Further tags

Το επόμενο στάδιο από το φλόκι (την κατάσταση δηλαδή του μη ώριμου τυριού), είναι το κασέρι! Φλόκια δύναται να χύσει κάποιος σε μια χρονική περίοδο 1-3 εβδομάδων. Από εκείνο το σημείο αρχίζει η ωριμότητα του τύρου και η σχεδόν ολοκληρωτική στερεοποίηση του σπέρματος στην επιδιδυμίδα. Επαγγέλματα μοναχικά όπως ναυτικοί, μοναχοί, ασκητές κτλ. είναι πιο επιρρεπή στο να χύσουν κασέρια, από έναν άνθρωπο στην πόλη. Το φλόκι πλέον από πηχτό λευκό χρώμα έχει αρχίσει να παίρνει την ελαφρώς κίτρινη όψη και υφή του κασεριού.

Μαλάκα μας έχει φάει η εμπλοκή εδώ μέσα, έχω να πάρω έξοδο 4 εβδομάδες. Χύνω κασέρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ενδιάμεσο διάστημα από το ένα μεθύσι στο άλλο, στο οποίο τηρείται περισσότερο ή λιγότερο αυστηρά μία κατάσταση ημινηφαλιότητας ή, σε πιο χάρντκορ καταστάσεις, ημιαποχής από αλκοόλ και λοιπά ξιδιάσματα. Όπως και με την περίπτωση των τροφίμων, το υποκείμενο εισάγεται σε μία ιδιότυπη κατάσταση ψύξης, έτσι ώστε να καεί ολόφρεσκο και με ηρωικό τρόπο όταν οι συνθήκες είναι κατάλληλες ή επιθυμητές.

Όταν λοιπόν το υποκείμενο βρίσκεται στη συντήρηση, τότε επιδεικνύει αυτοσυγκράτηση επιλέγοντας ποτά που είναι χαμηλού βαθμού αλκοόλ (π.χ. μπύρες ή κρασιά) τα οποία καταναλώνει σε μικρές ποσότητες ημερησίως, έτσι ώστε, ωσάν άλλος Προμηθέας, να μπορέσει να επουλώσει για λίγο καιρό τα συκώτια του προκειμένου να μαζέψει δυνάμεις και όταν θεωρήσει ότι είναι η κατάλληλη στιγμή, να ξαναγίνει καραγκιόζης χωρίς άμεσο σωματικό κόστος (το θέμα της δημόσιας εικόνας και της υπόληψης του υποκειμένου εξ ορισμού δεν απασχολεί). Η άλλη άποψη υποστηρίζει ότι με αυτόν τον τρόπο καλλιεργείται ένας μιθριδατισμός απέναντι στο αλκοόλ, έτσι ώστε κάποιος ή κάποια να μπορεί να επωφελείται από το μπουστάρισμα της κοινωνικότητας που επιφέρει η πόση αλκοολούχων, χωρίς να ξεφεύγει σε ακραίες καταστάσεις. Τα άμεσα πειραματικά δεδομένα επιβεβαιώνουν και τις δύο τάσεις. Αρκεί, βέβαια, να μπορεί κανείς να βαστήξει τις αντιστάσεις του, γιατί όπως λέει και το τραγούδι από λίγο-λίγο γίνεται πολύ.

Η συντήρηση ενδείκνυται σε περιπτώσεις όπου το υποκείμενο διάγει έναν ενάρετο και υπεύθυνο επιφανειακά βίο (δουλειά, οικογένεια και λοιπά μικροαστούλικα) τον οποίο θα δυσχέραινε το καθημερινό χανγκόβερ. Τέλος, η συντήρηση δεν αφορά τους περιστασιακούς πότες, αλλά τους συνειδητοποιημένους ξιδάκηδες.

Αφιερωμένο στον Χάρη Π., που μας την έκανε αλλά μούτρα δεν του κρατάμε. Requiescat in pace.

Απ' τη ζωή βγαλμένο:

- Έλα ρε, πού χάθηκες από προχτές; Ξέμεινες;
- Και αυτό. Αλλά κατά κύριο λόγο ξέμεινα από αξιοπρέπεια. Αφού ξεφτιλιστήκαμε ρε πάλι. Είπα να αράξω καμιά μέρα να ενυδατωθώ και βλέπουμε...
- Σιγά την ξεφτίλα ρε συ, εξάλλου το 'χουμε πει, η ευτυχία βρίσκεται στην υπερβολή...
- Στου κουφού την γλάστρα κατούρα και φύγε, σου λέει τίποτα; Όχι τίποτε άλλο, μέσα σ' όλα αυτά ένα πέσιμο πήγα κι εγώ να κάνω και ρομπιάστηκα. Και μετά οι άλλες μας φταίνε που 'ναι ξενέρωτες.
- Καλά, ξεκόλλα τώρα. Εδώ εγώ πήγα να φάω ξύλο, τι να λέει τώρα; Λέμε με τους άλλους να αράξουμε κιόσκι το βραδάκι. Κατά τις δέκα...
- ... με τις σακουλίτσες μας;
- Έτσι λέει.
- Ωραία, αλλά εγώ θα τη βγάλω στη συντήρηση. Δίνω αύριο πρωί-πρωί, δεν είμαι για τρέλες. Πάω για το δέκα το καλό. - Φοιτηταράς δηλαδή. Καλά, πέρνα πιο μετά απ' το σπίτι να ξεκινήσουμε, μην πάμε στο ξενέρωτο. Κι εγώ χτες συντηρητικά την έβγαλα, μην μας βγει τ' όνομα.
- Σωστά, ήρωες και πάλι. Περνάω μετά. Τα μιλάμε.

(... και όπως ήταν αναμενόμενο ξεφτιλιστήκαμε. Το μάθημα πάντως περάστηκε.)

(από Mr. Cadmus, 03/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξυλίκι, το βρωμόξυλο, το street fighting αγγλιστί.

Άμα μαζευτούμε θα φάνε ένα ξυλέτο που δεν ξανάφαγαν ποτέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πραγματοποίηση ερωτικής συνεύρεσης χωρίς τη χρήση προφυλακτικού. Δηλαδή, όπως παλιά.

- Πώς πήγε χθες ρε;
- Καλά, έδωσα μια πέτσα. Της ξηγήθηκα παλαϊικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αρχιδοσίλογος.

Τελευταία προσάπτεται στο σύνολο των μνημονιακών πολιτικών που οδήγησαν στην (και στήριξαν την) κυβέρνηση Παπαδήμιου, θεωρώντας ότι οι τροϊκανοί είναι οι μόνοι φίλοι μας την διαβολεμένη περίοδο που διανύουμε.

Εκ του Στρατηγού Γεωργίου Τσολάκογλου: το μπουμπούκι που την 21η Απριλίου 1941 υπέγραψε την παράδοση της Ελλάδας στα γερμανικά στρατεύματα κατοχής και στην συνέχεια διορίστηκε πρωθυπουργός μέχρι το 1942, όταν τον διαδέχτηκε ο Ιωάννης Ράλλης (πατέγας του «δεν θέλω ου»).

Αγγλιστί, quisling.

- Η κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου εκμηδένισε κυριολεκτικά την δυνατότητα επιβίωσης μου...Δεν βρίσκω άλλη λύση από ένα αξιοπρεπές τέλος πριν αρχίσω να ψάχνω στα σκουπίδια για την διατροφή μου...
(σημείωμα αυτοκτονίας αναξιοπαθούντος συνταξιούχου στο Σύνταγμα, 4/4/12)

- Παπαδήμος = Τσολάκογλου!
(Μανώλjης Γλέζος)

- Που μας οδηγεί ο Γιωργάκης Τσολάκογλου Παπανδρέου. Τα περιθώρια της αντοχής και της υπομονής του Ελληνικού λαού έχουν αρχίσει να εξαντλούνται.
(εδώ)

- Τέλος εποχής για τον Αντώνη Σαμαρά μιας που πριν λίγο τελείωσε η επιτροπή δεοντολογίας όπου και διέγραψε και από το κόμμα τους 21 πατριώτες βουλευτές που είπαν ΟΧΙ στην παράδοση της χώρας στους Γερμανούς. Πλέον ο Τσολάκογλου έβαλε ταφόπλακα στα όνειρα του μιας που δεν πρόκειται να γίνει ποτέ πρωθυπουργός. (παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Μου βγαίνει η Παναγία», εντελώς συνώνυμο του «μου βγαίνει η πίστη», παραπλήσιο με το «μου βγαίνει το λάδι» (υπεν. της βάφτισης) και σχετικό με το «μου βγαίνει η ψυχή»: Κουράζομαι, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι, τυραννιέμαι, τραβάω πίκρα, μέχρι σημείου αγανάκτησης.

Η βαθιά ριζωμένη πίστη του Χριστιανού Ορθόδοξου δεν βγαίνει εύκολα, όπως συχνά ακούσαμε στο σχολείο κυρίως στη γιορτή της 25ης Μαρτίου πριν τα ποιματάκια. Εγώ γραικός γεννήθηκα, γραικός θε να πεθάνω, δεν προσκυνώ τον Αλλάχ. Άμα όμως πέσω σε μετακόμιση και κουβαλήσω όλη την οικοσκευή της γκόμενάς μου ή του κολλητού εντός τετραώρου πάνω κάτω πέντε ορόφους, ε, το ξανασκέφτομαι και παίζει και να αλλαξοπιστήσω, να μου βγει η Παναγία από κει βαθιά που την έχω στην καρδιά μου. Φαντάσου δηλαδή ταλαιπώρια.

Για πιο έντονο χρώμα η Παναγία μπορεί να μου βγει και ανάποδα.

Μηλιώκας: Γιατρέ δεν είμαι καλά, [...] νιώθω να πηγαίνω στο διάολο, νιώθω να μου βγαίνει η Παναγία, με κόλλησε η γκόμενα κέρατα την κόλλησα κι εγώ φιλοσοφία.

Doc: Λοιπόν για ακόμα μία φορά με πήρε τηλέφωνο ο ξαδερφός μου και μου λέει βρήκα ένα υπολογιστή..(κάθε φορά που ακούω κάτι τέτοιο μου βγαίνει η παναγία)

Μαρίλια: Και άντε μετά να ηρεμήσεις την εξαγριωμένη, απολυμένη αδερφή η οποία ωρυόταν: “ρε, αυτές εκεί πληρώνονται!!! Εμένα μου βγαίνει η Παναγία ανάποδα, κάνω ό,τι μπορώ στη δουλειά μου, έχω χιλιοσπουδάσει και… δες με τώρα!”

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού normal που σημαίνει «φυσιολογικός». Αφορά οποιοδήποτε φυσιολογικό άτομο, αντικείμενο, μέρος ή ακόμα και συμπεριφορά κάποιου, σε βαθμό που να χαρακτηρίζεται αξιόπιστος απ' την πλειοψηφία του κόσμου.

  1. (άτομο)
    - Μου είπε ο Σάκης να βγούμε αύριο. Δεν τον ξέρω καλά, τι να του πω;
    - Ξεκόλλα ρε, είναι νορμάλ παιδί. Κάνε κάτι μαζί του.

  2. (αντικείμενο/μέρος)
    - Να πάρω την τούρτα απ' το ζαχαροπλαστείο απέναντι απ' το σπίτι σου; Φτιάχνει νορμάλ γλυκά ο τύπος; Αξίζουνε;

  3. (συμπεριφορά)
    - Γιατί χώρισες πάλι ρε;
    - Άσε με τώρα με την κάθε μαλακισμένη. Δεν μπορώ να βρω μία νορμάλ γκόμενα να συννενοηθώ ρε φίλε. Δε μπορείς να φανταστείς πόσο στόκος ήτανε. Κάθε εβδομάδα ρόμπα με έκανε στα παιδιά.

(από HardcoreGR, 07/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μεταχειρισμένο (συνήθως αμάξι). Κατά το καινουργίλα.

- Χτύπησα ενα πουντικό κολοπειραγμένο, μεταχειρίλα, 200 άλογα, 5 χήνες, καλή φάση;
- Ναι ρε φίλε, αλλά πολλα λεφτά....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εθελοδουλία, το γλείψιμο μέχρις αηδίας, το στήσιμο του κώ...

Η πρόταση της Υπουργού Παιδείας (και λοιπά χρειώδη) να υιοθετηθεί η αγγλική γλώσσα ως επίσημη γλώσσα της Ελλάδας (μαζί με την ελληνική εννοείται), είναι σαλιγκαριά αισχίστου είδους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύπλοκα και εντυπωσιακά στοιχεία σε μια κατάσταση ή ένα αντικείμενο.

Πρώτα μάθε τα βασικά στην κιθάρα και άσε τα μπλιμπλίκια για πιο μετά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified