Άραξε - ηρέμησε. Αυστηρώς από άτομα που ψάχνουν την προσοχή.
- Μου έχει πει ο ένας να πάμε για καφέ, η άλλη για σινεμά με την παρέα της και ο πατέρας μου να τον βοηθήσω στο συνεργείο. Τι να πρωτοκάνω, έλεος.
- Τσίλαρε, θα τα βολέψεις όλα.
Άραξε - ηρέμησε. Αυστηρώς από άτομα που ψάχνουν την προσοχή.
- Μου έχει πει ο ένας να πάμε για καφέ, η άλλη για σινεμά με την παρέα της και ο πατέρας μου να τον βοηθήσω στο συνεργείο. Τι να πρωτοκάνω, έλεος.
- Τσίλαρε, θα τα βολέψεις όλα.
Got a better definition? Add it!
Ο στενόχωρος. Κατά μια άλλη έννοια οι συχνά εναλασσόμενες καιρικές συνθήκες.
- Ρε παιδί μου τι καιρός είναι αυτός; Τη μια συννεφιά με κρύο, την άλλη ζέστη και υγρασία...
- Ναι μουνόχωρος.
Got a better definition? Add it!
Άνθος προσφερόμενο σε πούτσο (συμπεριλαμβανομένων των αρχιδιών) με σκοπό την πρώτη προσέγγιση ή επανασύνδεση μ' αυτά τα εργαλεία.
Τις περισσότερες φορές το κόλπο δεν πιάνει προς επαλήθευση των κοινών ρήσεων:
1. Στ' αρχίδια μας λουλούδια.
2. Στον πούτσο μας γαρδένιες.
- Μιλούσα στην Ελένη χθες, θέλει να τα ξαναφτιάξετε.
- Ελένη… καλά.. στ' αρχίδια μας πουτσάνθεμα!
Got a better definition? Add it!
Παίρνω πίπα, τσιμπουκώνω, επιδίδομαι σε γλειφοπούτσι, παίζω σόλο κλαρίνο, κάμνω μιμί.
Αργκό του σλανγιώτατου Ανδρέα του Εμπειρίκου. Μινέτ(τ)ο επίσης αποκαλείται το γλειφομούνι κι ο αυνανιοσμός (εκ του μινάρω).
1.
Μια απ' αυτές µάλιστα, που ήταν και από τίς παλαιότερες σκηνές που είδε, µήπως δεν απετέλεσε και τό πρώτο ζωντανό παράδειγµα τής γλυκύτατης πράξεως, που αργότερα έµαθε ότι ονοµάζεται «μιμί» ή «µινέττο», και τήν οποίαν, πριν µάθη τίς λέξεις αυτές, ονόµαζε µόνη της « πιποπιπίλα »;
2.
ο ζωγράφος, εξ αδικαιολογήτου όλως σεβασµού, και µολονότι ήτο φανερόν ότι τήν ήθελε και εκείνος (αφού συχνά επίεζε τήν ψωλήν του, ή τήν έτριβε επί τού στόµατός της) δεν είχε ζητήσει ποτέ ρητώς από τήν Φλώσσυ εκτέλεσιν µινέττου
Got a better definition? Add it!
Η Ελληνική φράση «Παππού ακούμπα αλλού τα μπαούλα», ειπωμένη με βιασύνη και με Σουαχίλι προφορά.
- Άστα ρε γαμώτο, μετακομίζουμε αυτή τη βδομάδα κι' ο παππούς μου όλο μπερδεύεται στα πόδια μου κουβαλώντας διάφορα έπιπλα.
- Ε και τι του λες;
- Τι να του πω του μαλάκα… του λέω παππουακουμπαλλουταμπαούλα.
Got a better definition? Add it!
Στην πραγματικότητα πρόκειται για υπόδειξη στα ελληνικά ειπωμένη από κάποια κορυφή του Ταϋγέτου ή του Πάρνωνος ή έστω του Μυστρά, μάλλον από αλλοδαπό ξεναγό εννοώντας:
Να η Σπάρτη!
- Nice party!
- Yeah, lots of nice people in this group!
Got a better definition? Add it!
Ασταμάτητος, ορμητικός, ασυγκράτητος.
Τρένο ο Πυρσός Γρεβενών, διπλό μέσα στα Σέρβια.
Got a better definition? Add it!
Στον κόσμο τση μικρομπλογοτεχνίας, ένα τσίου λέγεται ότι τρεντάρει όταν κάνει το γύρο του διαδικτύου. Οι τάσεις αυτές καταγράφονται από το ίδιο το τοιουίτερ κι άλλα σάη που προσμετρούν, κατατάσσουν και παραθέτουν τιττυβίζματα με κοινή χασταγκαρισμένjη αναφορά («μένσιο»).
Απόδοση του αγγλικανικού trending. Βλ. επίσης: αμένσιοτο, γίνεται βάιραλ.
1.
Βρείτε μου άλλη χώρα της ΕΕ να έχει χάσταγκ #βουλή να τρεντάρει
2.
Ο #mixelogiannakis γιατί δεν τρεντάρει ακόμα; ΠΟΣΟ ΑΝΑΙΣΘΗΤΟΙ ΦΑΣΙΣΤΕΣ ΕΙΣΤΕ ΠΙΑ;
3.
Ελάτε βάλτε ένα χεράκι να τρεντάρουμε το #Boston_Syriza στο Τουίτα γιατί τα φασιστολελέ δεν μπορούν να τρεντάρουν ούτε στο Σουπερπαραντάις
4.
feel better Justin τρενταρουν τα καθυστερια.Στις Φιλιπινες πεθαναν 10000 ατομα και μεις ασχολουμαστε με το αν ξερασε ο bieber... #nocomments
Got a better definition? Add it!
Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες μπάφλας που αλληλοδιαπλέκονται λολαδερώς.
α) Μια άλλη ονομασία για την μπούφλα ή μπουφλίδι, δηλαδή για τη σφαλιάρα, χαστούκι, μπάφλα τέλος πάντων.
β) Μια λολαδερή ονομασία δίκην γκρηκλισμού για τη βάφλα, το waffle, που λένε και στο χωριό μου. Το (οΘντκ) λολ της υπόθεσης προκύπτει από την αμφισημία του τι εννοούμε όταν λέμε ότι κάποιος τρώει μπάφλα/ μπάφλες και συναφώς από την εικόνα ότι κάποιος τρώει σφαλιάρες σαν να τρώει εύγευστα wuffles.
Got a better definition? Add it!
Έτσι ονομάζει ο σλανγιώτατος ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος τους αναγνώστες εγχειριδίων, καθώς του Μπέκκερς και του Τισσώ, που θεωρούσαν τον αυνανισμό ως αιτία δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν, τύφλωση, κύρτωση κ.ο.κ., ενώ ο ίδιος ο ποιητής προσπαθεί εναντίον τους να αποκαταστήσει τον αυνανισμό ως μια φυσική διαδικασία, είτε γίνεται κατά μόνας, είτε στο πλαίσιο προκαταρκτικών θωπειών, είτε, κατά μία ψαγμένη ψυχολογική άποψη, κι όταν ο εραστής χρησιμοποιεί ολόκληρο τον ερώμενο και το σώμα του ως αυνανιστικό βοήθημα προκειμένου το ίδιο το σεχ να γίνει εντέλει αφορμή για να παραδοθεί στις αυνανιστικές του φαντασιώσεις και ονειρώξεις.
«Καὶ ἀκόμη κάτι. Ἐσύ, ἔστω καὶ σήμερα, ὅταν χαϊδεύηις μιὰ γυναίκα, ἕως τὴν στιγμὴν ποὺ θὰ εἰσδύσηις μέσα της, ἕως τὴν στιγμὴν ποὺ θὰ ἀρχίσηις νὰ τὴν γαμᾶις, κάνοντας τὶς γαμικὲς κινήσεις σου μέσα στὸν κόλπον της, μήπως καὶ σὺ ὁ αὐνανισμοφόβος, δὲν κάνεις κατὰ ἕναν τρόπον, χρῆσιν αὐνανιστικὴν τοῦ ἔρωτος, ὅπως ὅλος ὁ κόσμος κατὰ τὴν φάσι τῶν θωπειῶν; Θέλεις νὰ σοῦ πῶ καὶ κάτι ἄλλο; Μάθε ὅτι ὑπάρχουν ἀρκετοὶ ἄνθρωποι τόσο ἀπορροφημένοι ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους, ποὺ καὶ ὅταν ἀκόμη εἰσδύουν ὀρθοδόξως στὸ αἰδοῖον τῆς γυναίκας, ἢ, μᾶλλον, γιὰ νὰ τὸ πῶ καλλίτερα καὶ πιὸ ἐκφραστικά, ὅταν εἰσδύουν στὸ μουνί της, (πρέπει να μάθεις Σέργιε νὰ λὲς τὴν ὡραία λέξι ΜΟΥΝΙ καὶ τὸ χαρίεν ὑποκοριστικὸ ΜΟΥΝΑΚΙ), ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ καὶ τότε ἀκόμη, δηλαδὴ τὴν ὥρα ποὺ γαμοῦν (ἀγαπητέ μου, πρέπει νὰ μάθηις νὰ χρησιμοποιεῖς καὶ τὸ ΓΑΜΩ τὸ ἐξαίσιον αὐτὸ ρῆμα), ὑπάρχουν λέγω ἄνθρωποι ποὺ καὶ σὲ τέτοιες στιγμὲς ἀκόμη, οὐσιαστικῶς δὲν γαμοῦν μὰ αὐνανίζονται - δηλαδὴ ψυχολογικῶς δὲν κάνουν τὸν ἔρωτα μὲ τὴν γυναίκα, ἀλλὰ μὲ τὸν ἑαυτό τους» (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 18-19)
Got a better definition? Add it!