Λέγεται όταν σε ένα μπαρ, κλαμπ ή πάρτυ το συντριπτικό ποσοστό είναι άντρες.
Λέγεται όταν σε ένα μπαρ, κλαμπ ή πάρτυ το συντριπτικό ποσοστό είναι άντρες.
βλ. και αρχιδόκαμπος
Got a better definition? Add it!
Κατά το ποδαρικό, είναι η πρώτη ψωλή που εγκαινιάζει ένα καινούργιο έτος.
apapa de pira kanena teknaki protoxroniatika, lete na moy pai asxima o xronos; prepi na kano oposdipote psolariko (Από το Φέισμπουκ).
Got a better definition? Add it!
Λολαδερός εξυπνακισμός πάνω στην κλασική ατάκα ελληνικής μικροαστικής μιζέριας «ησυχία, τάξη και ασφάλεια», προσαρμοσμένος στην περιρρέουσα μνjημονιακή malaise που μας μαστίζει.
Βλ. και: μείνε ανήσυχος.
1.
Ησυχία τάξη κι ανασφάλεια....Όπως ανακοινώθηκε, για λόγους ασφαλείας, λόγω των κινητοποιήσεων για τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, οι κάδοι απορριμμάτων θα απομακρυνθούν από τις κεντρικές οδικές αρτηρίες της πόλης από 7 έως 11 Σεπτεμβρίου
2.
Ησυχία, τάξη κι ανασφάλεια (ένα παιχνίδι του μυαλού) δεν μπορούμε παρά να παραδεχτούμε ότι η ησυχία και η τάξη είναι εύκολο να επιβληθούν και να διατηρηθούν με την ανασφάλεια. Οι εκάστοτε εξουσιαστές κυριαρχούσαν και επιβάλλονταν ΠΑΝΤΑ με το φόβο.
2.
Ησυχία, τάξη και ανασφάλεια. «Να’χαν οι καρδιές αμπάρες…» Ο στίχος από το σκυλέ άσμα έρχεται στο νου καθώς οι εικόνες από τα κιγκλιδώματα στο σιδερόφρακτο κέντρο της Αθήνας και τους διαμαρτυρόμενους που συνωστίζονται πίσω από αυτά πλημμυρίζουν τον τηλεοπτικό δέκτη· τούτη τη φορά κατάφεραν να συγκρατήσουν το «λαό» μακριά από τους «επισήμους» και να αποτρέψουν «να διασυρθεί η χώρα μας για μια φορά ακόμα στο εξωτερικό»
Got a better definition? Add it!
Όταν ένας εμσί αυτοσχεδιάζει και ραπάρει freestyleστίχους και ρίμες στον ρυθμό που του δίνει ο DJ· σε αντιδιαστολή προς το συμβατικό τραγουδώ (με μελωδία).
Σλανγκιά τση φυλής των χιπχοπακιώνε και των ραπερονιώνε.
1.
- Χώσε μαν
- ♪♫ σε βλεπω με κοιταζεις με το προστυχο υφακι / και σκεφτομαι με αυτο το τεκνο ισως μπω και στο μπανακι ♪♫
- yeah babe
2.
- ΜC ΧΩΝΩ ΦΡΕΕΣΤΥΛΕ ΔΕΝ ΑΛΛΑΖΩ ΤΟ ΣΤΥΛΕ ΕΙΤΕ ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ ΕΙΤΕ ΣΕ ΠΛΗΚΤΡΟΛΟΓΙΟ
3.
♪♫ πίνω μπύρες πίνω μπύρες..
και χώνω ρίμες χώνω ρίμες χώνω ρίμες...♪♫
(όλα από το φόρουμ του www.hiphop.gr)
Got a better definition? Add it!
Το ρήμα αυτό, προέρχεται από την αγγλική λέξη για το βότανο, δηλαδή herb. Άγγλοι, και κυρίως μαύροι ως «βότανο» αποκαλούν το χόρτο ή το χασισάκι που λέμε εδώ στην Ελλάδα και εκείνος που το καπνίζει είναι ο χέρμπαλιστ. Κατ' επέκταση το ρήμα χερμπάρω σημαίνει καπνίζω μαύρο. Άλλες εκφράσεις που παραπέμπουν στη πράξη αυτή είναι: πίνω μαύρο, βοτανίζω-βοτανίζομαι, χασικλώνω, ευλογώ.
Συζήτηση φίλων στο τηλέφωνο.
- Ρε παίχτη δε μου λες, τώρα που τελείωσες τις δουλειές σου δε σκας από εδώ να χερμπάρουμε;
- Ωωω δε παίζει ρε, δεν είμαι σήμερα να πίνω ντουμάνια, έχω πράγματα να κάνω το βραδάκι και θα με ρίξει.
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει τα χάνω. Ότι ενώ όλα έβαιναν καλώς, ξάφνου τον πήρα, μου λασκάραν οι βίδες, τρελάθηκα. Το χαρακτηριστικό αυτής της έκφρασης είναι ότι συμβαίνει ξαφνικά. Χωρίς κανείς να το περιμένει, το άτομο είναι για ψυχιατρείο.
- Ρε, είδα το Γιώργο απ το δημοτικά, μας τον θυμάσαι;
- Α ναι αμέ, τον έχει πάρει κλαρίνο αυτός τελευταία.
Got a better definition? Add it!
Σεληνιάζομαι σημαίνει ψιλά-χοντρά τρελαίνομαι. Δεν είναι απόλυτο, και γενικότερα περιγράφει καταστάσεις και άτομα που είναι εκτός ελέγχου, τον παίρνουν κλαρίνο που λέμε.
Όταν λέμε οτι κάποιος σεληνιάστηκε εννοούμε ότι συμπεριφέρεται αλλόκοτα, απρόσμενα, τρελά τόσο που ξεπερνά τα όρια του λογικού και αγγίζει τα όρια του παραφυσικού, της εξέλιξης δηλαδή του ανθρώπου σε λυκάνθρωπο υπό το σεληνόφως. Με άλλα λόγια όταν κάποιος τον παίρνει και συμπεριφέρεται τρελά άνευ προηγουμένου που παραπέμπει σε εξωγήινη συμπεριφορά λέμε ότι σεληνιάστηκε.
Να σεληνιαστεί κανείς μπορεί στο σχολείο, στο παιχνίδι, στο γάμο (κυρίως στην κατάσταση του γάμου και σπανίως και στο μυστήριο) στο αυτοκίνητο, στο γήπεδο και γενικότερα. Βαθιά σλανγκιά που δηλώνει απερίγραπτη για τα γήινα δεδομένα τρέλα.
Μερικές φορές, αξίζει να σημειωθεί, ενδέχεται να εννοείται ότι το άτομο έπαθε είτε κρίση πανικού είτε επιληψίας.
- Μαλάκα χθες με το γκολ στο γήπεδο χαμός έγινε. Σεληνιαστήκαμε.
- Εεμ πάει τρένο η ομάδα.
- Ρε το είδες το τυπάκι χθες στο πάρτυ το τρελό;
- Λες να μη τον είδα, αφού είχε σεληνιαστεί, ήταν αλλού.
Got a better definition? Add it!
Τερματίζω δε σημαίνει τίποτα παραπάνω από αυτό που σημαίνει. Δηλαδή ότι το λιώνω, το φτάνω στο τέρμα του. Να το τερματίσεις μπορείς παντού, από game στο πισί, μέχρι και τη μαλακία. Ότι και καλά δηλαδή έχεις μαστεράρει τόσο πολύ το αντικείμενο που το έχεις τερματίσει. Αν είχε πίστες, για σένα δε θα είχε άλλες πως το λένε... Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι έξοδοι τις πρωτοχρονιάς που πιώμα σαν κι αυτό δεν παίζει. Κάθε φορά τερματίζει.
Γενικότερα είναι στάση ζωής, πιάνεις κάτι και το φτάνεις μέχρι τέλους νικάς το μπος και τερματίζεις όλες τις πίστες της ζωής! Το δε ενοχλητικό της υπόθεσης είναι οι τύποι σε ATM τράπεζας, που ντε και καλά θέλουν να το τερματίσουν. σε ποια πίστα είσαι;
Σλανγκια μεγάλη καθώς είναι μπορεί να ειπωθεί απο όλους, συμπεριλαμβανομένων σε αυτούς και τους κάγκουρες που συχνά λένε ο ένας για το μηχανάκι του άλλου οτι αυτός το τερμάτισε και καλά και δε παίρνει άλλα πάνω και τέτοια. Στη χώρα μας έχουν τερματίσει πολλά και διάφορα με τη μαλακία να έχει βαρέσει κόφτες απ το 08' ακόμα, την ανεργία οσονούπω να τερματίζει και τη διαφθορά να είναι το τερματισμένο υπερατού μας.
- Έχεις παίξει ποτέ Minecraft
- Ναι ρε το έχω τερματίσει το παιχνίδι ρε.
- Μαλάκα, αυτός ο Γιωργάκης γαμάει τίποτα;
- Όχι ρε πας καλά, έχει πεθάνει στη μαλακία την έχει τερματίσει.
- Ε ρε το φουκαρά, δε κάνει και τίποτα για αυτό όμως.
Σκέφτεται υπομονετικά στη σειρά σε ATM: κοίτα ρε το μαλάκα, ντε και καλά να το τερματίσει.
- Φίλε να σου πω σε ποια πίστα είσαι;
... Κοιτάει στραβωμένος ο άλλος.
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει ότι
α) κάτι χάλασε, συνήθως για το κρασί
β) έπρεπε να κάνεις κάτι στην ώρα του και πέρασε η ώρα.
Τι έγινε, πώς βγήκε το κρασί;
- Άστο, πήρε βάγια...
- Πήγες στο ραντεβού;
- Όχι δε πρόλαβα, άστο πήρε βάγια τώρα.
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει μεταξύ άλλων το δοχείο για το τυρί.
Μεταφορικά σημαίνει το χοντρό άνθρωπο.
Πιάσε ένα κομμάτι από τη βούτα να φάμε.
Ο βούτας έφαγε ένα κιλό ψωμί και ένα κιλό τυρί μόνος του.
Got a better definition? Add it!