Further tags

Δείχνω αδερφή, αν και, τύποις τουλάχιστον, δεν είμαι. Κάτι όμως, εκεί στο βλέφαρο μάλλον, προδίδει όλη την αλήθεια -την οποία πιθανόν να αγνοώ και γω ο ίδιος και να χαραμίζομαι σε λάθος στόχους.

Συνώνυμο: πουστοφέρνω - ε, και όλα τα σχετικά με το το πνίγει το κουνέλι.

  1. Τι σκατά, πόσα μούσια να αφήσω για να μην αδερφοφέρνω;

  2. Στις 29.12.10 ο κ. Γιακουμάτος πρώην υπουργός εργασίας επί Ν.Δ δήλωσε στις ειδήσεις των 8 του τηλεοπτικού σταθμού Mega για την παραπάνω αρθρογραφία «Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και δεν μοιάζω με ντιντή και τα μαλάκια μου είναι άσπρα, αφού δεν αδερφοφέρνω ας ψάξουν οι άλλοι να βρουν».

(αμφότερα και τα δύο (sic) από το δίχτυ)

(από stratos98, 17/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην δεκαετία του '90 ήταν πολύ της μοδός η έκφραση πώρωση, για κάτι που ήταν κάτσε καλά, ούμπερ, έξτρα πρίμα γκουντ. Κυκλοφορούσε και διαφήμιση της Pepsi Cola με μότο καλά ε, πώρωση!

Τότε ο όρος οστεοπόρωση χρησιμοποιήθηκε ως υπερθετικός του πώρωση με την καλή έννοια, δηλαδή ότι κάτι είναι αφασία, νιρβάνα. Ασφαλώς η σχέση με την δόκιμη οστεοπόρωση είναι πολύ μακρινή και ζητώ συγγνώμη από τον γερμανό μεταφραστή για το σαχλεπίσαχλον της έκφρασης.

Καλά ε, πώρωση
τι πώρωση ρε τεράστιε, σκέτη οστεοπόρωση (Δες).

(από Khan, 01/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Ως ονοματοποιημένη ρηματική φράση χρησιμοποιείται συχνά ως επιθετικός προσδιορισμός ή κατηγορούμενο και αναφέρεται σε κάτι που είναι πάρα πολύ καλό, σούπερ ντούπερ, τιτανοτεράστιο, ναφάν γκατέ, ανυπέρβλητο, ανοξείδωτο και τα λοιπά συνώνυμα του μεγάλο.

Η σημασία είναι ότι πρόκειται για κάτι που μας υπερβαίνει και θα έπρεπε να μας προκαλεί το δέος. Στην ατυχή περίπτωση που δεν αισθανόμαστε αυτό το σοκ και πέος, γιατί έχουμε περιπέσει σε πώρωση συνειδήσεως, και έχουμε απωλέσει την σωστή ιεράρχηση των μεγεθώνε, έρχεται ο συνομιλητής μας να μας υπενθυμίσει ότι απέναντι σε ένα τέτοιο μέγεθος πρέπει να φερόμαστε σεμνά και ταπεινά συναισθανόμενοι την απόσταση που μας χωρίζει από αυτό μέσα στην ιεραρχία του υπαρκτού. Το κάτσε καλά εντέλει σημαίνει να κάτσουμε καλά στην θέση που μας αρμόζει μέσα σ' αυτή την συμπαντική ιεραρχία, παραδεχόμενοι ότι υπάρχουν πράγματα που μας υπερβαίνουν, έτσι ώστε να μην πέσουμε ακόμη χαμηλότερα αν αποτύχουμε να αναλογιστούμε την αξία του εν λόγω πράγματος. Ή πιο απλούστερα, μπορεί να σημαίνει παρότρυνση να κάτσουμε καλά στην θέση μας για να μην πέσουμε από την έκπληξη που θα μας προκαλέσει το καταπληκτικό αυτό πράγμα.

Συνηθέστερα χρησιμοποιείται στην σόου βυζ για κάτι που είναι enfant gaté, πολύ σικ, μουράτο, τρέντι, χαΐστικο, υψηλής κοινώνιας, κάνοντας τον Ζαμπούνη να χάσει την ζαμπουνιά του.

Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες, ο πρώτος που χρησιμοποίησε την έκφραση ήταν ο αρχάγγελος Μιχαήλ, ο οποίος την ώρα που έπεφτε ο Εωσφόρος, φώναξε «στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετὰ φόβου», παρακινώντας τις λοιπές μοναρχικές δυνάμεις των αγγελικώνε ταγμάτωνε να κάτσουν καλά για να μην τους πάρει όλους ο διάολος και βρεθούνε στου διαόλου τη λελέ. Η έκφραση συμπεριελήφθη στην Λειτουργία στην ιερή στιγμή προ της πορδοπροσκυνήσεως.

Άλλος διάσημος που συνδέεται με την έκφραση είναι ο Γεράσιμος Αρσένης, που ως Υπουργός Παιδείας ήθελε να περάσει μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση επί ναϊντίλας, οπότε το μαθητικό κίνημα τον νουθετούσε με το ρυθμικό σύνθημα «κάτσε καλά, κάτσε καλά Γεράσιμε».

Υπάρχει και ως εκπομπή και ως σάιτ.

Είναι ευνόητο ότι η έκφραση κυκλοφορεί όχι μόνο ως ονοματοποιημένη ρηματική φράση για να χαρακτηρίσει αντικείμενο που είναι κάτσε καλά, δηλαδή προκαλούν δέος και αίσθημα μετριοφροσύνης ενώπιόν του, αλλά και ως απευθείας προτρεπτική / νουθετική προστακτική, λ.χ. σε γνωστό άσμα. Με την τελευταία χρήση αποτελεί κλασική έκφραση συντηρητισμού, είτε προς κάποιον που θέλει να επιφέρει έναν νεωτερισμό ανατρέποντας την ηθική τάξη, είτε προς κάποιον που απειλεί κεκτημένα κοινωνικών και ανθρωπιστικών αγώνων.

Και με τις δύο χρήσεις κυκλοφορεί και στις παραλλαγές:
- κατσεκαλάν (γαλλοπρεπές).
- κάτσε καλύτερα (συγκριτικός βαθμός) και στο μακρυνάρι κάτσε καλά για να μην πω κάτσε καλύτερα.
- κατσ' καλά ή πιο παχιά κάtsch' καλά.
- κάτσε καυλά (μπανεύκολο υπονοούμενο).
- κάτσε καλά Γεράσιμε (από το περιστατικό με τον Υπουργό Παιδείας).

  1. Πάντως τα ΑΑV-7 με έναν πύργο της Rafael είναι κάτσε καλά και είναι πολύ χρήσιμα στις αποβάσεις απέναντι σε φυλασόμενες- οχυρωμένες ακτές και σίγουρα δίνουν άλλη πνοή στους Έλληνες Πεζοναύτες. (Εδώ).

  2. Χρησιμοποιείται συχνά ο όρος αντισημιτισμός για οποιαδήποτε αντίδραση στον εβραϊκό εθνικισμό. Πρόσφατο παράδειγμα η έκθεση του παρατηρητηρίου για αντισημιτισμό στην Ελλάδα και στη Γερμανία, επειδή στη δεύτερη περίπτωση οι γερμανοί είπαν στον Σαρόν κάτσε καλά Γεράσιμε. (Δίβατον στη Βικούλα).

  3. Κάτσε καλύτερα με αυτό που θα ακούσεις...! Στη συναυλία του στο Ηράκλειο Κρήτης ο Σάκης Ρουβάς τραγούδησε το Satisfaction...και έβγαζε και το πουκάμισό του !!! ΈΛΕΟΣ ΠΙΑ !! ΤΙ ΑΛΛΟ ΘΑ ΔΟΥΜΕ ;;;; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι νέα, χιουμοριστική έκφραση του «κάτσε κάτω ρε» - sit down. Παλαιότερα είχε την χρήση του ''ψυχολογικού πεσίματος''.

- Νταουνιάσου, κάτσε κάτω ρε μαν, τι παριστάνεις το άγαλμα..
- Ρε μαλθάκες, δε πα να μπιμπιθήτε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βάζω στο νου μου, σκέφτομαι.

Κρητική διάλεκτος.

Λογιάζω με το νου μου, σκέφτομαι: εδώ δεν έχουμε λύσει τα πιο απλά καθημερινά μας προβλήματα, όπως της απλής επικοινωνίας και κατανόησης μεταξύ των ανθρώπων, έχουμε γίνει Βαβέλ και όλοι το παίζουμε δήθεν και κάποιοι, για να επιβληθούμε στον διπλανό μας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δόκιμα, κάτι το κούφιο, το άσφαιρο.

Σλανγκιστί, πέρα του άουτσης πούτσας, τζούφια αποκαλείται και συνομοταξία υπόκωφων πλην βορβορωδών κλανιών. Οι εν λόγω πορδές επίσης αποκαλούνται πούστικες, ύπουλες και μουλωχτές.

Ο Τριαντάφυλλος το ετυμολογεί εκ του σομφός (πωρώδης). Υποψιάζομαι όμως ότι ίσως και να πρόκειται για ονοματοποιία ή παραφθορά του κούφιο.

Από ΔΠ: Νούλις ο Μπισκοτωμένος.

- Εγώ έφαγα σκόρδο, και έχω αμολήσει και μερικές τζούφιες, και αισθάνομαι μία περίεργη αύρα να με περιτριγυρίζει...
(εδώ)

- Μαλλί λαδωμένο, ρουχαλάκια τσικνισμένα και χιλιολεκιασμένα, να αμολάνε τζούφιες κι εσύ στο σαρδελλέ λεωφορείο να προσπαθείς να βρεθείς όσο πιο κοντά γίνεται σε ένα παράθυρο ή μια πόρτα.
(εκεί)

Eκπληκτικό σόλο βιολί από τον John Blake, Jr (από MXΣ, 14/03/11)

βλ. και κούφια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δύο δημόσια έγγραφα γίνονται al dente αν το απαιτήσει η κατάσταση: η ταυτότητα και το διαβατήριο.

1. Στην έκφραση "με την ταυτότητα στα δόντια"

α) Η οδήγηση στα όρια, με ελιγμούς λίαν απαιτητικούς σε ικανότητα και ταχύτητα αντίδρασης. Αλλά και με την ψυχή στο στόμα, με τρομερό άγχος, με ακραιφνή ένταση λόγω της συναίσθησης του επαπειλούμενου κινδύνου.

i. Από εδώ:
Εάν δεν σκοπεύεις να χρησιμοποιείς το ποδήλατο υπό βροχή ή υπό υγρές συνθήκες τότε θα σου πρότεινα ένα ελαστικό slick και σχετικά μικρού φάρδους. Ναι, στον χειρισμό του στο όριο ενδεχομένως να είναι πιο απόλυτο αλλά μην ξεχνάμε ότι το χρησιμοποιείς μέσα στην πόλη και όχι σε κάποιο μονοπάτι. Ούτε πας να κατέβεις την Πάρνηθα με την ταυτότητα στα δόντια...

ii. Από εδώ:
αν είσαι cool enough ή έχεις φάει την ζωή σου σε κόντρες ή στρίψιμο με την ταυτότητα στα δόντια και τα βαριέσαι όλα αυτά τα χαριλίκια μπορείς απλά να απέχεις [...] δεν χρειάζεται να δείχνεις πόσο γρήγορος είσαι συνέχεια.

iii. Από εδώ:
Χίλια περαστικά στο παλικάρι και μακάρι να μην έχει τίποτα σοβαρά χτυπήματα. Το συγκεκριμένο μέρος πάντως (όπως και πολλά άλλα στην Εθνική μας, ο Θεός να την κάνει) είναι για να περνάς με την ταυτότητα στα δόντια.

β) Πιο δόκιμα/κυριολεκτικά: Σε ετοιμότητα να αποδείξω το όνομα ή κάποια ιδιότητά μου σε κάποιο όργανο εξουσίας, κρατικής (όπως ο αστυνομικός) ή άλλης, ιδίως όταν αυτή η ετοιμότητα επιβάλλεται καταπιεστικά. Βρίσκομαι υπό το καθεστώς ενός αδίκως αιωρούμενου ελέγχου και μιας σκιώδους απαίτησης σε αχρεώστητη απολογία.

i. Από εδώ:
Σε μια πρωτοφανή και άκρως ρατσιστική ενέργεια η ΕΠΟ ζητούσε ταυτότητα για να πάρεις εισιτήριο. Και λέω ρατσιστική, αφού έπρεπε να είσαι (σύμφωνα με την ΕΠΟ...) Έλληνας πολίτης για να πάρεις εισιτήριο. [...] Αφήστε που είδαμε ρεπορτάζ γεμάτα «εθνική περηφάνια», όπου χιλιάδες άνθρωποι περίμεναν υπομονετικά ώρες ατελείωτες για να πάρουν ένα εισιτήριο. Με την ταυτότητα στα δόντια, βεβαίως, βεβαίως...

ii. Από εδώ:
Ανεξάρτητος πολίτης δε σημαίνει υπεράνω κοινωνικής τάξης, απολίτικος ή κάτι παρόμοιο. Απλά δεν είμαστε όλοι υποχρεωμένοι να κυκλοφορούμε με την κομματική μας ταυτότητα στα δόντια ανά πάσα στιγμή.

iii. Από εδώ:
Τι έγκλημα κατά της δημοκρατίας έχει κάνει και πρέπει ανά πάσα στιγμή να αποδεικνύει τα πολιτικά του φρονήματα; Με ποια λογική πρέπει να περπατάει με την ταυτότητα στα δόντια κάθε φορά που γίνονται επεισόδια;

γ) Εκ του β. Σε ετοιμότητα γενικά, απέναντι σε απρόβλεπτες καταστάσεις, με διάθεση περιπέτειας.

Από εδώ:
- [...] Αν ναι, δώσε «γραμμή» μήπως πάμε παρέα!
- o.k. την ταυτότητα στα δόντια και όπου μας βγάλει , σκέπτομαι για Πέμπτη 4/12 απόγευμα.

2. Στην έκφραση "με το διαβατήριο στα δόντια"

Έτοιμος να εγκαταλείψω την χώρα, ιδίως για να διαφύγω τον κίνδυνο ή τις υποχρεώσεις που η παραμονή μου σε αυτή συνεπάγεται. Συνήθως συμβαδίζει με άτακτη εγκατάλειψη της έως τότε εθνικιστικής μου ρητορικής.

i. Από εδώ:
Αφού είναι όλα έτσι απλά πουλήστε τα όλα. Μετοχές, ομόλογα, ακίνητα (θα τα βρείτε τζάμπα αργότερα αν επαληθευτούν όλα αυτά) το διαβατήριο στα δόντια και δρόμο. Διακοπές διαρκείας.

ii.Από εδώ:
Μα τι καραγκιόζης είσαι ρε που θα μιλήσεις για προδότες ανιστόρητε βλακοηλίθιε στρατοκαύλε πανίβλακα που αν γινόταν κανένα τσαφ θα έφευγες εσύ και οι όμοιοί σου με τα σώβρακα και το διαβατήριο στα δόντια.

Η προέλευση της έκφρασης σαφής: σε καταστάσεις αναταραχών, πολέμων, προσφυγιάς και παρόμοιων καταστροφών, αρπάζεις με τα δυο σου χέρια ό,τι μπορείς, παιδιά, βαλίτσες κλπ και τρέχεις πανικόβλητος σε πρεσβείες, σε αεροδρόμια, σε συνοριακούς σταθμούς, μετά τα οποία ελπίζεις ότι θα βρεθείς σε ασφαλές περιβάλλον. Είναι τόση η βιασύνη και η ταραχή σου αλλά και τόσα πολλά τα σημεία ελέγχου που, ελλείψει ελεύθερων χεριών, το διαβατήριο το σφίγγεις αναγκαστικά στα δόντια, σε ετοιμότητα να το επιδείξεις σε οποιονδήποτε μπορεί να σε περάσει στην άλλη μεριά, γινόμενος έτσι ο σωτήρας σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η επιτήδευση σε κάτι, η τελειοποίηση, η επιτυχής πατέντα σε κάτι που έφτιαξε ο «μάστορας»!!!!

Παραφθορά του ονόματος του συστήματος «tourbillon» που υπάρχει σε κάποια ακριβά ωρολόγια και έχει σαν αποτέλεσμα να «εξουδετερώνει τις επιδράσεις της βαρύτητας».

Είναι γνωστό ότι ξεκίνησε από τα ρολόγια τσέπης, όπου είχε νόημα καθώς το ρολόι καθόταν όλη τη μέρα στην ίδια θέση (στην τσέπη του γιλέκου) και επομένως η εξουδετέρωση της βαρυτικής έλξης είχε νόημα, καθώς επηρέαζε την ακρίβεια του ρολογιού.

- Τι έγινε ρε μπίλη, πώς πάμε, το φτιάξαμε το μηχάνημα;
Ο μπίλης... γεμάτος υπερηφάνεια!!!
- Ε... καλά τώρα, τι να λέμε ...το 'χω φτιάξει το μασίνι ''τουρμπιγιόν''.

Δικό σας για €79.000 (από Vrastaman, 13/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει την αιφνίδια κατάληψη από ακατάσχετη διάρροια.

Παρά το φαινομενικά οξύμωρο του ορισμού (μιας και το τσιμέντο είναι από τα πιο σκληρά υλικά), είναι προφανής η ομοιότητα της υφής του τσιμέντου που πέφτει από την μπετονιέρα με την υφή των ασχημάτιστων κενώσεων που πέφτουν στη λεκάνη.

Συνώνυμα: με πήγε σερπαντίνα, με πήγε μίλκο, τσιρλιπιπί, κόψιμο

- Φίλε, μπόμπα το hotdog που χτυπήσαμε χτες βράδυ! Κρίμα που δεν πήραμε και δεύτερο...
- Καλά ρε, είσαι σοβαρός; Εδώ ένα έφαγα και ξύπνησα μες στον ύπνο μου...
- Γιατί ρε; Σε πόνεσε το στομάχι σου;
- Ποιο στομάχι ρε συ; Με πήγε τσιμέντο...!!! Όλο το βράδυ στην τουαλέτα την έβγαλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που φανερώνει ικανότητα, επιδεξιότητα και γνώση του εκφέροντα για ένα θέμα η μία πράξη.

Η κτητικότητα που αποπνέει η έκφραση δημιουργεί μια αίσθηση βεβαιότητας και σιγουριάς να πλανάται στην ατμόσφαιρα, ειδικά αν εκφέρεται σε δύσκολες καταστάσεις, χωρίς το αποτέλεσμα να επιβεβαιώνει πάντα την αίσθηση αυτή.

Εκφέρεται σε στιγμές ξερολιάς / μπορολιάς, επιδειξιομανίας ή απλής επιθυμίας για αληθινή προσφορά στο σύνολο και στο γενικότερο καλό.

1.-Εδώ! Πάσα!
-Τόχω!
-Πάσα ρε!
-Τόχω τόχω!
-ΠΑΣΑ ΡΕΕΕΕ!
-ΤΟΧΩ ΤΟΧΩ ΤΟΧΩΩΟΟοοόχι ρε πούστη μου (άουτ)...

2.[ψιθυριστά]
-(ποιο απ' τα δύο καλωδιάκια να κόψω τελικά; το κόκκινο ή το μπλε;)
-(με το κόκκινο θα γίνει έκρηξη!)
-(όχι, με το μπλε θα γίνει!)
-(φιλαράκι, το έχω! δώσε το πενσάκι εδώ)
[κλακ]
[μπαμ!]

(από Khan, 28/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified