Further tags

Πρήζω τα παπάρια κάποιου, τον ενοχλώ διαρκώς.

- Έλα ρε φίλε, πάμε μία μπουρδελότσαρκα Συγγρού. Ξανασκέψου το. Μόνο για λίγο...
- Πωπω, μου έχεις πρήξει τον πούτσο τρεις ώρες ρε μαλάκα. Άντε, πάμε, να πάρεις μάτι τα τραβέλια, να δω τι θα καταλάβεις!

(από HardcoreGR, 16/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρίχνω άκυρο σε κάποιον, τον απορρίπτω.

- Τελικά η ξαδέρφη μου σε συμπάθησε.
- Ναι, το ξέρω. Μου χωνότανε χθες όλη μέρα στο Facebook να βγούμε για καφέ.
- Το ψήνεις;
- Όχι ρε, της έριξα Χ. Αφού είναι τάπα μωρέ. Άσε που μαρκάρω την Ελεάνα εδώ και μέρες.

Got a better definition? Add it!

Published

Συμπεριφορικός συσχετισμός με τη γλώσσα του σώματος του σκύλου. Όταν το σκυλί είναι σε επαγρύπνηση το αυτί κάθεται κάγκελο, αντιθέτως όταν μπαίνει σε παθητικό μόουντ τα αυτιά πέφτουν προς τα κάτω - υπάρχουν βέβαια και τα σκυλιά που έχουν μονίμως τα αυτιά ξαπλαδών όπως το γνωστό κουτάβι (τώρα και σε μήδι), που φαίνεται σαν κλαμμένο και εδώ κυρίες και κύριοι οφείλεται ο κλαμμένος συνειρμός:

  1. Απογοητεύομαι. Μου φεύγει η μαγκιά, τρώω σφαλιάρα, τρώω ήττα. Νόμιζα ότι τα πράγματα ήταν έτσι και τελικά αποδείχτηκε ότι είναι οδυνηρά αλλιώς.

  2. Ντρέπομαι. Με προσβάλουν και ζορίζομαι γιατί ενδεχομένως θεωρώ ότι έδωσα αφορμή.

  3. Κουφαίνομαι από εξαιρετικά δυνατό θόρυβο. Τα αυτιά ξεραίνονται και πέφτουν από το ξαφνικό σοκ.

  4. Παγώνω από το κρύο. Τα αυτιά όπως και η μύτη, λόγω του ότι εξέχουν, είναι το πρώτο μέρος του κεφαλιού που παγώνει σε χαμηλές θερμοκρασίες. Σε απλό κρύο μαραίνονται σαν του σκύλου που λέγαμε, σε υπέρμετρο κρύο ξεραίνονται και πέφτουν ως ανωτέρω.

Ευχαριστώ για την πάσα.

Απογοητεύομαι: - Κτήματα δεν έχουμε. Άρα θα πρέπει να τα νοικιάσουμε ή να τα αγοράσουμε. Αυτό θέλει λεφτά. (Ακούω για ανθρώπους που έχουν κληρονομικά 500 και 600 στρέμματα και μου πέφτουν τα αυτιά. Που πας ρε Καραμήτρο σκέφτομαι...)

Απογοητεύτηκα: Λοιπον παιδια εχω ενα παλιο pc με 512 ddr1 και χρειαζομουν παραπανω μνημη.[...]Τελος παντων παρηγγειλα ακομα μια καινουρια 512 την εβαλα πανω ,ξεκινησε το pc ολο χαρα εγω ....στο πρωτο κλικ κολλημα reset στο δευτερο κλικ παλι κολλημα παλι reset μου επεσαν τ'αυτια. Ε τι γινεται ρε παιδια η μητρικη γραφει μεχρι 2gb. στο 1gb τα παιζει και εγω χρειαζομαι τον υπολογιστη για τη δουλεια.Help!!!

Ντράπηκα: Μιά φορά κατάφερα κάτι και πάω όλο καμάρι στον γέροντά μου. Μόλις με είδε εκείνος κατάλαβε ότι κάποια πεπονόφλουδα πάτησα, και πρίν προλάβω να του πω πολλά - πολλά μου λέει: Γιατί να καυχηθούμε εμείς αγόρι μου; [...] Και μου έπεσαν τα αυτιά.

Κουφαίνομαι: Γιατί αν είναι το 2ο μπορείς να κάνεις την μια μεριά να είναι 70άρα χωρίς καζάνι (και όχι την αριστερή που έχουν κάνει αλλά αυτή που είναι πιο ευθεία απο τις σωληνώσεις για πιο free flow των καυσαερίων) ενώ την άλλη να είναι 60άρα με 2 καζάνια για όλη την υπόλοιπη ώρα που θες να μετακινείσαι χωρίς να σου πέφτουν τα αυτιά.

Κουφαίνομαι, απογοητεύομαι και ντρέπομαι τρία σε ένα: Εχτές ήταν μια ακόμη μέρα στην πλατεία Συντάγματος. [...] και ξαφνικά κοιτάω γύρω μου... οι γνωστές άγνωστες φάτσες όλων των εναλλακτικών δήθεν στεκιών εκεί! Άφησαν το Γκάζι , τα Εξάρχεια, και έφεραν την αφεντιά τους στην πλατεία! [...] Από πάνω οι γηπεδικοί φωνάζουν συνθήματα ..ακούω και μου πέφτουν τα αυτιά..τύπο να φωνάζει από την ντουντούκα «πάμε χέρια παιδιά»! κλαίω και όχι από τα γέλια αλλά από την κατάντια μας,

Παγώνω: - Πω πω κρύοοο, παναγίτσα μου τι κρύο είναι αυτό, έπεσαν τα αυτιά μου, βάλε ένα σκουφί στο παιδί θα πάθει πνευμονία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλαψουρίζω σαν μυξοπαρθένα, μισοκλαίγομαι, χύνω ανειλικρινή και κροκοδείλια δάκρυα με ιδιοτελή ελατήρια.

Eκ της μουτσούνας (< musone, νοτιοιταλικό, «κάνω γκριμάτσες για να δείξω δυσαρέσκεια») και του κλαίω; Ή μήπως από την μούντζα;

Καμιά σχέση με το Κυπριακό μούτσο που οδηγεί σε άλλους συνειρμούς.

Από το δουπού: Μαλακία. Έξτρα κλύσμα: HODJAS.

- Ολοι αυτοι ξεχυλιζουν απο θυμο οταν ακουνε εναν ΒΟΛΕΜΕΝΟ δημοσιο υπαλληλο να μουτσοκλαιει λεγοντας «πω πω μου εκοψαν 200 ευρω απο τον μισθο μου»....
(εδώ)

- η μικρη παει πολλες φορες μονη της μεσα στο παρκο κ αραζει αλλα οταν θελει να ειναι εξω κ πρπει να τη βαλω μεσα, ακομα μουτσοκλαιει. (εκεί)

- εντυπωση μου οτι οταν καποια μουτζοκλαιει και μουρμουραει γαμους και συναφεις ιστοριες κατα βαθος θελει να χωρισετε
(πουτσοπόλιταν)

Βορειοκορεάτες μουτσοκλαίνε εν χορώ στην κηδεία του λαμπρού τους ηγέτη (από Vrastaman, 17/01/12)Πού πήγε το Πονηρόσκυλο??? (από Vrastaman, 17/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι η έλλειψη κάποιου στοιχείου, συστατικού ή χαρακτηριστικού υποβαθμίζει κατά πολύ την αξία κάποιου πράγματος.

- Που 'σαι, Κώστα, τα δικά μου πές του χωρίς τζατζίκι.
- Ελα ρε μαλάκα, πιτόγυρο χωρίς τζατζίκι είναι σαν κατούρημα χωρίς κλάσιμο.
- De gustibus et de coloribus...........
- Δε μας χέζεις ρε Βιργίλιε με την Αινειάδα σου. Πατάτες να παραγγείλω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψωλιά που μεταδίδεται από προϊστάμενο σε υφιστάμενο.

Συνώνυμο: φλιπερο-ψωλιά καθότι μεταδίδεται όπως η μπίλια στο φλίπερ.

Καλά εε, αυτός ο ψοφολογιάς, έκανε την μαλακία του αλλά έφαγε κι ένα ψωλογκέλ από το αφεντικό που ήταν όλο δικό του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται σε όλη την Θεσσαλία τον τζάμπα μάγκα.

- Σιγά μωρέ τον τύπο. Αυτός είναι μαγκιά, κλανιά κι ο κώλος καταφύγιο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρακτική κατασκευής αριθμητικών ή άλλων δεδομένων, που κανονικά έπρεπε να έχουν καταγραφεί ως αποτέλεσμα μέτρησης, χωρίς τη μέτρηση. Τα δεδομένα που παράγονται έτσι είναι πυροβολημένα και αυτό τα ξεχωρίζει από τα ακριβή και αξιόπιστα στοιχεία που αναμενόταν να ληφθούν για να βγάλει συμπέρασμα ο μαύρος ο ενδιαφερόμενος.

Το μυστικό είναι στο μαγικό «στο περίπου». Αντί κάποιος να χαλάσει κόπο, χρόνο κλπ που χρειάζονται για να κάνει μετρήσεις, υπολογισμούς, να φτιάξει πίνακες και ό,τι τέλος πάντων απαιτείται, παίρνει ένα τουφέκι, το στρέφει προς τον αβέβαιο στόχο, πυρ κατά βούληση κι όποιον πάρει ο χάρος. Πόσο βγήκε; Πέντε. Να τ' αφήσω; Μια χαρά μου φαίνεται.

Εφαρμογή κυρίως σε ασκήσεις εργαστηριακών μαθημάτων στη σχολή, μεταπτυχιακά θίσις, σε επιχειρηματικούς / οικονομικούς δείκτες, σε μικροβιολογικά / οινολογικά / πυρηνικά εργαστήρια κλπ (κυρίως όταν οι μετρήσεις βγαίνουν σκατά και πέρα από κάθε φυσικό νόμο, επειδή το μηχάνημά του είναι μπουρδέλο ή αυτός μπερδεύει τα μπουκάλια, όταν αντιγράφεται παλιά εργασία αλλά δε θέλει ο αϊνστάιν να έχει και τα ίδια νούμερα μπας και μυριστεί ο μεταπτυχιακός, ή όταν προτιμάει τη ζωγραφική).

Αν πιαστεί με ενδεχόμενο κρόστσεκ φταίει το κομπιουτεράκι, το μηχάνημα, το κιτ κλπ. Αν πρόκειται για άσκηση πασταδγιάλα, αν πρόκειται για Elisa testκάνε έναν κόπο και δοκίμασε και σ' ένα άλλο μαγαζί πριν το πεις στη μάνα σου.

Συνώνυμα: τουφέκισμα, τουφέκι, χχχχ μπαμ (γενικώς ό,τι έχει να κάνει με στόχους και επίτευξή τους), στου Μανώλη την ταβέρνα (υπονοούμενο) κ.λπ. Το μαγείρεμα δεν είναι ακριβώς συνώνυμο γιατί αναφέρεται σε παραποίηση κυρίως παρά σε κληρονομικό χάρισμα.

Γιατρέ μου...: - Μα τελικά γιατρέ μου είμαι ή δεν είμαι έγκυος; - Ήσουν αλλά... δεν μπορώ να καταλάβω αν συνεχίζεται η κύηση... μήπως να κάναμε κι έναν κολπικό υπέρηχο...
- Μα να βάλω τώρα δεύτερη βδομάδα εκείνο το μακρύ το πράμα; Τα αποτελέσματα της β-χοριακής στο αίμα τι σας λένε; Δυο φορές τρυπήθηκα!
- Τι να σου πω βρε κοπέλα μου, αυτά που έκανες στο εργαστήριο στο κέντρο λένε ότι είσαι, αυτά που έκανες στο εργαστήριο της γειτονιάς σου λένε ότι δεν είσαι, τι να πω, να τα έχει πυροβολήσει κανένα απ' αυτά τα κοριτσάκια που βάζουνε εκεί... ξανακάνε και σήμερα.
- Αααα.

Κύριε καθηγητά μου...:
- Μαλάκα αυτή την άσκηση με τη μέτρηση ραδιενέργειας, μιλάμε άμα δεις τα νούμερα... ό,τι να 'ναι εντελώς. Τι μαλακία έκανα με το γκάιγκερ δεν μπορώ να καταλάβω... Άντε πάλι ανέβα κατέβα ταράτσες και υπόγεια, σκατά!
- Άντε ρε Στόκεμον, πάρε τη δική μου, βάλτα στο εξέλ και πολλαπλασίασέ τα όλα επί 0,8 μια χαρά θα σου βγούνε.
- ...λες ρε να πέσει τέτοιο πυροβόλημα; Τουφέκι τελείως;
- Άντε γαμήσου με τις τύψεις ρε, ξεκόλλα απ' τη ζωή σου! Κι εγώ από την Τιτίκα του τρίτου έτους τα πήρα, έτοιμα στα δίνω, μας περιμένει η Άντζελα με εκείνη τη μουνίτσα τη νηπιαγωγό στην Καζάρμα, τελείωνε.

Χικ!:
-Πήγα το κρασί στον οινολόγο που μου πες, δε με θυμήθηκε.
-Μέτρησε τα γράδα;
-Αρχίδια μέτρησε, μου 'δειξε κάτι νούμερα και μου είπε να βάλω μισό κιλό ζάχαρη.
-Ε, μπορεί να χρειαζόταν ρε...
-Του είχα βάλει ήδη ένα κιλό όπως μου είπε την περασμένη φορά που το πήγα.
-Τι λες τώρα! Και τα νούμερα; Πυροβόλημα;
-Μπλε.

Δε βαριέσαι... Πέντε. (από Galadriel, 19/01/12)(από Mr. Cadmus, 19/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συκοφαντία. Μη σλανγκική λέξη (κανένα πρόβλημα), σε ευρύτατη χρήση στην Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Μαρτυρείται και χρήση της τον 20ο αιώνα.

Στο κατά Μπάμπην Ευαγγέλιο ετυμολογείται από το τουρκικό avan < αραβικό awan (ύπουλος, προδότης).

Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης [...] έχουν δημιουργήσει κοινό ταμείο για να αντιμετωπίζουν τις διάφορες «αβανιές» των Τούρκων και για να καλύπτουν τις άλλες δαπάνες της φυλής τους.

Ως την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους κάθε εκκλησία είχε δικαίωμα να χρησιμοποιεί δυό καμπάνες. Ο νέος κατακτητής πρόσταξε να μεταφερθούν όλες οι καμπάνες των χωριών στην πόλη. Πολλοί όμως έκρυβαν τις καμπάνες τους και τις παράδιναν από πατέρα σε γιό. Τώρα ο πασάς, όταν θέλει να εκβιάσει μιά πλούσια οικογένεια για να αποσπάσει χρήματα, την κατηγορεί πως τάχα έχει κάπου θαμμένη καμπάνα. Ύστερα από αυτή την «αβανιά» φυλακίζει τα θύματά του και δεν εννοεί να τα ελευθερώσει πριν καταβλήθούν λύτρα.

(Κυριάκου Σιμόπουλου, «Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα 1700-1800»).

[...] Είχαν πεζούλες και καθότανε ο κόσμος. Μάλιστα είχε γράψει ένας τότε κι έλεγε

Δεν πάω πιά στο Πισκοπιό να κάτσω στην πεζούλα γιατί μου βγάλαν αβανιά πως αγαπώ μια δούλα.

(Αγγελικής Βέλλου - Κάιλ «Μάρκος Βαμβακάρης, αυτοβιογραφία»).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι μια σουηδική βότκα. Αλλά το λέμε και όταν κάποιος είναι ο number one, ο τελειοτερότερος, πολύ καλός ή πολύ κουκλί, γκόμενος ή γκόμενα (εξαρτάται απ' το φύλο).

Και υπάρχει και το επίρρημα αμπζοφακινλούτλυ, που θα πει σίγουρα, οπωσδήποτε, δε σηκώνω αντιρήσεις φίλε! Το 'πε ο Παπακαλιάτης σε μια σειρά και μετά έμεινε.

  1. - Είδες το νέο γκόμενο της Μαρίας*;
    - Ναι.
    - Μιλάμε είχαμε πάει για μπάνιο, και έχει τον άμπζολουτ κώλο!!!!
    - Έχει όμως και ωραία γκριζογαλάζια μάτια.
    - Αλλά κυρίως άμπζολουτ κώλο!!
    - Λολ φιλενάδα.....
  • φανταστικό όνομα.
  1. - Θα έρθεις το βράδυ στο Άνιμαλ**;
    - Αμπζοφακινλούτλυ!!!!!
    - Έτσι μπράβο!

** Η συζήτηση ήταν τον Σεπτέμβριο.

(από Mr. Cadmus, 22/01/12)Αψολούτ φιάλη (από Vrastaman, 22/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified