang.gr) και αργκαγωγή με εκλεκτικούς αναστολείς επαναπρόσληψης αργκοτονίνης (Selective Argotonin Re-Uptake Inhibitors - SARIs).

- Τα 'μαθες κολλητάρι;
- Τι έγινε ρε Μήτσο;
- Ρε συ τον Μπάμπη, τον κλείσανε μέσα.
- Μέσα πού, ρε;
- Στο Αιγινήτειο. Μας είχε ταράξει όλους με την αργκοδαιμονία του, κοντεύαμε να βγάλουμε σπυριά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με άλλα λόγια:
1. κάποιος με έχει ζαλίζει, μου τα 'χει πρήξει κανονικά
2. έχω πιει τα κέρατά μου και όλα γύρω μου γυρίζουν Σάκη
3. για όλους τους παραπάνω λόγους (και όχι μόνο) έχω πονοκέφαλο

Βλέπε και εδώγια αποδόσεις στα αγγλικά.

Πω πω φίλε, έχω κάνει ένα κεφάλι καζάνι λέμε με όσα έχω διαβάσει μεχρι τώρα...

Σάββατο πρωί σήμερα έχω ένα κεφάλι καζάνι. Περίμενα εχθές το βράδυ στις 8 να ακούσω τον πρωθυπουργό μας στη Βουλή να αναγγείλει την παραίτησή του.

Να μη ξέρουν που πατάν και που βρίσκονται και την άλλη μέρα να ξυπνάς μ'ένα κεφάλι καζάνι και να έχεις ξεχασει τα πάντα.

(από Vrastaman, 02/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν μια ιδιωματική διάλεκτος τείνει να εκλείψει, ελλείψει ομιλητών.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα: τα καλιαρντά.

Ἡ φθοροποιὸς ἐπίδρασις τῶν μικροαστῶν ἔγκειται εἰς τὸ ὅτι δὲν γεννοῦν τίποτε. Ἁπλῶς καταναλίσκουν. Ὅ,τι πιάνουν γίνεται στάχτη καὶ μπούρμπουλη (ἐκ παραφθορᾶς τοῦ λατινικοῦ pulver=σκόνη), ἀκριβῶς διότι ὅ,τι δὲν (ἀνα)γεννᾶται, θνήσκει. Ἀνακατεύτηκε ἡ κοινωνία, ἐδόθησαν «τὰ ἅγια τοῖς κυσί», φάνηκε καὶ τὸ AIDS, ἀπενοχοποιήθηκε ἡ πουστία, χάθηκαν τὰ καλιαρντά. Τὰ σήμερα λεγόμενα καλιαρντὰ τοῦ Ψινάκη κλπ (δὲν ἔχω τπτ μὲ τὸν ἄνθρωπο, σοβαρὸς ἐπαγγελματίας εἶναι, μέχρι καὶ ὁ Καρατζαφέρης τὸ λέει) δὲν μποροῦν νὰ συγκριθοῦν μὲ τὰ veritable: Εἶναι ξεπεσμένα, λεξιπενικὰ καὶ ψευτισμένα, ὅπως καὶ ὅλα τὰ ἄλλα τοῦ τέλους ἐποχῆς (ὅρα καὶ ὁρισμὸ [2008]τοῦ συσλάγκου Papara). Δὲν διασώζουν τίποτε ἄλλο, παρὰ τὸ ὗφος καὶ τὴν τσαχπινιὰ τῶν καλιαρντῶν, μεταφυτευμένα βεβαίως στὸ σύγχρονο πλαίσιο τῆς ὑστέρας ἐποχῆς.

(Ο επιφανής σλάνγκος aias.ath περιγράφει τον αργκό θάνατο των καλιαρντών χρησιμοποιώντας συντακτικό που δυστυχώς επίσης αργκοπεθαίνει).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τη λέξη πάτος + κατάληξη -ίλα.

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει:

α) αντικείμενα του πεταματού, υπό την έννοια ότι βρίσκονται στον πάτο της ποιοτικής κλίμακας του ομιλούντος,

β) (συχνότερα) καταστάσεις / εμπειρίες έσχατης κατάντιας (βλ. και πιάνω πάτο) ή, στην πιο ελαφριά εκδοχή, με κατάληξη τουλάχιστον απογοητευτική ως προς τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Η χρήση μπορεί να επεκταθεί και για παρακμιακά μέρη.

Στις περισσότερες περιπτώσεις ο όρος είναι αμοιβαίως εναλλάξιμος με τη λέξη σαπίλα. Ωστόσο, ενώ ο χαρακτηρισμός πατίλα μπορεί να μεταφέρει αποκλειστικά μειωτική διάθεση (η εκφορά συνοδεύεται από ξινισμένη γκριμάτσα, βλ. παράδειγμα 1), συχνότερα υπαινίσσεται χαρά, ευχάριστη έκπληξη ή επιδοκιμασία του ομιλούντος για την καλτίλα του σκηνικού (συνοδεύεται από χαμόγελο και ανασήκωμα των φρυδιών, βλ. παράδειγμα 2). Η «κατάντια», δηλαδή, που αναφέρθηκε προηγουμένως, αφορά μόνο στην αντικειμενική εκτίμηση της κατάστασης, που συχνά ουδεμία σχέση έχει με την υποκειμενική!

Συναντάται επίσης ως πατιλιά.

[i]1. - Έλεος ρε φίλε! Δηλαδή εγώ που ξεσκίστηκα όλο το εξάμηνο με τις εργασίες και έτρεχα σαν το Βέγγο να προλάβω τις προθεσμίες, πήρα τον ίδιο βαθμό με την άλλη που κατέβηκε μόνο στο τέλος στις εξετάσεις;! Τι πατίλα είναι αυτή ρε γαμώτο;!
- Κάτσε ρε... ξεχνάς τη μοριοδότηση...

  1. - Έχουμε πάει που λες για το χαβαλέ με τον Κώστα στο ζιγκολάδικο στην Πατησίων, μια υπόγα, και έχουμε αράξει στην μπάρα με γυαλί ηλίου, πουκαμισιά ανοιχτή και δε συμμαζεύεται, και καλά γόηδες. Τα ποτά μπόμπα, οι γυναίκες όλες πάνω από 50, στην πίστα ένας τύπος με διχτυωτή μπλούζα να «χορεύει» - «δρομέα» τον λέγαμε - και Σώτης Βολάνης να παίζει στα ηχεία... σαν τα «Παρατράγουδα» σου λέω!... Και εκεί που το τραγούδι έλεγε κάτι «στέλνεις SMS στην καρδιά μου» και κάτι τέτοια, έρχεται μια μπάμπω και μου λέει με βλέφαρα πεταριστά: «Εσύ; Θα μου στείλεις κανένα SMS;»... Της λέω: «Μπαα... δεν έχω κάρτα...»!
    - Πω ρε φίλε! Πατίλα! Αυτά είναι!
    [/i]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πιο συχνή σήμερα έννοιά της είναι άτομο που συμμετέχει σε «παρτούζα», «παρτουζιάρης» (βλέπε εδώ).

- Ουτε 5 ευρω δεν μπορω να του δωσω για να νοικιασει μια τσοντα της προκοπης...ενα γκανγκ μπανγκ, ενα οργιο, εστω και μια διπλη κολπικη ..
(εδώ)

(από Khan, 05/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαριέμαι υπερβολικά. Και από τη νωθρότητά μου πήζω σαν το γιαούρτι, ζαμπονιάζομαι.

(Πήζω)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κώλος μου έχει φέξει από την πολλή δουλειά, το μουνί μου έχει πήξει από το πολύ διάβασμα. Η πολλή δουλειά πήζει τον αφέντη.

Βλ. και πήξιμο.

- Το έχει αυτό το κακό η δουλειά μου. Μπορεί να ξύνομαι δυο βδομάδες και την τρίτη να πήζω ανελέητα...
(εδώ)

- 27χρονη Ιταλίδα σερβιτόρα δεν αναγνώρισε τον Βρετανό πρωθυπουργό και αρνήθηκε να του φέρει τρεις καπουτσίνο που της παρήγγειλε. «Πηγαίνετε να τους πάρετε μόνος σας. Τώρα πήζω στη δουλειά», αποπήρε τον Κάμερον, που αναγκάστηκε να σερβιριστεί μόνος του...
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified