Further tags

Αναφέρεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες το άτομο νιώθει να χάνει τη λογική του, είτε ένεκα της νοητικής σύγχυσης που μπορεί να του προκαλέσει ένα γεγονός, είτε ένεκα του ηθελημένου υπερβολικού πάθους που τον διακρίνει ως προς ένα στόχο (π.χ. η προσήλωση σε μια ποδοσφαιρική ομάδα). Πολύ συχνά χρησιμοποιείται και για να δηλώσει καταστάσεις ακραιφνούς πρηξαρχιδισμού.

  1. Τι είναι αυτές ρε; Χτες βγήκαμε για καφέ και δεν το κλείσανε το γαμημένο το στόμα τους. Άσε τα μυαλά πουρές γίνανε.
  2. ΑΠΟΕΛ ΚΑΙ ΤΑ ΜΥΑΛΑ ΠΟΥΡΕΣ
    (σύνθημα Κυπριακής ομάδος)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όσο με παίρνει: όσο μπορώ, όσο με αφήνουν, όσο περνάει από το χέρι μου, όσο μπορώ να εξαντλήσω όλα τα περιθώρια που μου δίνονται ενεργώντας με συγκεκριμένο τρόπο, χωρίς μεγάλη έκπτωση στις αρχές και τα στάνταρτζ μου ή, κυρίως, χωρίς να ρισκάρω συνέπειες ή σοβαρές απώλειες.

Το παίρνω έχει την έννοια του χωράω - η βαλίτσα τα παίρνει όλα τα ρούχα, το βαρέλι παίρνει και χίλια λίτρα, το γήπεδο παίρνει ένα κάρο κόσμο. Mε παίρνει σημαίνει καταρχήν με χωράει.

Προφ ένας χώρος είτε δε με χωράει καθόλου (δε με παίρνει), ή με χωράει αν μαζευτώ (με παίρνει τσίμα τσίμα), ή με χωράει κι αν απλωθώ (με παίρνει άνετα). Σε άλλη σφαίρα, πηγαίνοντάς το ένα βήμα πιο πάνω, με παίρνει θα μπει μπορώ να κουνηθώ εντός του τρέχοντος χωροχρόνου και του συνόλου των περιστάσεων χωρίς να βρω ντουβάρι και φάω τα μούτρα μου. Πόσο με παίρνει; Όσο με παίρνει.

Εδώ: Επιδιώκετε στη ζωή σας να κάνετε αυτό που θέλετε με οποιοδήποτε τίμημα; «Το επιδιώκω, αλλά όχι με οποιοδήποτε τίμημα. Όσο με παίρνει. Δεν θίγω τους άλλους και δεν ρισκάρω την αξιοπρέπειά μου».

Εδώ: …κι άμα θέλω τη μέγιστη οξύτητα με μεγάλο βάθος πεδίου κλείνω το διάφραγμα όσο με παίρνει (με κάποιες θυσίες στην ποιότητα).

Εδώ: Όσο όμως είναι παίχτης του και τον χρησιμοποιεί ο προπονητής του θα τον στηρίζω όσο με παίρνει ανεξάρτητα τι γνώμη έχω ο ίδιος… Μας χάλασε μήπως που έβαλε το γκόλ στην Τούμπα και πανηγύριζε φιλώντας το σήμα και ήταν από τους καλύτερους παίχτες στο γήπεδο ;;;

Εδώ: Όταν την προηγούμενη εβδομάδα πλησίασε η πτώχευση, ξαφνικά όλοι οι αγαναχτισμένοι μούλωξαν, όλοι κρατούσαν την αναπνοή τους, ούτε μισή απεργία. Γιατί σου λέει, κάνω απεργίες και μαγκιές όσο με παίρνει. Ζητάω έξοδο από το ευρώ και λέω «ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΩ» για να περνάει η ώρα, όχι για να με πάρετε στα σοβαρά. Δεν περίμενα αντίδραση κότας από τους μαχητικούς δενπληρωτζήδες. Κι όμως...

Εδώ: Και συνεχίζει. «Αποφάσισα, όσο με παίρνει, εσωτερικά να διατηρήσω τη χαρά της νιότης. Και να μην απαντάω πια σε δημοσιεύματα που με σχολιάζουν. Το έκανα στο παρελθόν, αλλά όλοι κάνουμε μαλακίες.

Δες και παίρνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονάδα μέτρησης χρόνων παραμονής στο εξωτερικό των αιώνιων φοιτητών.

Χρησιμοποιείται όταν η ακαδημαϊκή θητεία του εκάστοτε φοιτητή έχει ξεπεράσει κάθε χρονικό όριο, κοινώς όταν έχει χαθεί το μέτρημα.

Είθισται να συνοδεύεται (ο όρος) με αριθμό για να δώσει έμφαση.

(Διάλογος μεταξύ φοιτητών)
- Δε πάει άλλο φιλαράκι, πρέπει να πάρω πτυχίο φέτος.
- Άραξε ρε μεγάλε και να γυρίσεις τι νομίζεις ότι θα κάνεις, δε βλέπεις τι κρίση παίζει στην Ελλάδα; Αλήθεια πόσα χρόνια λείπεις;
- Τι να σου λέω τώρα, έχω δει τρία μουντιάλ στην Ιταλία και πάω για το τέταρτο αν συνεχίσω να τα ξύνω!
- Πλάτανος...

(από danikos, 06/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες εγκεφαλικών καταστάσεων:

  1. Τα μυαλά σου είναι στη θέση τους, που θα πει είσαι με τα καλά* σου, είσαι με τα σωστά* σου, προχωράς μαζί τους* σε κανονικές / φυσιολογικές εγκεφαλικές διαδρομές: πας καλά.

  2. Τα μυαλά σου δεν είναι στη θέση τους, έχεις τρελαθεί, σου έχει στρίψει (η βίδα), τα ‘χεις χάσει*, έχεις ξεφύγει (από το φυσιολογικό τρόπο σκέψης, από το σωστό το μονοπάτι): δεν πας καλά.

Το ερωτηματικό «πας καλά;» εκφράζει έκπληξη για τα λόγια ή τη συμπεριφορά του συνομιλητή, δηλώνει αμφιβολία για τη φυσιολογική κατάσταση του εγκεφάλου του, δεδομένου ότι τα λόγια ή / και οι πράξεις του παραπέμπουν σε τρελοκομεία. Η ερώτηση είναι ρητορική και η φράση έχει ακριβώς την ίδια έννοια με την σχετική «α, δεν πας καλά». Χρησιμοποιείται κυρίως με στόχο την αφύπνιση του απέναντι, τ. χελόου, κούκου! κι έτσι και όχι τόσο προσβλητικά.

*μυαλά

Δικά μας: αφενός:
– Τράκαρα το σιβικάκι μου και το άφησα στον Χριστόπουλο.
Πας καλά; Αυτός είναι φαρμακείο. Θα σε στείλω σε ένα ξαδερφάκι μου να σ'το φτιάξει με τα μισά λεφτά.

αφεδύο:
- Πας καλά ή χάνεις λάδια;

αφετρία:
- Καλά ρε, πλάκα κάνεις; Αν δεν σέβεσαι τη μάνα σου, ποιόν θα σεβαστείς;
- Τι λες τώρα ρε μαλάκα; Βαλτός είσαι; Μου 'χει πρήξει τ' αρχίδια λέμε.
- Δεν έχει σημασία. Η μάνα σου θέλει το καλό σου. Μπορεί να μην το καταλαβαίνεις στην αρχή, να σου φαίνεται εντελώς απαράδεκτη η συμπεριφορά της, αλλά πάντα έχει στο νου της το καλό σου.
- Α δεν πας καλά εσύ...

αφετέσσαρο:
- Μπα πανάθεμά το, είναι που είναι κιτσαριό, είναι και μπίζηλο από πάνω! Πας καλά, ρε Τασία; Θα κοιμάμαι μ' αυτή τη μαλακία πάνω απ' το κεφάλι μου;

Κι αλλού όμως: Ρε πας καλα θα πληρωσω τα κλεμμενα των πολιτικων; Κανεις πλακα ; Εμπρος λαε μην σκυβεις το κεφαλι ο μονος δρομος ειναι αντισταση και παλι

Got a better definition? Add it!

Published

Αναβάλλω χωρίς ιδιαίτερο πλάνο, σε αόριστο ή και ανύπαρκτο χρόνο, εξαντλώντας την ελαστικότητα των περιθωρίων, όσο με παίρνει χωρίς συνέπειες, επειδή βαριέμαι / δε θέλω / δεν μπορώ / δε γουστάρω την ευθύνη / δε με συμφέρει να ασχοληθώ με κάποιο θέμα άμεσα. Συνήθως συναντάται με τη μορφή «το καιροπετάω». Το θέμα.

Του χώνω μια κλωτσιά και το πετάω σε μελλοντικό χρόνο. Εκεί να κάτσεις εσύ, εγώ θα κάτσω εδώ, χωρίς να ασχολούμαι μαζί σου. Θα έρθω να σε βρω μετά. Ή, αν είμαι και λίγο τυχερός, δε θα σε βρω ποτέ γιατί όταν φτάσω εκεί εσύ θα έχεις φύγει.

Διαφορετικά στο πιο τρυφερό του, έχω πάρει από το χέρι απαλά το ζητηματάκι μου και απλά το αφήνω να με ακολουθεί στο ανάλαφρο ανέβασμά μου στο μαγικό συννεφάκι του καιρού που περνάει, εγώ και το μικρό ζητηματάκι μου πετάμε στον καιρό. Δεν κατεβαίνω στη γη, ακόμα περισσότερο δε μπαίνω σε βάθος στις καταστάσεις με την καμία, άσε ρε ποιος ξέρει τι θα βρω εκεί, τι λες τώρα για τέτοια είμαστε. Άααμα τέλος πάντων υπάρξει λόγος, όοοταν δεν μπορώ να κάνω αλλιώς δηλαδή, άντε, σταματάω το ταξιδάκι, κατεβαίνω στη γη με το ζητηματάκι μου, το παίρνω αγκαλίτσα και τελοσπάντων καταπιάνομαι με όσα ως τότε αποφεύγω. Ως τότε ασχολούμαστε επιφανειακά και βλέπουμε.

Το καιροπέταγμα γίνεται κατά κύριο λόγο επειδή ελπίζω κάτι να αλλάξει στο μεταξύ και α) τελικά να μην χρειαστεί καν να ασχοληθώ γιατί παίζει να λυθεί από μόνο του ή β) η έκβαση να είναι θετικότερη για μένα από ό,τι προβλέπεται αν το χειριστώ άμεσα. Ως τότε ποιος ζει ποιος πεθαίνει.

- Τι ξύνεσαι ρε πάλι; Δεν έφυγε ακόμα το τσίμπημα από το κουνούπι, δέκα μέρες πάνε!
- Μπα…
- Τι σου 'δωσε αυτός ο παπάρας, είναι δυνατό να μην έφυγε ακόμα;
- Ο γιατρός λες ε... Ε, δεν έχω προλάβει να πάω στο γιατρό… Πέσανε πολλά τελευταία…
- Ρε πας καλά; Πήγαινε να σου δώσει καμια κρέμα να ησυχάσεις από τη φαγούρα! Κοίτα την καντήλα, τούμπανο την έχεις κάνει από το ξύσιμο!
- Αααα, γάμησέ τααα, το καιροπετάω το ξέρω, το ψαξα στο γκουγκλ, παίζει να έχω καρκίνο στο πάγκρεααααας λέειιιι φοβάμαι να πάωωω.
- Είσαι ηλίθια έτσι; Κάτσε να σου βάλω λίγο φουσικόρτ δε μπορώ να σε βλέπω χράτσα χράτσα και μπορεί να σου περάσει ο καρκίνος το κέρατό μου μέσα!

Εδώ: Στην Ελλάδα ο χρόνος έχει τη δική του διάσταση. Αυτή του ξεχειλώματος, του κοινώς λεγόμενου «καιροπετάω», είτε από ανικανότητα να κάνω κάτι δημιουργικό και χρήσιμο, είτε από συμφέρον να μην κάνω τίποτα και απλά να αμείβομαι, είτε και από τα δύο.

Εδώ: Στις πόλεις μας η ρύπανση οργιάζει και το ΥΠΕΧΩΔΕ περιμένει να φυσήξει....οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έχουν ταφεί εντελώς από τη ΝΔ με χίλιους μύριους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς «καιροπετάω» και η ΔΕΗ ρυπαίνει βάναυσα με τις θερμικές της μονάδες.

Εδώ: Πετάει- πετάει η συνταξιοδότηση; Πετάει. Για την ακρίβεια καιροπετάει. Κι εκεί θέλαμε να καταλήξουμε...Το βασικό κόνσεπτ της Ασφαλιστικής Μεταρρύθμισης Λοβέρδου περιελίσσεται γύρω από το ξεγέλασμα του χρόνου.

Για σοβαρούς λόγους. (από Galadriel, 06/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποσοτικός χαρακτηρισμός υπερθετικού βαθμού.

Αναφέρεται κυρίως σε απτά (παρ.1) παρά σε νοητά πράγματα (παρ.2) στις περιπτώσεις εκείνες που θέλουμε να δείξουμε ότι ένα σύνολο είναι ολοκληρωμένο σε τέτοιο βαθμό που υπερβαίνει την απόλυτη πληρότητα μιας και από 'κει δε λείπουν καν οι ίδιοι οι γονείς.

Η έκφραση επανήρθε στο προσκήνιο και έγινε ευρύτερα γνωστή και αναγνωρίσιμη από γνωστό διαφημιστικό σποτάκι κινητής τηλεφωνίας.

Συνώνυμα: μόνο εγώ λείπω από εδώ μέσα, τα πάντα όλα κ.α..

  1. -Μιλάμε, νταξ', ο τύπος μαλάκα, γάμησε..
    -Έλα ρε!
    -Νταξ', τι να σου λέω ρε μαν, έβαζε μέσα, γάμησε, τον πατέρα του και τη μάνα του.
    -Γάμησε τον πατέρα του και τη μάνα του;
    -Όχι ρε 'συ, εννοώ, να, ότι φίλε, κοίτα, έβαζε στο σάντουιτς τα πόδια του ρε μαν, τα πάντα όλα δηλαδή.
    -Γάααμησε!

2.-Μιλάμε, νταξ', ο τύπος μαλάκα, γάμησε..
-Έλα ρε!
-Νταξ', τι να σου λέω ρε μαν, έπαιζε, γάμησε, τον πατέρα του και τη μάνα του.
-Γάμησε τον πατέρα του και τη μάνα του;
-Όχι ρε, εννοώ, να, ότι φίλε, κοίτα, έπαιζε στο πιάνο τα πόδια του ρε μαν, τα πάντα όλα δηλαδή.
-Γάααμησε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπουζουκική περιγραφή των γυναικών την ώρα που χορεύουν. Αναφέρεται κυρίως σε χορούς που σπάνε τη μέση, όπως το τσιφτετέλι.

- Κούνα το να σε δούμε ρε παιδί μου! Κορμάκια να σπάνε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση παρεμφερής με τις θα γίνει χαμός, έγινε της πουτάνας. Η λεπτή διαφορά έγκειται στο ότι την ακούει κανείς συνήθως από άτομα με ιδιαίτερη αδυναμία στα RPG, MMORPG, στις ταινίες Lord of the Rings, και φυσικά στα βιβλία του Tolkien, και γενικότερα σε ότι περιέχει ξωτικά, δράκους, και μαλλιαρούς τούμπανους(βλ. σφίχτερμαν) warriors με τεράστια σπαθιά.

Η Μόρντορ στην τριλογία του Άρχοντα των δαχτυλιδιών του Tolkien είναι ο τόπος του υπέρτατου Κακού, τιγκαρισμένη με ένα σωρό σιχαμερά και κακιασμένα πλάσματα, κατά τους θρύλους απροσπέλαστη, άντρο του υπερσατανικού Σόρον. Στη Μόρντορ παίζεται και η κλασσική τελική αναμέτρηση μεταξύ του Καλού και του Κακού, σε μια επική μάχη-υπερπαραγωγή, όπου αφού πρώτα διαλυθεί το σύμπαν, τελικά το Καλό θριαμβεύει.

Αυτή τη τελική αναμέτρηση μάλλον είχαν στο μυαλό τους οι εμπνευστές της έκφρασης τούτης.

- Ρε συ, έχουμε γενική συνέλευση τμήματος στις 4.
- Α καλά, πάλι της Μόρντορ θα γίνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει μεγάλη οικειότητα με κάποιον ή αχώριστη παρέα.
Συνώνυμα: είμαστε κώλος και βρακί, έχουμε φάει ψωμί κι αλάτι.
Περιοχή: Μεσσηνία.

- Ρε συ, ο Καπετανέας δεν ήταν σειρά σου στο ΚΕΔΒ;
- Τι μου τον θύμισες τώρα... Μ' αυτόν είχαμε φάει τα σάλια μας, αλλά απολύθηκε νωρίτερα γιατί ήτανε γιωτάμηνο και κατέληξα να κάνω παρέα με κάτι πουστόνεα.

Βλ. τρώμε τα σάλια μας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μουγγός, από το αγγλικό mute που βρίσκεται σε κάθε τηλεκοντρόλ που σέβεται τον εαυτό του.

- Έπιασες τελικά κουβέντα με το γκομενάκι;
-Μπα...εγώ μίλαγα κι αυτός καθότανε σαν μούτος όλη νύχτα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified