Further tags

Σε χρήση επιφωνηματική σημαίνει:
1. Η κατάσταση έχει φτάσει στο μη περαιτέρω, αλλά επιθυμώ να ταλαιπωρηθώ κι αλλο. 2. Πάρ' τα μωρή άρρωστη.
3. Απλή έκφραση απογοήτευσης.

Χρησιμοποιείται κυρίως σε στατιωτικές κοινότητες.
Ετυμολογία (πιθανολογείται): από πορνογραφική ταινία του Γκουσγκούνη.
Ισοδυναμεί με το επιφώνημα «τρομπόνι» ή «τρομπόνι τώρα» ή «ρούφα το τρομπόνι (πουτανίτσα)».

  1. - Πάλι εμένα βάλανε σκοπιά.
    - Έτσι, και τις μπάλες.

  2. - Και μετά την έβαλα στα τέσσερα...
    - Πωπω μαλάκα, και τις μπάλες!

  3. - Πώς πάει; Όλα καλά;
    - Μπα, πίπα-κώλο. Και τις μπάλες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο τρελάρας.
  2. Ο ηλίθιος.
  3. Σε επιρρηματική χρήση (οπότε και προφέρεται μακρόσυρτα): τέλεια, γαμάτα, και γαμώ.
  1. - Της είπα ότι τά 'χω με άλλες δύο παράλληλα.
    - Έλα ρε όργιο! Και πώς το πήρε;

  2. - Τι λες ρε όργιο; Χάνεις λάδια;

  3. - Και πώς περάσατε;
    - όοοργιο!

(από ironick, 23/05/09)

Σχετικά: θέατρο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το cult (θρησκεία, αίρεση). Είναι κάτι (συνήθως καλλιτεχνικό δημιούργημα) που έχει δημιουργήσει φανατικούς οπαδούς.

Συνήθως αυτό το κάτι δεν κατάφερε να κάνει μεγάλη επιτυχία στο ευρύ κοινό, ή δεν κατάφερε να ολοκληρωθεί, αλλά όσο περιορισμένο αντίκτυπο είχε, τόσο φανατικοί είναι οι θαυμαστές του μερικά χρόνια μετά.

- Το σάββατο έχουμε βραδιά βιντεοταινίας, έρχεσαι;
- Ωχου ρε συ, μαλακίες θα βλέπουμε τώρα; Τι βρίσκετε σε αυτή την ογδονταρία;
- Έλα ρε που το παίζεις ποιοτικός... Αφού είναι καλτ τα '80ς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κιτς, ή η κατάσταση που είναι κιτς.

Κιτς είναι η αρχοντοβλαχιά, το κακόγουστο που χρησιμοποιεί την υπερβολή για να το παίξει ποιότητα.

Το σάββατο είχα πάει στο πάρτυ '80ς. Ήμασταν ντυμένοι κατάλληλα, με ρεβέρ, μαλλί αφάνα, κουστούμι στρας, ο ντιτζέι έπαιζε ντίσκο, ενώ από πίσω κάτι γκόμενες χόρευαν μπαλέτα και φορούσαν κάτι τεράστια φτερά... ήταν και ένα video wall που έδειχνε σκηνές απο βιντεοταινίες. Κιτσαρία μιλάμε!

(από electron, 17/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασχολούμαι υπερβολικά με τον ερωτικό μου σύντροφο.

- Α δεν μπορώ φιλάρες να βγω σήμερα. Με εχει στριμώξει η δικιά μου, έχουμε επέτειο.
- Α καλά..., τάισε τη μαϊμού εσύ και εμείς θα πάμε για ρετσίνες.

(από xalikoutis, 23/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κοινό μικρομεσαίο νοικοκυριό που εξαιτίας της σημερινής ακρίβειας αρκείται στον τρόπο ζωής της κατοχής. Το καθημερινό τραπέζι του στηρίζεται αποκλειστικά στα όσπρια.
Ως παράγωγό του απαντά το ρεβιθόνικ, που δηλώνει μέλος της οικογένειας αυτής.

Ο πατέρας μου γύρισε απο το super market με 3 βαζάκια ελιές και 2 πακέτα φασόλια. Τον βγάλαμε και αυτόν το μήνα στη Ρεβυθοχώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρακμιακό εκπαιδευτικό ίδρυμα (κατα προτίμηση αγγλικό), όπου καταλήγουν αποκλειστικά έλληνες μπουμπούνες, από το οποίο αποφοιτώντας αποκτούν και ύφος καρδιναλίου.

- Μηχανολόγος γλειφιτζουριών στο Νιούλαντ;
- Ναι σου λεω, με μεταπτυχιακό από το Πανεπιστήμιο του Μίκυ Μάους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ζάλη.

- Έχω μια νταβουρλίγκα απ' το πρωί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι αφηρημένος, σκέφτομαι τα δικά μου και δεν προσέχω τον συνομιλητή μου.

Του έλεγα το δράμα μου κι αυτός κοιτούσε το υπερπέραν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified