Further tags

Το μεγάλο θάρρος. Συνήθως σε υπερβολικό βαθμό, από απερίσκεπτο έως θρασύ.

Το τρίπτυχο αυτό έχει την έννοια της τιτανοτεράστιας μαγκιάς που δεν το έχει σε τίποτα να κλάσει θεωρώντας την κλανιά μια απλή απελευθέρωση αερίων.

Πηγή: ο παππούς Dr. Steve Brule.

- Πώς πήγε το διάβασμα στη Βιολογία Ι;
- Από τις 400 σελίδες διάβασα κάπου 40. Ε, του πούστη... από τις άλλες 360 θα βάλουν τα πάντα;
- Κατάλαβα, μαγκιά, κλανιά κι εξάτμιση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινωνικό νόσημα που άρχισε να ξεσπά μετά το 2011 και μεσούσης της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα. Πήρε το όνομα της από τον ιδρυτή του κόμματος «Δημιουργία Ξανά» Θάνο Τζήμερο. Χαρακτηριστικό των νοσούντων, είναι η ξαφνική τους μεταστροφή, από τα τραγιά που ήταν, σε σκεπτόμενους ανθρώπους με παιδεία και κριτική σκέψη, άποψη για όλα με νεοφιλελέ ειρωνικό στυλάκι που εξωθεί τους άλλους στη βία και φυσικά παραθέσεις απόψεων του ίδιου του Θάνου Τζήμερου για οτιδήποτε συμβαίνει σε αυτόν τον κόσμο. Συνώνυμο του «τζημερικού» αποτελούν διάφορες ομάδες που ξεκίνησαν εκείνη περίπου την περίοδο, όπως «ατενίστας», «παγουρίστας» κτλ.

Για τους μεγαλωμένους με την παρανοϊκή ιδεολογία που κυριαρχεί πια στην Ελλάδα, το μπάχαλο και η κλωτσοπατινάδα είναι "επανάσταση"!! Ζήτω η πρόοδος!!

Α ρε Θεέ της Ελλάδας, είσαι άραγε τόσο ανίκανος ή μήπως μας μισείς τόσο πολύ και κάνεις χοντρή πλάκα εις βάρος μας; Μα αυτοί οι κοινοβουλευτικοί «άρχοντες» μας αξίζουν τελικά; Έχουμε φτάσει τόσο χαμηλά στην παρακμή ώστε να μας εκπροσωπούν αυτοί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόδοση στα Ελληνικά του αγγλικάνικου chaturbate, ήτοι της νεόκοπης πρακτικής αγνώστων να αυτοερεθίζονται συνοδείᾳ τρελών μωρών που καυλουργούν ηδυπαθώς μέσω webcam στην άλλην άκρη του κόσμου.

Ο τσαταυνανισμός αποτελεί την πέον σύγχρονη κι εξελιγμένη μορφή αριστερού σερφαρίσματος, καθώς επιτρέπει σε παγκόσμιες κοινότητες να λαγνουργούν περιπαθώς και αλληλεγγύως ατενίζοντας όποια χαρογραφημένη τε και αχαρτογράφητη παραφιλία τραβάει το φυλλοκάρδι τους σε πραγματικό χρόνο και ουχί κονσερβαρισμένη (πιχί τ. γιουπόρν).

Caveat emptor: ο τσαταυνανισμός δεν ενδείκνυται για δημόσια πρόσωπα και πολιτικούς διότι ο ο Μάκης ξέρει... (βλ. εδώ)

- Chaturbate -> μιλανίζομαι
- Θα μπορούσαμε να πούμε και αυνατάρω κατά το τσατάρω. H αλήθεια είναι ότι με το μιλανίζομαι it took me while to get it ενώ τα άλλα είναι πιο ξεκάθαρα
- Τσαταυνίζομαι
- Καλό.
(συζήτα επαγγελματιών διερμηνέων στο Translatum)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απόρριψη, συνήθως ερωτική. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλα «denied» σε κάθε είδους προσπάθεια που δεν ευόδωσε.

Από το γράμμα Χ που τοποθετείται σαν σφραγίδα και απορρίπτει ένα έγγραφο, μια πρόταση.

Χ > χι > χίος

- Τι έγινε, Θανασάκη; Έγινες δεκτός στο Ντιρί Σοφάδων;
- Άσε, ρε μαν... Μάλλον με κόψανε επειδή έβγαλα το δημοτικό με έξι.
- Μαλακία. Άντε τώρα να τη βγάλεις στο δημόσιο γυμνάσιο.

(από Dr. Steve Brule, 03/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία τςη προσφιλούς σε όλους φυλής των κλαρινογαμπρώνε. Ο κλάριν αποτελεί την μετεξέλιξη του βλαχοκυριλέ κάγκουρα:

  • Συχνά φέρει μαλλιά μακριά από πάνω (αλλά ξυρισμένα στα πλάγια), μπλουζάκι με V μέχρι τον μπούτσο (à la μαγιό του Borat), αμάνικα μπουφάν, παντελόνια-σωλήνες και πατούμενα Air Max.
  • Ενίοτε κραδαίνει μπλιμπλίκια τ. Apple χάριν εντυπωσιασμού, αλλά δεν το' χει καθόλου με την τεχνολογία.
  • Τσακωμένος με τα σαπούνια, ο κλάριν καμουφλάρει την βουκολική του οσμή θυμαριού και φασκόμηλου με σφοδρά αποσμητικά τ. Axe.
  • Από τους χίπστερ, δανείστηκε μούσια και τα τατουάζ, χωρίς όμως ειρωνικές αναφορές. Περισσότερο χιπστεροκάγκουρες, σε αντίθεση δε με τους «γνήσιους» χιπστεράδες δεν έχουν ιδιαίτερα ενδιαφέροντα, ανησυχίες ή φετίχ (πέραν του να πηδήσουν - συνήθως ανεπιτυχώς - καμιά εύκωλη μπίμπω). Για πλήρες crash test κλάριν vs χίπστερ, βλ. βινδεάκι του Mikeius, στον οποίον αποδίδεται και η πατρότης τση λεξιπλασίας.

    Σλανγκασίστ: Dr. Steve Brule.

1.
- ακου μαλακαμου τι εκανε ενας κλάριν σ'ενα γαμο.Ενω χορευε επεφτε κατω ξερος κ πηγαινε ο αλλος με ουίσκι κ τον ελουζε-ανασταση

2.
- Κλάριν, hipster και ψώνια ενωθείτε selfie,instagram,twitter

3.
Συναζιστή Thulsa όμως δεν απαντάς στο ερώτημα, είσαι το 40χρόνο κλάριν του webwar;

4.
Άμα είσαι κλάριν και γουστάρεις να φοράς τον σωλήνα παντελόνι ή κανένα κολάν της μάνας σου, τι να σου πω ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμεθα στην καθ' ημάς ῥίψη φάπας, αλλά σε νεόκοπο συνώνυμο του βαράω μαλακία.

Πρόκειται για ελληνική απόδοση τςη αγγλικανικής σλανγκιάς fapping. Ο όρος πρωτοεμφανίστηκε σε φλώρουμ και ιντερνετικούς «πίνακες ανακοινώσεων» τ. 4Chan και Reddit όπου ποστάρονται γυμνές φωτό τουμπανάϊζερ τση τέχνης και του πνεύματος, γυμνύματα φιλήδονων μαθητριών και ότι άλλες παραφιλικές κι αχαρτογράφητες παραστάσεις τραβάει το φαλλοκάρδι σας. Στις πιο επιτυχείς καταχωρήσεις οι αυτοηδονιζόμενοι χρήστες είθισται να αναρτούν το διθυραμβικό σχόλιο «Fap! Fap! Fap!» εις επίρρωσιν της ευτυχούς κατάληξης του αριστερού τους ποντικώματος.

Το fapping έγινε βάιραλ και ενέπνευσε πλείστα μιμήδια (βλ. πρώτο μήδι). Έφτασε δε στο απόγειό του τον Αύγουστο του 2014 όταν χακερόνια υπέκλεψαν και διέρρευσαν εκατοντάδες γυμνές φωτογραφίες σελεμπριτονίων ωθώντας εκατομμύρια καυλοπυρέσσοντες χρήστες του διαδικτύου σε περιπαθές και αλληλέγγυο φαπάρισμα σε παγκόσμια κλίμακα. Το κοσμογονικό αυτό χάπενινκ έμεινε στην ιστορία ως The Fappening (ελληνιστί: Φράπενινγκ).

Η συνέχεια επί της ασπρισμένης οθόνης σας.

1.
μπορούμε να έχουμε ένα νήμα με όλες τις φωτογραφίες OC από Ελληνίδες για επικό φαπάρισμα;

2.
Καλό φαπάρισμα συμφορουμίτη.

3.
αμα δείς καναν παλαβό έξω απο το καμπινγκ του τσίτσιδο να φαπάρει χαζεύοντας το μπικίνι σου ε ο φάπμαν ο μπαγάσας μας θα νε ;p

4.
Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Η μόνη χρησιμότητα είναι πως έχει πικ Gillian Anderson οπότε μπορεί να φαπάρει ο σταμ.

(από σφυρίζων, 04/12/14)(από σφυρίζων, 04/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι γαμάτος σε κάτι, το παίζω επιδέξια στα δάχτυλα μου, έχω το μότζο μου τούμπανο, όλοι οι άλλοι τρώνε τη σκόνη μου.

1.
- Το 'χει ακόμα ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς. Τα χρόνια πέρασαν, τα μαλλιά άσπρισαν, πλέον δεν φοράει φόρμα αλλά κοστούμι. Παρόλα αυτά ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς δεν ξέχασε το μπάσκετ που ήξερε.

2.
- Δεν το χει με την τεχνολογία ο Βενιζέλος. Ένα καθημερινό... μποτιλιάρισμα βιώνουν στη ροή τους στο Twitter όσοι ακολουθούν τον λογαριασμό του Ευάγγελου Βενιζέλου και αυτόν του ΠΑΣΟΚ.

3.
H Ελένη Φουρέιρα «το ‘χει» με το twerking

4.
Το παιδί σας δεν «το χει» με το διάβασμα;; - Αυτά είναι τα μυστικά να το κάνετε να διαβάζει για το σχολείο....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη σύνθετη: πούτσος + ραχάτι (αδράνεια).

Η συνήθης κατάσταση ενός πούτσου, εκτός των τριών περιπτώσεων του όταν γαμάει, μαλακίζεται ή κατουράει ο κάτοχός του.

Μεταφορικά η ολική κατάσταση αδράνειας του εν λόγω κατόχου.

- Με τι ασχολείσαι τελευταία;
- Με τίποτα… Πουτσοραχάτι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η περίεργη αίσθηση του ότι γαμάς κάποια άγνωστη που δεν είναι εκεί μαζί σου.

- Πως είναι η ερωτική σου ζωή;
- Να πάρει ο διάολος! Τώρα τελευταία μπερδεύτηκε… νομίζω πως deja-γαμώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίρνω πίπα, τσιμπουκώνω, επιδίδομαι σε γλειφοπούτσι, παίζω σόλο κλαρίνο.

Ονοματοποιία του σλανγιωτάτου Ανδρέα Εμπειρίκου.

- η Μιμή κρατούσα αβρώς τό πέοςτού ταχυδακτυλουργού µε τήν αριστεράν της, και ζυγίζουσα απαλά µε την δεξιάν χείρα της τούς ωσαύτως βγαλµένους έξω όρχεις του, είχε κολλήσει τά χείλη της γύρω από τήν σφύζουσαν βάλανόν του και εις τό φουσκωµένον γεννητικόν του µόριον «µιµί» - τουτέστιν έγλειφε τήν ψωλήν τού ταχυδακτυλουργού µε έγκαυλον ζέσιν, γλωττίζουσα αυτήν και πιπιλίζουσα τόν κόκκινον καυλόν της, ωσάν να ήτο η κεφαλή τής πούτσης τίτθη, ενώ ο Γκρεγκουάρ πανευτυχής και καυλοπυρέσσων, αναστενάζων και λαγνοβοών από τήν µεγάλην ηδονήν που εδοκίµαζε, ευρίσκετο εις τόν Παράδεισον και, καµµύων τούς οφθαλµούς του, έλεγε εις τήν ξανθήν ψωλογλειφίδα λόγια αισχρά, αισχρότατα, ανάµικτα µε τρυφεράς εκφράσεις και επαίνους.
(Ανδρέας Εμπειρίκος, «Ο Μεγας Ανατολικός»)

Ινσέψιο (από Khan, 09/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified