Further tags

Είμαι ποδοσφαιριστήςτης κακιάς ώρας, δεν αξίζω τα χρήματα που παίρνω, ή μου δίνουν λίγαγιατί ο άλλος που παίζουμε στην ίδια θέση είναι καλύτερος, με αποτέλεσμα να παίζω εξωφυλαρούχας, δηλαδή σπανίως μέχρι και καθόλου.

Άμεσο αποτέλεσμα του ταλέντου μου είναι να κάθομαι στον πάγκο της ομάδας μου, αντί να κάνω πως παίζω. Καμιά φορά πέφτω θύμα κλίκας και παρεξήγησης, αλλά το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Τρώω πάγκο.

ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΩ ΠΩΣ ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΟΜΑΔΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΑΙΖΕΙ ΒΑΣΙΚΟΣ Ο ΜΕΛΙΣΣΗΣ ΚΑΙ Ο ΒΥΝΤΡΑ ΚΑΙ ΝΑ ΤΡΩΕΙ ΠΑΓΚΟ Ο ΑΝΤΡΕΑΣ. Ο ΤΖΙΜΠΟΥΡ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΕΚ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΑΝΙΩΝΙΟ ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΓΙΑ ΕΜΑΣ. Από εδω

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στο σχήμα της κατάληξης του παχέος εντέρου (γνωστό και ως ορθό), το οποίο παίρνει τη μορφή ποτηριού μετά από σεξουαλικά (και όχι μόνο) βάναυση μεταχείριση. Η έννοια της λέξης είναι συνήθως μεταφορική, με αρκετά στοιχεία υπερβολής, δεν είναι όμως λίγες οι φορές εκείνες που χρησιμοποιείται άκρως κυριολεκτικά.

  1. - Τι;! Την γάμησες απ' τον κώλο! Έλα ρε θερίο! και για πες...
    - Τι να πω, απλά της τον έκαμνα ποτήρι.

  2. [...]Το '69 [...] εγνώρισα έναν κατάδικο που του χώσανε γκλοπ στον κώλο, μετά το τραβήξανε έξω με δύναμη και το κωλάντερό του κρεμόταν σαν ποτήρι. [...] (Ηλίας Πετρόπουλος, «Το Εγχειρίδιο Του Καλού Κλέφτη», σ. 77)

κολωνάτο! σωστότατος GATZ! (από PUNKELISD, 18/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πιτσιρικάς με τις τσίμπλες, ο άπλυτος που είναι και πονηρός, τα ξέρει όλα, βγάζει γλώσσα στους γονείς του, βρίζει τα φιλαράκια του.

Ωχ, ήρθε ο τσιμπλιάγκουρας, θα μας τα πρήξει πάλι... διώχ' τον το φούστη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σαβούρα, περιττά πράγματα, στην κρητική διάλεκτο.

Α ρε καημένε, το σπίτι σου είναι γεμάτο κουλούκουτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα (όχι τόσο εύηχο), που καταδεικνύει την πρόθεση ή την κίνηση κάποιου για υψηλή αξιολόγηση.

Προερχόμενο από την με άριστα το δέκα βαθμολογία, το δεκάρω χρησιμοποιείται από άτομα που θέλουν να επιβραβεύσουν, να συγχαρούν, να αποδώσουν τα εύσημα, υπονοώντας σαφώς πως βαθμολογούν με τον υψηλότερο βαθμό, ανεξάρτητα αν ως άριστα θεωρείται το πέντε, το δέκα, το εκατό, το Α κλπ, με τόνο η χωρίς.

Το λήμμα επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί και αυτοαναφορικά σε περιπτώσεις που υποτίθεται ότι τελούμε αξιέπαινες πράξεις, θέλοντας περισσότερο να περιαυτολογήσουμε, αλλά δεν το αξίζουμε πραγματικά.

Συνώνυμα: σταμάτα να μιλάς και φίλα με, σπεκ (και όλα τα συναφή όπως αστρασπέκια κ.α.), douze points!!!, όλα τα λεφτά και πολλά άλλα τέτοια.

  1. (ενώ από πίσω παίζει αυτό)
    - Πώωω! Ανασυντρίχιασα δικέ μου! Αυτό το κομμάτι σου έλεγα ρε!
    - Έλα ρε 'συ!
    - Καλό;
    - Δεκάρω φίλε!

  2. - Μαγείρεψες;
    - Δεκάρω! Έφτιαξα ένα χυλό... άλλο πράμα! Δεκάρω σου λέω!
    - Τι δεκάρεις και δεκάρεις ρε βλάκα! Αυτό είναι για να στοκάρουμε τον τοίχο όχι να το φάμε!

(από PUNKELISD, 18/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ακαταστασία, τα πράγματα άνω κάτω. Σβαρνιάρα γυναίκα, σβαρνιάρης άντρας.

  1. Τι σβαρνιά επικρατεί σε αυτό το σπίτι τέλος πάντων ρε γυναίκα, σκούπισε και τακτοποίησε λιγάκι, άνω κάτω είναι όλα!

  2. Μη σβαρνάς (ή σβαρνίζεις) τα πόδια σου έτσι!
    (στην περίπτωση αυτή η σβαρνιά αναφέρεται στο σύρσιμο των ποδιών καθώς κάποιος περπατά).

Σβάρνα, σχεδόν κλασική (από poniroskylo, 18/10/10)Σβάρνα υπερσύγχρονη - το συγκεκριμένο εργαλείο κάνει, λέει, 49.000 US $ (από poniroskylo, 18/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μακαριά.

Το γεύμα που παρατίθεται μετά τις κηδείες και τα μνημόσυνα από το στενό συγγενικό περιβάλλον του αποβιώσαντος στους παρευρισκόμενους που προσήλθαν για να αποχαιρετίσουν η να τιμήσουν τον μακαρίτη (εξ ου και η ετυμολογία της).

Συνήθως (όχι απαραίτητα) περιλαμβάνει ψάρι.

- Ήμασταν στο μνημόσυνο της σχωρεμένης της Πουλχερίας. Μετά το καφέ είχανε και μακαριά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγάλη ανακατωσούρα. Φύρδην μύγδην. Πουτάνα όλα.

Η έκφραση έχει τη ρίζα της στην αντίληψη των Δυτικοευρωπαίων κατά τις αρχές του περασμένου αιώνα, ότι η Μακεδονία κατοικείται από πληθώρα εθνών, φυλών κ.α. πληθυσμών ανακατεμένων σε ένα άτακτο μωσαϊκό. Έτσι προκύπτει και η «Μακεδονική σαλάτα» με την πληθώρα των αναμεμιγμένων συστατικών της.

- Και μου σκάει, που λες, στο πρώτο ραντεβού με ένα μαλλί αλαμπουρνέζικο, Άνω-Κάτω Μακεδονία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση προερχόμενη από την μοντέρνα αισθητική των καθιστικών στα διαμερίσματα κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, κατά τις οποίες έπεσε ο τοίχος που χώριζε το σαλόνι από την τραπεζαρία, δίνοντας μια νέα αίσθηση άπλας ακόμη και στα σπίτια λίγων τετραγωνικών.

Έτσι, η σημασία που μας ενδιαφέρει (;) εδώ, είναι η πλήρης ομογενοποίηση διαφορετικών καταστάσεων, η κατάπτωση ηθικών αξιών, το γενικό μπάχαλο σε όλες τις συμπεριφορές και σε τέτοιο βαθμό που τελικά ο άνθρωπος καταφέρνει να μην ξεχωρίζει από τα ζώα.

Κ: - Πολύ νόστιμο το ραγού κυρα Θοδώρα μου. Μπρρρρρρρρρρρρουπ! (ρέψιμο)
κΘ: - ... Σου άρεσε Κωστάκη μου;
Κ: - Φανταστικό, (πνίγεται) γκάχα - γκούχα (και αερίζεται) Πρρρρρρρρρρρρρφτ!
Γ: - Ρε παλιομαλάκα, γαμήθηκες, σαλόνι -τραπεζαρία ένα τα έχεις κάνει όλα, σεβάσου τη μάνα μου τουλάχιστον. Ζώο ε ζώο.
κΘ: - ... σόμπ ...

μπρος σαλονι- πισω τραπεζαρια , δύο σε ένα (από perkins, 16/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκφράζει μια αύξηση μεν, εύθραυστη δε, η οποία γι' αυτό και διακωμωδείται.

Για την ορθή εννοιολογική του απόδοση, το λήμμα θα πρέπει κατά τη χρήση του να εκφέρεται συνεχόμενα, ως μια λέξη. Αποτελείται από μια προσαύξηση βαθμού του ποσοτικού επιρρήματος «πολύ», διανθισμένη όμως με τροπικό επίρρημα που παραπέμπει σε μείωση μάλλον παρά σε αύξηση, κάνοντας τους κλασσικούς φιλόλογους να κοκκινίζουν από θυμό.

Αν ζούσε η Πυθία θα ήταν η αγαπημένη της φράση.

Το μηχανικό ανάλογο σ' ένα αυτοκίνητο, είναι σαν να πατάς γκάζι και φρένο μαζί.

- Μωρό μου, μ' αγαπάς;
- Εντελώς παραπολύ;

(από iwn, 16/10/10)

βλ και εντελώς τελείως

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified