Further tags

Υπάρχουν πολλές μεγάλες κατηγορίες ερεθισμάτων που σε κάνουν να θέλεις να φορέσεις το κράνος σου, να αδράξεις το εργαλείο σου, να καβαλήσεις το αντικείμενο του πόθου σου και να αρχίσεις να γαμάς και να δέρνεις κατά το δοκούν (για να παραφράσω τον επικό ορισμό του Cunning στο λήμμαν επικίλα).

Αναλογιστείτε πόσο μουνόγαλα ανέβλυσαν λυσσάρες πασοκομούνες στα ογδόνταζ ακούγοντας Carmina Burana, πόσοι στρατόκαυλοι μουσικώθηκαν κατά την βαγνερική επίθεση ελικοπτέρων στην Αποκάλυψη Τώρα, πόσα χρυσαύγουλα ύψωσαν τον αριστερό βραχίονα παρακολουθώντας Leni Riefenstahl σε γιουτουμπάκι, πόσα ΚΝΑΤ ένιωσαν ταξικό σκίρτημα ακούγοντας Ο Πέτρος ο Γιόχαν κι ο Φράνς σε φάμπρικα δούλευαν φτιάχνοντας τανκς καθώς περιφρουρούσαν την Αμερικανική πρεσβεία, πόσοι καφρομεταλλάδες σχημάτισαν κέρατα με τα δάχτυλά τους ακούγοντας Gorgoroth, πόσες κρυφές αυτοερεθίστηκαν πρωκτικά με το Go West των Pet Shop Boys, πόσοι κερατούκληδες στραγγάλισαν τη γκόμενά τους και την έκαναν για Βραζιλία με μια επική μουνάρα και μετά ξύπνησαν ή διαπίστωσαν ότι επρόκειτο για εγχειρισμένη (βλ. επικό φέηλ), κ.ο.κ.

Ασίστ: Τζίζας.

- I can't listen to that much Wagner. I start getting the urge to conquer Poland.
(Woody Allen)

- Έπικ μουσική ταινιών. Απολαύστε επικούρα! Τις έχετε ακούσει κυρίως από τραίηλερ ταινιών και έκανε το σώμα σας να ανατριχιάσει για λίγα δευτερόλεπτα.Avatar, 300, Lord of the Rings..Είναι μουσικές με επικό υπόβαθρο, με πολλές φωνές και πολλά μουσικά όργανα που σε συνδυασμό με μεγάλες σκηνές δράσης, δημιουργούνε αυτομάτως δέος.
(εδώ)

- Ε; Ε; Επικούρα; Όχι, γαρίδες πεταλώνουμε!
(εκεί)

- εγώ το προτιμώ ως επικούρα. έχει κ κάτι το επικούρειο:)
(Τζίζας, σχολιάζοντας το λήμμαν επικίλα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάσης φύσεως λολ και καραλόλ υποκείμενο ή αντικείμενο που προκαλεί λόλες καθώς λολάρει πάνω από την Λολάνδη με το ροφλοκόπτερό του σπέρνοντας λολοκαύτωμα φορ τεχ λουλζ.

- Το αλλο λολαδι με το playstation, ηταν που ειχα δει φιλο μου να χρησιμοποιει ειδικο υγρο συντηρησης των CD γιατι χαλαγε η κονσολα.
(εδώ)

- ααααχαχαχαχαχαχα-κόψτε ρε έναν ''γιατρό'' που βρίζει χειρότερα από λιμενεργάτης...εσένα πρέπει να σε δει γιατρός λολάδι...για το φρενοκομείο είσαι σούμπιτος, πήρα τηλ. θα'ρθουν σε λίγο τα παληκάρια να σου περάσουν το σακάκι με τα μανίκια που δένουν από πίσω...
(εκεί)

- Εσυ θα σου αρεσε καθε χρονο που παιζεις ενα συγκεκριμενο ειδος παιχνιδιου να σε λεγαμε ολοι εδω μεσα λολαδι και οτι παιζεις μουφες;προσεχε λοιπον πως μιλας,και αν δεν σου αρεσει κατι δεν χρειαζεται να κατακρινεις ας μην σχολιαζεις καν!
(παραπέρα)

Lollandreou (από Vrastaman, 18/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του ρήματος γαργαλάω.
Αόριστος: γαρτίλησα.

- Γιατί είσαι αναστατωμένος ρε ξάδερφε;
- Άσε Γαβρίλο, κάτι ένιωσα να με γαρτιλάει πιο πριν, λες να 'ταν καμιά αράχνη;
- Και τι σκιάζεσαι ρε φίλε; Στην Αυστραλία ζούμε;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι χαρακτηρίζεται κάποιος εξουθενωμένος, καταπονημένος, κουρασμένος, εξαντλημένος, ταλαιπωρημένος, αποκαμωμένος.

Από το τούρκικο darmadağın που σημαίνει σωριασμένος. Σύνηθες στη Θεσσαλονίκη (και όχι μόνο).

Θέλω να ξεκουραστώ, είμαι νταρμαντάνι, πήγα το πρωί σε δημόσια υπηρεσία και με είχαν στο πέρα-δώθε όλη μέρα.

έγινα νταρμαντάνι (από iwn, 19/11/12)-Τα χεις κάνει νταρμαντάνι. (από iwn, 19/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρώω κλασμεντόλ, δηλαδή τρώω μια μεγάλη τρομάρα: κλάνω μέντες, πατάτες, μαλλί, πετούγιες, μπιφτέκια, κ.ταλ. Επίσης, την έχω την ακούσει (αλλά με κακό τριπάκι).

Εναλλακτικά: κλασμεντέν.

- Για ρωτήστε έναν gamer αν τρόμαξε περισσότερο βλέποντας το Χ,Ψ θρίλερ ή παίζοντας Silent Hill, Dead Space ή Doom 3 με κλειστά φώτα. Ή ακόμα καλύτερα: δοκιμάστε το. Κλασμεντόλ.
(εδώ)

- Εκεί που όλα ήταν κομπλέ,έτρωγε κλασμεντόλ και τα 'χανα όλα..
(εκεί)

- κωλοτουμπεεεεεες...οι μερες σας τελιωνουν κλασμεντολ ολοι σας ... οχι το καζακη..το λαο που θα χαμπαριασει τη δυναμη του κ σας εχει παρει χαμπαρει ευρωραγιαδες!!!αντωνιαδηδες κ ψαριανοι δεξιοι κ ροζουλοι αριστεροι...ουστ ρεμαλια!!!!!πηδα τους καζακαρε κι αστους γκεμπελισκους να τρωνε τα λυσακα τους....ο λαος δε ξεχνα...τους προδοτες τους κρεμα!!!!!
(παραπέρα)

Τρομακτικό πάρτι Halloween, προσφορά των τσιγάρων Clas Menthol Mild (από Vrastaman, 19/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για να δικαιολογήσει κάποια εξωφρενική, ριψοκίνδυνη, κακόγουστη, ίσως και επιλήψιμη πράξη. Ταιριάζει γάντι σε ουσίες, παράνομες ή μη, και κάθε είδους κραιπάλη.

Υποστηρίζεις, λοιπόν, ότι και καλά κάνεις κάτι για να διευρύνεις τους πνευματικούς σου ορίζοντες και εμμέσως, δια του ατόμου σου, το σύνολο της ανθρώπινης γνώσης.

Απόδοση του αγγλικού φορ σάιενς.

- Αν είναι δυνατόν... έφαγες τελικά την κονσέρβα χοιρινό-κοτόπουλο «MDM»; [ΣτΜ: ;;;]
- Ναι, ρε. Και μου θύμισε λίγο σκυλοτροφή.
- Τι; Έχεις φάει και σκυλοτροφή;
- Εννοείται κι έχω χτυπήσει... για την επιστήμη.
- (κάνει μονομιάς ρισπέκ στον χαρακτήρα του σε κάποιο MMORPG)

Για την Επιστήμη, αγαπητέ Ουώτσον! (από Dr. Steve Brule, 19/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται στην Πελοπόννησο, και θα πει πειράζω, ενοχλώ κάποιον, συνήθως με περιπαιχτική διάθεση και όχι κακοπροαίρετα. Επίσης αναφέρεται και σε πράγματα, όταν τα πειράζουμε ή ψάχνουμε να δούμε πώς δουλεύει ένα αντικείμενο.

Συνώνυμα: σγκαρλάω.

  1. - Πού 'σαι ρε σώγαμπρε; Τι λέει η ζωή στο γυναικοχώρι; χαχαχαχα
    - Καλά είναι, προσπαθώ...
    - Γιατί τον τσιγκλάτε τον άνθρωπο ρε παιδιά;

  2. - Προσπαθώ να καταλάβω πώς δουλεύουν αυτό το μαραφέτι που αγοράσαμε.
    - Μην τα τσιγκλάς μωρέ και χαλάσουν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε καταστάσεις όπου κάνουμε κάτι επαναλαμβανόμενα, χωρίς σταματημό ή για να υποδηλώσουμε τη μεγάλη ποσότητα κάποιου πράγματος.

Μεσσηνιακό ιδίωμα.

- Καλά μιλάμε ξάδερφε γίωρη, την άλλη βδομάδα ξεκινάω την καλοκαιρινή μου άδεια. Θα κατέβω κάτω χωριό. Θα πάει το ξύσιμο γόνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι χαρακτηρίζεται μια ενέργεια που πραγματοποιείται με τρόπο παρακινδυνευμένο, πλάγιο, ριψοκίνδυνο, ψιλοπαράνομο, μάγκικο, ανορθόδοξο, παράτολμο, με ρίσκο.

Βλ. και α λα γαλλικά

Ο οδηγός στον συνεπιβάτη φίλο του : - Ξέρω ότι είναι μονόδρομος, αλλά εμείς θα την κάνουμε λίγο καουμπόικα γιατί δεν θα φτάσουμε ποτέ με τις πορείες που γίνονται στο κέντρο.

"ενέργεια που πραγματοποιείται με τρόπο παρακινδυνευμένο, πλάγιο, ριψοκίνδυνο, ψιλοπαράνομο, μάγκικο, ανορθόδοξο, παράτολμο, με ρίσκο". (από Khan, 23/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλαδή «τη γάμησα». Tγάμσαμι = «το γαμήσαμε». Άλλη μια έκφραση του ... βουνού και της στάνης, που όμως απαντάται και σε σαλόνια.

Bλ. και ζγκατάψυξ, γκζέντσα.

Αμάν, τγάμσαμι τη μάνα.

(από iwn, 24/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified